Η επιτάχυνση των αδειοδοτικών διαδικασιών θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη του εξορυκτικού κλάδου και θα ανοίξει το δρόμο για την αξιοποίηση των κρίσιμων για την πράσινη μετάβαση πρώτων υλών, όπως υπογραμμίστηκε την Τετάρτη κατά την ενημερωτική εκδήλωση για τη συμπλήρωση 100 ετών από την ίδρυση του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ).

Ο πρόεδρος του ΣΜΕ, Κωνσταντίνος Γιαζιτζόγλου, τόνισε στην ομιλία του ότι ο εξορυκτικός κλάδος βρίσκεται σήμερα σε ένα σταυροδρόμι: Από τη μία πλευρά, αναδεικνύεται η επείγουσα ανάγκη αλλαγή του παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου. Από την άλλη, αυτό σημαίνει ότι ενδεχομένως οι κοινωνίες θα πρέπει να στερηθούν από τις σημερινές συνήθειες, καθώς δεν είναι βιώσιμες και μακροπρόθεσμα διατηρήσιμες.

Το νέο παραγωγικό μοντέλο, σημείωσε ο κ. Γιαζιτζόγλου, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τη βέλτιστη τεχνολογία για το περιβάλλον και ταυτόχρονα τη διασφάλιση της επαρκούς προσφοράς αγαθών, καθώς, όπως κατέδειξαν ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση και η απειλή εμπορικού «πολέμου» Δύσης – Ανατολής, «δεν είμαστε με όλους τους λαούς αγαπημένοι φίλοι και ασφαλείς εμπορικοί εταίροι». Μοιραία, συμπλήρωσε ο πρόεδρος του ΣΜΕ, «το βάρος θα πέσει και στις πρώτες ύλες».

Ο κ. Γιαζιτζόγλου επισήμανε ότι, σε αντίθεση με όσα αναφέρονται στο δημόσιο διάλογο, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του εξορυκτικού κλάδου είναι περιορισμένο και σαφώς μικρότερο σε σύγκριση με τον ενεργειακό τομέα και τις μεταφορές, καθώς το μερίδιο στους στερεούς, υγρούς και αέριους ρύπους είναι χαμηλότερο από 3%. Την ίδια ώρα, το νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία του περιβάλλοντος είναι ιδιαίτερα αυστηρό και έχει οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής πρώτων υλών σε ευρωπαϊκό επίπεδο πάνω από 35% τα 30 τελευταία έτη.

Το αυστηρό πλαίσιο δεν οδηγεί συνολικά σε μείωση των εκπομπών ρύπων, καθώς τα ευρωπαϊκά προϊόντα αντικαθίστανται από εισαγόμενα που προέρχονται από χώρες με πολύ πιο «χαλαρό» ή και ανύπαρκτο καθεστώς περιβαλλοντικής προστασίας.

Ο πρόεδρος του ΣΜΕ, Κωνσταντίνος Γιαζιτζόγλου ©ΔΤ

Ο πρόεδρος του ΣΜΕ, Κωνσταντίνος Γιαζιτζόγλου

Τα «αγκάθια» για την ανάπτυξη του εξορυκτικού κλάδου

Οι εξορυκτικές/μεταλλευτικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε ένα ασφυκτικό νομοθετικό πλαίσιο, την ίδια ώρα που η ανάγκη για αύξηση της παραγωγής, ειδικά των λεγόμενων κρίσιμων πρώτων υλών ώστε να καλυφθούν οι τεράστιες ανάγκες που δημιουργεί η ενεργειακή μετάβαση, απαιτεί ευελιξία και ταχύτητα..

Όπως έλεγαν στελέχη του κλάδου στο περιθώριο της εκδήλωσης του ΣΜΕ, το κυριότερο πρόβλημα παραμένει σήμερα η χρονοβόρα και αβέβαιη ως προς το τελικό αποτέλεσμα αδειοδοτική διαδικασία, γεγονός που «μπλοκάρει» τις νέες επενδύσεις και αποθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις σε υφιστάμενα και νέα έργα, εκτός από τις «πολύ ενδιαφέρουσες» περιπτώσεις. Το νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα είναι «ασαφές, αόριστο και αντιφατικό», ενώ το ενεργειακό κόστος παραμένει δυσβάσταχτο για τις εταιρείες του κλάδου.

Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, όπως η Οδηγία για τις εκπομπές ρύπων από τη βιομηχανία (Industrial Emissions Directive – IED) αλλά και ο σχεδιασμός της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, οδηγούν σε μεγάλη αύξηση του κόστους παραγωγής.

Μεγάλο πρόβλημα είναι επίσης η έλλειψη Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ορυκτές πρώτες ύλες, καθώς μετά από δεκαετία συζητήσεων και μελετών ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα η ασφάλεια δικαίου να είναι μετέωρη και η προσέλκυση επενδύσεων ένα κενό ευχολόγιο.

Οι επιχειρήσεις του κλάδου αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες στην εύρεση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, ενώ δεν αναμένεται σημαντική αύξηση της απασχόλησης τα επόμενα χρόνια, παρά μόνο αν αναπτυχθούν νέες δραστηριότητες.

Το 2022, ο εξορυκτικός κλάδος παρουσίασε μεικτή εικόνα, καθώς αυξήθηκε η παραγωγή στα αδρανή υλικά, κινήθηκε σταθεροποιητικά στα βιομηχανικά ορυκτά και τα μεταλλεύματα, ενώ ο λιγνίτης συνέχισε την πτωτική πορεία των τελευταίων ετών. Το μεγάλο στοίχημα είναι η αξιοποίηση των πιθανών κοιτασμάτων σπάνιων γαιών στη Βόρεια Ελλάδα, εφόσον βεβαίως είναι εμπορικά αξιοποιήσιμα. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το λίθιο, είναι σε εξέλιξη έρευνες στη βόρεια Ελλάδα, ενώ ενθαρρυντικές ενδείξεις έχουν προκύψει στη Σάμο, όπου θα ακολουθήσει έρευνα, ώστε να φανεί αν υπάρχουν αξιόλογα κοιτάσματα.