Σε μία βαθιά θεσμική και γεωπολιτική αποτίμηση της πορείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Μάριο Ντράγκι, πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ανέδειξε τα θεμελιώδη ελλείμματα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, καλώντας τις πολιτικές ηγεσίες να προχωρήσουν σε μια ριζική επανεφεύρεση της Ε.Ε., με έμφαση σε τομείς όπως η άμυνα, η ενέργεια και η εξωτερική πολιτική. Όπως είπε χαρακτηριστικά, μιλώντας στο 29th Annual Government Roundtable του Economist , «η Ευρώπη έχει ανάγκη να δώσει ενιαία, ισχυρή απάντηση στις σημερινές προκλήσεις – κάτι που δεν μπορεί να κάνει με τις δομές του παρελθόντος».
Μάχη με τα συμφέροντα για να μειωθεί το ενεργειακό κόστος ζητά ο Μάριο Ντράγκι
Μάλιστα, ο ίδιος απηύθυνε ένα ηχηρό κάλεσμα για ριζική αναμόρφωση της ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς και ταυτόχρονα για αποφασιστική σύγκρουση με κατεστημένα συμφέροντα. Στην τοποθέτησή του, με φόντο το αυξανόμενο γεωπολιτικό ρίσκο και την αμυντική επαγρύπνηση στην ήπειρο, ο κ. Ντράγκι τόνισε ότι το πρώτο και βασικό βήμα για να διασφαλίσει η Ευρώπη την ανταγωνιστικότητα της παραγωγής της είναι η μείωση του κόστους ενέργειας. «Δεν έχουμε άλλο χρόνο», υπογράμμισε χαρακτηριστικά, ζητώντας ευθέως να τεθεί στο επίκεντρο η μεταρρύθμιση των μηχανισμών διαμόρφωσης των τιμών.
Για τον ίδιο, η απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα και η ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών είναι απαραίτητη όχι μόνο για λόγους κλιματικής ουδετερότητας, αλλά και για να κατοχυρωθεί η ενεργειακή αυτονομία της ηπείρου. Ωστόσο, όπως σημείωσε, αυτή η στρατηγική δεν μπορεί να προχωρήσει αν δεν υπάρξει συνέπεια ανάμεσα στους στόχους που τίθενται και στα εργαλεία που διαθέτει η Ευρώπη. Παράδειγμα φέρνει την απόφαση κατάργησης των κινητήρων εσωτερικής καύσης έως το 2035. «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό αν δεν έχεις παράλληλα εξασφαλίσει ενεργειακές υποδομές, φορτιστές, επάρκεια ηλεκτρικής ενέργειας», τόνισε.
Αναφορικά με το κόστος της ενέργειας, ο Μάριο Ντράγκι αναγνώρισε ότι οι υψηλές τιμές λειτουργούν αποτρεπτικά για τη βιομηχανική αναγέννηση και επηρεάζουν άμεσα την πορεία της απανθρακοποίησης. Ειδικά για την Ευρώπη, όπου βιομηχανίες όπως η χαλυβουργία είναι κρίσιμες όχι μόνο για την οικονομία αλλά και για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας, η ανάγκη για φθηνότερη ενέργεια μετατρέπεται σε στρατηγική προτεραιότητα.
Η λύση, όπως τη σκιαγράφησε ο ίδιος, περνά από ένα ευρύ φάσμα παρεμβάσεων: επενδύσεις σε ΑΠΕ, αποθηκευτικούς χώρους και διασυνδέσεις, αλλά και θεσμική μεταμόρφωση της αγοράς ενέργειας. Και σε αυτό το σημείο υπήρξε ιδιαίτερα αιχμηρός, κάνοντας λόγο για ισχυρά, εδραιωμένα συμφέροντα που έχουν οικοδομηθεί εδώ και δεκαετίες γύρω από τον τρόπο με τον οποίο τιμολογείται η ηλεκτρική ενέργεια στην ΕΕ. Ενώ οι ανανεώσιμες συμμετέχουν περίπου κατά 25% στο ενεργειακό μείγμα, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθεί να καθορίζεται από το φυσικό αέριο, ανέφερε. «Αν έχεις αποσβεσμένα υδροηλεκτρικά εργοστάσια με σχεδόν μηδενικό κόστος παραγωγής και παρ’ όλα αυτά η τιμή τους εξισώνεται με του φυσικού αερίου, τότε υπάρχει πρόβλημα», είπε χαρακτηριστικά.
Μυτιληναίος: Η Ευρώπη είναι ο μεγάλος χαμένος – Πράσινη μετάβαση χωρίς σχέδιο, η ενέργεια ως πολιτικό ζήτημα και το κόστος της αφέλειας
Ο Ευάγγελος Μυτιληναίος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metlen Energy & Metals και πρόεδρος της Eurometaux ανέδειξε με τη σειρά του με άμεσο τρόπο την υστέρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε βασικά πεδία στρατηγικής σημασίας, εστιάζοντας κυρίως στην ενέργεια, στην καινοτομία και στις εμπορικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως τόνισε, η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα σε μειονεκτική θέση όχι μόνο γιατί δεν προχώρησε σε επενδύσεις αλλά επειδή, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, ακολούθησε μοντέλα αυστηρής δημοσιονομικής προσήλωσης που την περιόρισαν.
«Συγκρίνουν την Ευρώπη με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά πολλές έννοιες, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κάνει τεράστια πρόοδο τα τελευταία χρόνια. Ένας από τους βασικούς λόγους ήταν ότι δαπανήθηκαν πάρα πολλά χρήματα στην έρευνα, την ανάπτυξη και την καινοτομία», ανέφερε χαρακτηριστικά. Επισήμανε ότι το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής ήταν μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία όμως η Αμερική μπορούσε να διαχειριστεί «επειδή έχει το δολάριο και κινείται μπροστά». Αντίθετα, στην Ευρώπη, όπως είπε, υπήρξαν συνταγματικά εμπόδια και περιορισμοί, όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας, κυρίως λόγω της γερμανικής επιρροής, που εμπόδισαν τη διάθεση πόρων σε κρίσιμους τομείς.
«Χάσαμε, μείναμε πίσω – και ιδίως στο ζήτημα της παραγωγικότητας», σχολίασε, προσδιορίζοντας την ενέργεια ως τον πρώτο και πιο κρίσιμο παράγοντα σε αυτή την υστέρηση. Θύμισε πως «οι περισσότεροι πόλεμοι της τελευταίας δεκαετίας είχαν να κάνουν με την ενέργεια και εξακολουθούν να σχετίζονται με ενεργειακά ζητήματα». Όπως τόνισε, η Ευρώπη σε αυτό το «παιχνίδι» –που, όπως είπε, δεν είναι απλώς παιχνίδι– είναι «ο μεγάλος χαμένος». Μίλησε για απόπειρες μετάβασης σε πράσινα μοντέλα με υπερβολική ταχύτητα, χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα, με συνέπεια την πρόκληση περισσότερων προβλημάτων από όσα επιλύθηκαν. «Δεν είχαμε χαμηλότερες τιμές, δεν υπήρξαν επαρκείς επενδύσεις στα δίκτυα», είπε, επισημαίνοντας ότι η στρατηγική αυτή υιοθετήθηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη οι διαφορές ανταγωνιστικότητας με χώρες όπως η Κίνα, που διαθέτει άλλα πλεονεκτήματα, όπως φθηνό χάλυβα χωρίς κυρώσεις και χαμηλού κόστους φωτοβολταϊκά.
Αναφερόμενος στις Ηνωμένες Πολιτείες, σημείωσε ότι είναι πλέον ο νούμερο ένα παραγωγός ενέργειας στον κόσμο και υπογράμμισε ότι «η ενέργεια είναι πρωτίστως πολιτικό ζήτημα». Έθεσε το ρητορικό ερώτημα «ποιος θα λύσει αυτό το πρόβλημα;» και διερωτήθηκε αν υπάρχουν οι ηγέτες στην Ευρώπη που μπορούν να το κάνουν, καταλήγοντας με την απάντηση: «Δεν νομίζω».
Μυτιληναίος: Η Ευρώπη στη γωνία – Η ανάγκη για στροφή στη σκληρή ισχύ και μεταρρυθμίσεις διακυβέρνησης
«Η Ευρώπη βρίσκεται στη γωνία», δήλωσε εξαρχής, μεταφέροντας τη συζήτηση που είχε λίγο πριν τη συνεδρία με τον Μάριο Ντράγκι. Η μεταπολεμική περίοδος υπήρξε, όπως είπε, περίοδος ευφορίας για την ευρωπαϊκή ήπειρο, η οποία από το 1945 και μετά αναδείχθηκε στη μεγαλύτερη «ήπια δύναμη» του πλανήτη. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, αυτή η εποχή έχει τελειώσει. «Μέσα σε ελάχιστα χρόνια, η ήπια ισχύς υποχώρησε και αυτό που μετράει σήμερα είναι η σκληρή ισχύς. Και η Ευρώπη δεν ήταν ποτέ έτοιμη να παίξει αυτόν τον ρόλο», σημείωσε, περιγράφοντας έναν κόσμο όπου πλέον την πρώτη γραμμή καταλαμβάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα και –όπως τόνισε με έμφαση– η Ρωσία, μια χώρα που παλαιότερα «δεν είχε καμία ισχύ» αλλά σήμερα έχει αναβαθμιστεί ακριβώς επειδή διαθέτει στρατιωτική δύναμη.
Αναφερόμενος στο εσωτερικό της Ε.Ε., ο κ. Μυτιληναίος δεν έκρυψε τον προβληματισμό του για την ανεπάρκεια των ευρωπαϊκών θεσμών να ανταποκριθούν στη νέα πραγματικότητα. Σχολίασε πως η γενιά του δεν αντιμετώπισε ποτέ τέτοια διλήμματα: πολέμους στην περιφέρεια της ηπείρου, βαθιά οικονομική αβεβαιότητα και μία Ευρωπαϊκή Ένωση που εξακολουθεί να λειτουργεί με αρχιτεκτονική του 1950, όταν ιδρύθηκε η ΕΚΑΧ, η Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα. «Αυτό είναι πλέον ξεπερασμένο», υπογράμμισε, εξηγώντας πως το θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης δεν μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις σύγχρονες προκλήσεις.
Ιδιαίτερη κριτική επιφύλαξε στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται σήμερα οι αποφάσεις σε επίπεδο Ε.Ε. και δη στα Συμβούλια Υπουργών. Όπως ανέφερε, οι υπουργοί των κρατών-μελών είναι πλέον κατά κανόνα πολιτικά πρόσωπα χωρίς πραγματική τεχνογνωσία για τον φάκελο που χειρίζονται – είτε πρόκειται για γεωργία, είτε για ενέργεια, είτε για άλλα κρίσιμα ζητήματα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κατά τον ίδιο, να καθίσταται σχεδόν αδύνατο να καταλήξουν σε συναινέσεις και ουσιαστικές λύσεις.
Σε αυτό το κενό ηγεσίας και τεχνοκρατικής καθοδήγησης, όπως παρατήρησε ο πρόεδρος της Metlen, παρεμβαίνει πλέον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Και όχι μόνο παρεμβαίνει, αλλά σύμφωνα με τα λεγόμενά του, έχει ουσιαστικά οικειοποιηθεί τη χάραξη πολιτικής, μέσω της διοικητικής της ιεραρχίας – δηλαδή μέσω υπηρεσιακών στελεχών και όχι αιρετών Επιτρόπων. «Η Επιτροπή διαμορφώνει πλέον τις πολιτικές. Και αν δείτε πώς λειτουργεί η κυρία Φον ντερ Λάιεν, είναι σαν να πρόκειται για την πρόεδρο των ΗΠΑ της Ευρώπης – κάτι που δεν είναι», ανέφερε με ειρωνική διάθεση, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η σημερινή Πρόεδρος της Κομισιόν έχει υπερβεί τον θεσμικό της ρόλο.
Κατά την άποψή του, η κρίση διακυβέρνησης είναι θεμελιώδης και καθοριστική. Η αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων – από την ενέργεια μέχρι την ασφάλεια – απαιτεί αλλαγή στην πηγή λήψης των πρωτοβουλιών. «Η πρωτοβουλία πρέπει να προέρχεται από την Επιτροπή», είπε, αν και ο τόνος του πρόδιδε την αμφιβολία για το κατά πόσο αυτή η εξέλιξη είναι επαρκής ή και δημοκρατικά νομιμοποιημένη.
Ντράγκι: Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να επανεφεύρει τον εαυτό της»
Ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ θεώρησε σημαντικό να υπενθυμίσει το «γιατί» δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ΕΕ όπως είπε ιδρύθηκε ως ένα «project ειρήνης» και όχι ως υπερδύναμη. Η αρχική της αποστολή, όπως είπε, ήταν να εξασφαλίσει τη συμβίωση των χωρών που επί δεκαετίες συγκρούονταν πολεμικά – όχι να αποκτήσει παγκόσμια ισχύ. Αυτό εξηγεί, σύμφωνα με τον ίδιο, γιατί τα κράτη-μέλη αποφάσισαν από την αρχή να μη μεταφέρουν εξουσίες σε μία ισχυρή πολιτική ένωση, γιατί δεν ανέπτυξαν κοινή αμυντική ή εξωτερική πολιτική και γιατί η Κομισιόν δεν είχε εκτελεστική αρμοδιότητα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως περιέγραψε, δεν χρειάστηκε να οικοδομήσει αμυντική στρατηγική, αφού βασίστηκε για δεκαετίες στη στρατιωτική κάλυψη των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, όπως προειδοποίησε, αυτό το μοντέλο έχει φτάσει στα όριά του. «Ξαφνικά συνειδητοποιούμε ότι αυτά τα στοιχεία μας λείπουν και ότι όσα έχουμε είναι ανεπαρκή», τόνισε, αναφερόμενος στην ανάγκη μιας στέρεης απάντησης σε πεδία που, πλέον, αποτελούν όρους επιβίωσης: εξωτερική πολιτική, άμυνα, ενέργεια.
«Όταν στήνεις ένα αμυντικό σύστημα, η πρώτη ερώτηση είναι: ποιος είναι ο εχθρός; Και εκεί βλέπουμε τη δυσκολία της Ευρώπης να οργανώσει τις λειτουργίες της ώστε να δώσει την απάντηση που απαιτεί η πραγματικότητα», υπογράμμισε με έμφαση. Η επίκληση ενός «soft touch» σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον γεμάτο εντάσεις, δεν επαρκεί πλέον, κατά τον ίδιο.
Ο Ντράγκι μίλησε επίσης για τη χρονική συγκυρία και την επιτακτικότητα των αλλαγών. «Η ανάγκη για δράση ενισχύεται σήμερα – και αυτό δεν οφείλεται στην αλλαγή κυβέρνησης στις ΗΠΑ ή στη νέα διοίκηση της Ε.Ε.», παρατήρησε, διαχωρίζοντας ρητά τη σημερινή κρίση από τις εκλογικές εξελίξεις. Όπως ξεκαθάρισε, όλα τα δομικά προβλήματα που περιγράφει η έκθεσή του, προϋπήρχαν και αναδείχθηκαν εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το πρόβλημα δεν είναι μόνο θεσμικό ή διοικητικό, αλλά βαθιά πολιτικό και πολιτισμικό. Η απουσία παραγωγικότητας, το χάσμα ανάπτυξης και η θεσμική αδράνεια συνδέονται με τον τρόπο που λειτουργεί η Ε.Ε. συνολικά – και όχι μόνο με τις πολιτικές επιλογές της τελευταίας περιόδου. Η διάγνωση, είπε, «δεν είναι προϊόν μιας στιγμής, αλλά μιας μακράς περιόδου που απέτυχε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των καιρών».
Για όλα τα παραπάνω, η απάντηση –σύμφωνα με τον ίδιο– δεν μπορεί παρά να είναι ο βαθύς μετασχηματισμός του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
«Η Ευρώπη πρέπει να καθορίσει ενιαίες προτεραιότητες και να ενεργοποιήσει την επικουρικότητα»
Την ίδια ώρα, ο Μάριο Ντράγκι παρουσίασε τη φιλοσοφία και τη μεθοδολογία πίσω από τη σύνταξη της έκθεσης για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, δίνοντας έμφαση στις ανάγκες θεσμικής σύγκλισης, στην κατάρριψη εσωτερικών φραγμών και στη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς που να μπορεί να υποστηρίξει τη χρηματοδότηση και την κλιμάκωση καινοτόμων επιχειρηματικών ιδεών. Όπως δήλωσε, «αναμφίβολα θα είμαστε σε θέση να κάνουμε αυτό που απαιτείται – αρκεί να καταλάβουμε ότι βρισκόμαστε σε συνθήκες κρίσης».
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ξεκαθάρισε πως η Ευρώπη μπορεί να προχωρήσει στις αλλαγές που χρειάζεται. Ανέφερε ότι ο Ζαν Μονέ είχε πει πως η Ευρώπη κάνει βήματα μπροστά ως αποτέλεσμα κρίσεων, και συμφώνησε με αυτή την προσέγγιση, σημειώνοντας όμως ότι το πρώτο βήμα είναι να συνειδητοποιήσει η ίδια την κατάσταση κρίσης στην οποία βρίσκεται. Μίλησε για τρεις βασικούς πυλώνες που συγκρότησαν την έκθεση: την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις υπηρεσίες της, που αποτελούν τη θεσμική βάση των τελευταίων 20 ετών, τις συνεντεύξεις δεκάδων CEOs –ιδιαίτερα νέων επιχειρηματιών και ιδρυτών επιχειρήσεων «μονόκερων»– και, τέλος, τη συμβολή οικονομολόγων και επιστημόνων, μεταξύ των οποίων και τρεις κάτοχοι βραβείου Νόμπελ.
Όπως είπε, ο ρόλος της Επιτροπής είναι καθοριστικός ως συμβουλευτικός και υποστηρικτικός βραχίονας για τα κράτη-μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τόνισε ότι για να υπάρξει πρόοδος, πρέπει να οριστούν ενιαίες απόλυτες προτεραιότητες και να κινηθούν από κοινού οι 27 χώρες. Σε περίπτωση αδυναμίας ευρύτερης σύγκλισης, υπενθύμισε την πρακτική συμμαχιών όπως στον τομέα της άμυνας, φέρνοντας ως παράδειγμα τη συνεργασία Γερμανίας, Γαλλίας, Ηνωμένου Βασιλείου και Πολωνίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, παρόμοια προσέγγιση μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλους τομείς, ενώ όποια χώρα επιθυμεί, μπορεί να ενταχθεί αργότερα.
Υπενθύμισε ότι η Ε.Ε. διαθέτει εργαλεία που επιτρέπουν τέτοιες συνεργασίες, αναφέροντας τη Συμφωνία Σένγκεν και το project του ευρώ, το οποίο εξ αρχής δεν απαίτησε τη συμμετοχή όλων των 27. Παράλληλα, τόνισε την ανάγκη για μια «έξυπνη επικουρικότητα», όπου δεν είναι απαραίτητο να επιβάλλονται κοινά ρυθμιστικά πλαίσια για κάθε ζήτημα. Σε αυτό το πλαίσιο, υπογράμμισε τον σημαντικό ρόλο όλων των φορέων, ξεκαθαρίζοντας ότι οι κανονισμοί δεν εκπονούνται μόνο από την Επιτροπή αλλά και από τα κράτη-μέλη.
Αναφέρθηκε και σε ένα ιστορικό παράδειγμα, όταν πριν 15 χρόνια η συμφωνία επί κοινών οδηγιών ήταν εξαιρετικά δύσκολη, με αποτέλεσμα να υιοθετηθεί μια πρακτική όπου η Επιτροπή δημοσίευε έναν κανονισμό ελάχιστης κοινής αποδοχής και κάθε χώρα μπορούσε να προσθέσει επιπλέον ρυθμίσεις – την πρακτική του «gold plating». Αυτό, όπως εξήγησε, οδήγησε σε διαφορετικές εφαρμογές και μεταφορές στο εθνικό δίκαιο, προκαλώντας ετερογένεια, ειδικά στον τομέα των ψηφιακών υπηρεσιών, όπου ακόμη και το ηλικιακό όριο για τη συναίνεση ποικίλλει μεταξύ κρατών.
Αναφερόμενος στις επιχειρηματικές επαφές του, μίλησε για την εμπειρία των Ευρωπαίων ιδρυτών startup που μετέφεραν τις εταιρείες τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Ρώτησα γιατί φύγατε από την Ευρώπη, και η απάντηση ήταν ότι στην Αμερική βρέθηκε κάποιος να με στηρίξει.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το χρηματοδοτικό πρόβλημα της Ευρώπης δεν είναι ποσοτικό, αλλά ποιοτικό και θεσμικό. «Καθόμαστε πάνω σε 300 δισεκατομμύρια δολάρια καταθέσεων, 500 δισεκατομμύρια παγκοσμίως. Τα χρήματα δεν λείπουν – λείπει η δυνατότητα να τα αξιοποιήσουμε παραγωγικά», τόνισε. Εξήγησε ότι η μεταφορά στις ΗΠΑ παρέχει ακριβώς αυτή τη δυνατότητα, την πρόσβαση σε κλίμακα, σε ευέλικτη χρηματοδότηση και σε ένα σταθερό θεσμικό περιβάλλον για επιχειρήσεις τεχνολογίας, φαρμάκων και άλλων καινοτόμων τομέων.
Ντράγκι: Η άμυνα ως ζήτημα κοινής λογικής – Εθνικά συστήματα χωρίς κοινή ισχύ δεν έχουν μέλλον
Ο Μάριο Ντράγκι, απαντώντας σε ερώτηση για τον ρόλο της αμυντικής ισχύος, ανέδειξε την ανάγκη για βαθιές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση προσεγγίζει την άμυνα, τη συνεργασία και την τεχνολογική στρατηγική της. Όπως σημείωσε, η περίπτωση της Γερμανίας είναι ενδεικτική μιας αλλαγής παραδείγματος: μέχρι πρόσφατα, το να εμφανιστεί ένας πολιτικός σε οτιδήποτε παρέπεμπε σε στρατιωτικό συμβολισμό σήμαινε πολιτική ζημία. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αυτό άλλαξε δραματικά. Ο Καγκελάριος Όλαφ Σολτς πέτυχε, όπως είπε, ευρεία πολιτική υποστήριξη, άλλαξε το γερμανικό Σύνταγμα και επαναπροσδιόρισε τον ρόλο της χώρας ως ηγέτιδας δύναμης στις ευρωπαϊκές αμυντικές υποχρεώσεις.
Στο σημείο αυτό, ο Ντράγκι έθεσε το γενικό πλαίσιο για την Ευρώπη της επόμενης ημέρας: «Τώρα έχουμε το ΝΑΤΟ – πρέπει να είμαστε ρεαλιστές». Ο ρεαλισμός, εξήγησε, αφορά τις αδυναμίες του ευρωπαϊκού αμυντικού συστήματος και τις βαθιές εξαρτήσεις των κρατών-μελών από αμερικανικά εξοπλιστικά προγράμματα. Όπως ανέφερε, ορισμένα κράτη βασίζονται κατά 50% σε αμερικανικά όπλα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα ποσοστά είναι ακόμη υψηλότερα.
Παρά τις πολλές συγχωνεύσεις και εξαγορές, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία παραμένει κατακερματισμένη, με έντονο εθνικό χαρακτήρα και χωρίς δυνατότητα ανταπόκρισης στις αυξημένες δαπάνες της νέας εποχής. Αυτό σημαίνει, κατά τον ίδιο, ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των αμυντικών κονδυλίων δαπανάται στο εξωτερικό, χωρίς να ενισχύεται η εσωτερική οικονομία ή να πολλαπλασιάζονται τα οφέλη. «Τα όπλα που αγοράζουμε από τις ΗΠΑ είναι πολύ πιο ακριβά απ’ ό,τι αν είχαν παραχθεί στην ΕΕ», υπογράμμισε.
Από τον ρεαλισμό, όμως, πέρασε και στην αισιοδοξία. «Πρέπει να πιστεύουμε ότι σε 6, 7, 8, 9 χρόνια μπορούμε να αναπτύξουμε παραγωγική επάρκεια εντός της ΕΕ», είπε, τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό και επιβεβλημένο. Υπενθύμισε ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση –μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο– υπάρχουν 1,7 εκατομμύρια στρατιώτες και ότι οι χώρες της αποτελούν τον τρίτο μεγαλύτερο προϋπολογισμό αμυντικών δαπανών παγκοσμίως, κάτι που, όπως παραδέχθηκε, ούτε ο ίδιος θα μπορούσε να φανταστεί πριν από τη σύνταξη της έκθεσης.
Η ανάγκη για συνεργασία, εξήγησε, δεν είναι απλώς επιλογή στρατηγική, αλλά επιταγή της κοινής λογικής. «Μόνο αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας μπορούμε να έχουμε ισχύ», υπογράμμισε. Παρά τους 1,7 εκατομμύρια στρατιώτες, η Ε.Ε. δεν διαθέτει έναν ενιαίο στρατό αλλά 27 διαφορετικούς. Η πολυτυπία και η επικάλυψη οπλικών συστημάτων, είπε, οδηγούν σε σπατάλη. Η μείωση αυτής της σπατάλης, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι επιβεβλημένη, γιατί αλλιώς οι διαθέσιμοι πόροι δεν θα επαρκούν χωρίς να αλλάξει το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Και αν αυτό αλλάξει, τότε –όπως προειδοποίησε– θα χαθεί και η συναίνεση της κοινής γνώμης.
Εισήγαγε τέλος και έναν τρίτο, εξίσου κρίσιμο λόγο υπέρ της συνεργασίας: την τεχνητή νοημοσύνη. Όπως ανέφερε, η άμυνα του μέλλοντος θα βασίζεται όλο και περισσότερο στην τεχνητή νοημοσύνη, η οποία απαιτεί τεράστιας κλίμακας ψηφιακές υποδομές, cloud computing, κυβερνοασφάλεια και συστήματα επικοινωνίας. «Αυτά δεν μπορούν να αναπτυχθούν σε επίπεδο κράτους-μέλους. Απαιτούν πολύ μεγαλύτερη κλίμακα», είπε, προσθέτοντας πως σε αυτό το τεχνολογικό πεδίο, η εθνική διάσταση δεν έχει πια νόημα.
Κατέληξε ότι υπάρχουν «τρεις καλοί λόγοι που επιβάλλουν τη συνεργασία» – η ισχύς, η αποτελεσματικότητα και η τεχνολογική ενοποίηση – και ότι η κοινή λογική δείχνει καθαρά την κατεύθυνση. Όπως είπε κλείνοντας: «Εγώ το πιστεύω».
Το παράθυρο ευκαιριών
Σύμφωνα με τον Ευάγγελο Μυτιληναίο, μέσα σε όλη αυτή την κρίση υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας για την Ευρώπη σήμερα είναι η δυνατότητα να ενοποιήσει την αμυντική της βιομηχανία, δημιουργώντας μεγαλύτερες και ισχυρότερες οντότητες – κατά τα πρότυπα των Ηνωμένων Πολιτειών. Όπως εξήγησε, αυτή είναι μια «μοναδική ευκαιρία» για την Ένωση να προχωρήσει σε συγχωνεύσεις και στρατηγικές συνέργειες στον χώρο της άμυνας, ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω αποδυνάμωση και να ενισχυθεί η συνοχή του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Για να γίνει αυτό πράξη, τόνισε ότι απαιτούνται ισχυρά κίνητρα που να ενθαρρύνουν ή ακόμα και να αναγκάζουν τις μεγάλες ευρωπαϊκές αμυντικές εταιρείες να συνεργαστούν με μικρότερες, να δώσουν έργο μέσω υπεργολαβιών σε μικρότερες χώρες και να αποφευχθεί η συγκέντρωση όλης της παραγωγής σε τρεις ή τέσσερις χώρες. Αν δεν υπάρξει αυτή η πολιτική εξισορρόπησης, είπε, δεν θα υπάρξει μέλλον και το τίμημα θα είναι η απώλεια της κοινωνικής συναίνεσης, καθώς οι πολίτες δεν θα αποδεχτούν επενδύσεις σε εξοπλιστικά προγράμματα αν αυτές συνοδεύονται από περικοπές στην υγεία ή την παιδεία.
Βρυξέλλες και Λονδίνο μπορεί να έχουν διαλέξει διαφορετικούς δρόμους, ωστόσο το μέλλον της Ευρώπης περνά – ξανά – μέσα από τη συνεργασία τους. Ο Μάριο Ντράγκι και ο Ευάγγελος Μυτιληναίος συνέκλιναν στην ανάγκη για στρατηγικές συμπράξεις στον τομέα της άμυνας και της βιομηχανικής πολιτικής, με σαφείς αναφορές στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και στον ρόλο των ευρωπαϊκών βιομηχανιών στην «επιστροφή της ισχύος».
Όπως είπε ο κ. Ντράγκι υπάρχουν χώρες που «κατάλαβαν ποιος είναι ο εχθρός και κινήθηκαν γρήγορα να οργανωθούν και να δώσουν απάντηση στο πρόβλημα». Αυτό ακριβώς θεωρεί κρίσιμο και για την Ευρώπη – και εκτίμησε ότι στο μέλλον θα χρειαστεί να έχει ξανά μαζί της το Ηνωμένο Βασίλειο, είτε ως κράτος-μέλος είτε ως στρατηγικό εταίρο. «Το Brexit ήταν μια μεγάλη απώλεια για αμφότερες τις πλευρές», τόνισε, προσθέτοντας ότι κάθε πρωτοβουλία για την αποκατάσταση της σχέσης θα είναι ευπρόσδεκτη.
Στο ίδιο πνεύμα, ο πρόεδρος της Metlen Energy & Metals και πρόεδρος της Eurometaux, δήλωσε ότι η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου έχει αφήσει ένα πραγματικό κενό στην ευρωπαϊκή οικογένεια, ιδίως στον τομέα της άμυνας. Όπως ανέφερε, «ήταν πάντα ηγέτιδα δύναμη στην άμυνα» και εξέφρασε την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα επιστρέψει στην ΕΕ.
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι «σε τέτοιες περιπτώσεις καταλαβαίνεις πόσο το Ηνωμένο Βασίλειο λείπει», φέρνοντας ως παράδειγμα και την πρόσφατη πρωτοβουλία της Metlen να εισαχθεί στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. Ο Μυτιληναίος επανήλθε στις συγκρούσεις του παρελθόντος ανάμεσα στη βιομηχανία και την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, ανασύροντας ένα περιστατικό από τις Βρυξέλλες. Εκεί, σε συνάντηση με επίτροπο Περιβάλλοντος, του είχε επισημάνει ότι αν εφαρμοζόταν το 10% όσων υποστήριζε η Κομισιόν για την πράσινη μετάβαση, «θα έπρεπε όλοι να κλείσουμε τα εργοστάσιά μας». Η απάντηση που έλαβε, όπως κατήγγειλε, ήταν ότι ακριβώς αυτό επιδίωκε η ΕΕ: να φύγει η βαριά βιομηχανία από την Ευρώπη.
Δέκα χρόνια μετά, όπως είπε χαρακτηριστικά, η ήπειρος πληρώνει το τίμημα. «Ως πρόεδρος της Eurometaux μπορώ να σας πω ότι τα μισά εργοστάσια της μεταλλουργίας έχουν ήδη κλείσει», δήλωσε, προειδοποιώντας ότι τώρα τίθεται το ερώτημα πώς θα στηριχθεί η ευρωπαϊκή αμυντική ικανότητα χωρίς παραγωγή μετάλλων – «με εισαγωγές από την Κίνα;» διερωτήθηκε. Όπως υπογράμμισε, το στοίχημα δεν είναι μόνο αν θα απανθρακοποιήσουμε, αλλά και το πώς και με ποιο ρυθμό. «Ο πλανήτης κινδυνεύει, αλλά πρέπει να υπάρχει σχέδιο – και κάναμε μεγάλα λάθη. Τώρα πληρώνουμε τον λογαριασμό, ας ελπίσουμε ότι τουλάχιστον μάθαμε».
Διαβάστε ακόμη