Η διεθνής ενεργειακή σκηνή βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Από τη μία, χώρες και οργανισμοί προχωρούν δυναμικά στην ανάπτυξη διασυνοριακών έργων που στοχεύουν στη διασύνδεση των ενεργειακών τους δικτύων, βλέποντας την ενίσχυση του εμπορίου ηλεκτρικής ενέργειας ως ευκαιρία για οικονομική ευημερία και βιώσιμη ανάπτυξη. Από την άλλη, ωστόσο, υπάρχουν πολλές χώρες που παραμένουν επιφυλακτικές και δυσκολεύονται να «αγκαλιάσουν» αυτή την τάση, κυρίως λόγω γεωπολιτικών ανησυχιών και φόβων για την εξάρτηση από γείτονες ή πιθανούς εξωτερικούς εκβιασμούς.

Χώρες όπως η Σιγκαπούρη, η οποία δεν διαθέτει χώρο για υποδομές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στοχεύουν να εισάγουν καθαρή ηλεκτρική ενέργεια μέσω υποθαλάσσιων καλωδίων από γείτονες όπως η Καμπότζη, η Ινδονησία, το Βιετνάμ, ακόμη και μέχρι την Αυστραλία. Μάλιστα, μέχρι το 2035, η Σιγκαπούρη σχεδιάζει να εισάγει το ένα τρίτο της ηλεκτρικής της ενέργειας. Ομοίως, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Βρετανία και τμήματα της Αφρικής, της Νότιας Ασίας και της Νότιας Αμερικής εργάζονται επίσης για την ενίσχυση του εμπορίου ηλεκτρικής ενέργειας, με την ΕΕ να επιθυμεί όλα τα μέλη της να είναι σε θέση να εισάγουν ή να εξάγουν ηλεκτρική ενέργεια ισοδύναμη με τουλάχιστον το 15% της εγχώριας παραγωγής τους έως το 2030. Ωστόσο, σε διεθνές επίπεδο, το εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας παραμένει περιορισμένο, με μόνο το 2,8% της ηλεκτρικής ενέργειας να διακινείται παγκοσμίως το 2023, σύμφωνα με τον Economist.

Η λογική πίσω από το εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας είναι σαφής: μειώνει το κόστος, υποστηρίζει την απαλλαγή από τις εκπομπές CO2 και βελτιστοποιεί τους πόρους. Οι χώρες που εμπορεύονται ηλεκτρική ενέργεια μπορούν να αποφύγουν την κατασκευή πλεονάζουσας εφεδρικής δυναμικότητας σε περιόδους αιχμής της ζήτησης. Για παράδειγμα, η Βρετανία και η Γαλλία εμπορεύονται ηλεκτρική ενέργεια με βάση τα διαφορετικά καθημερινά πρότυπα κατανάλωσης ενέργειας, ενώ οι ρυθμιστικές αρχές της ΕΕ υπολόγισαν τα οφέλη από την ενοποίηση των δικτύων τους σε 34 δισ. ευρώ (35,5 δισ. δολάρια) ετησίως το 2021. Επιπλέον, η διασυνοριακή εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας αμβλύνει τις προκλήσεις που συνδέονται με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια, που βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η στοχαστικότητά τους. Εξάγοντας πλεονάζουσα ενέργεια ή εισάγοντας κατά τη διάρκεια ελλείψεων, οι χώρες μπορούν να βελτιώσουν την αποδοτικότητα και να μειώσουν τη σπατάλη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, μέχρι στιγμής, όπου εφαρμόζεται, η εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας είναι σε μεγάλο βαθμό επιτυχής. Η διασύνδεση της Βρετανίας με τη Γαλλία, για παράδειγμα, που λειτουργεί εδώ και σχεδόν 40 χρόνια, λειτούργησε με ελάχιστες διακοπές, ακόμη και κατά τη διάρκεια του Brexit, με τη Βρετανία να έχει έκτοτε επεκτείνει το δίκτυό της, συνδέοντας το με έξι άλλες χώρες, ενώ σχεδιάζει να διπλασιάσει σχεδόν την ικανότητα διασύνδεσής της έως το 2032. Λογική εξέλιξη εάν αναλογιστεί κανείς ότι μόνο οι συνδέσεις αυτές έχουν εξοικονομήσει στους Βρετανούς καταναλωτές 20 δισεκατομμύρια λίρες, ενώ έργα, όπως η διασύνδεση με το Βέλγιο, έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά κερδοφόρα για τους επενδυτές.

Οι τεχνολογικές εξελίξεις καθιστούν το εμπόριο δυνατό

Παλαιότερα, το εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας παρεμποδιζόταν από τεχνικές ανεπάρκειες, καθώς η μεταφορά σε μεγάλες αποστάσεις οδηγούσε σε σημαντικές απώλειες ισχύος. Ωστόσο, οι εξελίξεις στην τεχνολογία συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσης (HVDC) έχουν καταστήσει τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλες αποστάσεις πιο εφικτή. Για παράδειγμα, η Κίνα και η Βραζιλία έχουν υλοποιήσει με επιτυχία έργα μήκους χιλιάδων χιλιομέτρων, αποδεικνύοντας τη βιωσιμότητα των καλωδίων HVDC.

Γεωπολιτικές προκλήσεις

Παρά τις εξελίξεις στην τεχνολογία και τη συνεργασία για τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας, η γεωπολιτική παραμένει ένα σοβαρό εμπόδιο. Οι χώρες διστάζουν να εξαρτώνται υπερβολικά από γειτονικά κράτη για έναν τόσο κρίσιμο πόρο, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να βρεθούν ευάλωτες σε πιθανούς εκβιασμούς ή δολιοφθορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, η οποία αποκάλυψε τα τρωτά σημεία της όταν ο εφοδιασμός διακόπηκε κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης στην Ουκρανία.

Οι ανησυχίες αυτές ενισχύονται από πρόσφατα περιστατικά, όπως η βλάβη υποθαλάσσιου καλωδίου στη Βαλτική Θάλασσα την Κυριακή, η οποία εγείρει νέες υποψίες για δολιοφθορά. Το συγκεκριμένο καλώδιο, που συνδέει τη Λετονία με τη Σουηδία, πιθανότατα υπήρξε στόχος «εξωτερικής παρέμβασης», σύμφωνα με τη Daily Mail. Το πολεμικό ναυτικό της Λετονίας έχει εντοπίσει ένα ύποπτο σκάφος, ενώ άλλα δύο πλοία που βρίσκονταν στην περιοχή βρίσκονται υπό διερεύνηση. Το περιστατικό αυτό έρχεται λίγο καιρό μετά τη βλάβη που σημειώθηκε σε υποθαλάσσιο καλώδιο ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ Φινλανδίας και Εσθονίας κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων. Και εκεί υπήρχαν υποψίες για δολιοφθορά, ενώ ένα ρωσικό πλοίο του «σκιώδους» στόλου της Ρωσίας κρατήθηκε για έρευνα. Ως απάντηση, το ΝΑΤΟ αποφάσισε να αναπτύξει δυνάμεις στη Βαλτική Θάλασσα για την προστασία κρίσιμων υποδομών, επιδεικνύοντας την αυξανόμενη σημασία της ασφάλειας των δικτύων ενέργειας.

Επιπλέον, οι πολίτες συχνά αντιστέκονται στις εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, είτε επειδή θεωρούν ότι χάνουν έναν πολύτιμο πόρο είτε επειδή φοβούνται την εκμετάλλευση από το εξωτερικό. Η Μαλαισία, για παράδειγμα, απαγόρευσε τις εξαγωγές ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές το 2021, αν και αντέστρεψε την απόφαση το 2023. Στον αντίποδα χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος επιδιώκουν τώρα ακόμη πιο φιλόδοξα έργα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης-Κύπρου-Ισραήλ, Great Sea Interconnector, που στοχεύει στην ενσωμάτωση της Κύπρου -του τελευταίου μη διασυνδεδεμένου κράτους μέλους της ΕΕ- στο ευρωπαϊκό σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Διαβάστε ακόμη