Σημαντικές επενδύσεις, που ξεπερνούν τα 10 δισ. ευρώ ετησίως, θα πρέπει να υλοποιηθούν τα επόμενα χρόνια για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων στη χώρα μας. Για την επιτυχή εφαρμογή αυτών των στόχων θα χρειαστεί ένα πλέγμα ισχυρών οικονομικών κινήτρων, με επίκεντρο τα παλαιότερα ακίνητα και τα ευάλωτα νοικοκυριά.

Όπως αναφέρει στο energygame.gr ο πολιτικός μηχανικός Δημήτρης Αθανασίου από το Institute for European Energy and Climate Policy, τον Δεκέμβριο του 2023, μετά από μια μακρά περίοδο διαπραγματεύσεων που ξεκίνησε το 2021 με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι Ευρωπαίοι νομοθέτες συμφώνησαν τελικά για το μέλλον του κτιριακού τομέα στην ΕΕ, αναθεωρώντας την Ευρωπαϊκή Οδηγία για την Ενεργειακή Απόδοση των Κτιρίων. Η συμφωνία αυτή, η οποία σύντομα θα δημοσιευθεί επίσημα στην εφημερίδα της ΕΕ, πρέπει να εναρμονιστεί μέσα στα επόμενα χρόνια από όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας.

Ουσιαστικά με τη νέα Οδηγία η ΕE προσπαθεί να πιάσει τους στόχους της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, η οποία θέλει την Ευρώπη να είναι η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050, λέει ο κ. Αθανασίου, ο οποίος υπήρξε επί σειρά ετών στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Tα κτίρια βρίσκονται στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας στην ΕΕ, καθώς ευθύνονται για το 40% περίπου της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης στην ΕΕ και για το 36% των ενεργειακών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Προκειμένου να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι της ΕΕ, οι άμεσες εκπομπές από τα κτίρια θα πρέπει να μειωθούν έως και κατά 90% έως το 2040. Όπως αναφέρει ο κ. Αθανασίου, είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια, λόγω ενός ολοένα και αυστηρότερου νομοθετικού πλαισίου για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και των προϊόντων, τα νέα κτίρια είναι σήμερα πολύ πιο αποδοτικά. Ωστόσο, τα υπάρχοντα κτίρια είναι πολύ παλιά και ενεργοβόρα και τα περισσότερα από αυτά θα υφίστανται έως το 2050. Σχεδόν το 75% του υφιστάμενου κτιριακού δυναμικού στην ΕΕ είναι ενεργοβόρο, ενώ τα ποσοστά ανακαίνισης ανέρχονται μόλις στο 1%.

Ελάχιστα πρότυπα ενεργειακής απόδοσης

Η ανακαίνιση των υπαρχόντων κτιρίων αποτελεί το κέντρο της νέας Οδηγίας, καθώς προσπαθεί να επιβάλλει ελάχιστα πρότυπα ενεργειακής απόδοσης και συγκεκριμένες ποσοστώσεις ανακαινίσεων, αρχής γενομένης από τα πιο ενεργοβόρα.

Ουσιαστικά, όπως αναφέρει ο κ. Αθανασίου, κάθε χώρα πρέπει να υιοθετήσει το δικό της εθνικό σχέδιο για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας των κατοικιών κατά 16% έως το 2030 και κατά 20-22% έως το 2035, μέσω ανακαινίσεων κτιρίων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (για παράδειγμα με βάση την ενεργειακή κλάση, το έτος κατασκευής, το είδος θέρμανσης, το χαρακτηριστικά του κελύφους, δηλαδή της θερμομόνωσης, των κουφωμάτων κ.ά.).

Αντίστοιχα για τα κτίρια του τριτογενούς τομέα (γραφεία, εστιατόρια, ξενοδοχεία, σχολεία, νοσοκομεία κ.α.) προβλέπεται η σταδιακή συμμόρφωση τους με ελάχιστες απαιτήσεις, όπως για παράδειγμα συγκεκριμένη ενεργειακή κατηγορία ή όρια κατανάλωσης που θα καθοριστούν με βάση το υφιστάμενο κτιριακό απόθεμα), ώστε τα κτίρια αυτά να γίνονται σταδιακά καλύτερα.

«Οι λεπτομέρειες εφαρμογής τη συγκεκριμένης υποχρέωσης σε κάθε χώρα είναι ακόμα ασαφής, δηλαδή δεν γνωρίζουμε ακόμα ποιες θα είναι ακριβώς οι ελάχιστες απαιτήσεις, τα χρονοδιαγράμματα εφαρμογής, τις ενδεχόμενες εξαιρέσεις, το μηχανισμό ελέγχου κλπ. Ωστόσο, είναι σίγουρο ότι με τη συγκεκριμένη διάταξη αρκετοί ιδιοκτήτες θα αναγκαστούν να ανακαινίσουν τα ακίνητά τους» σημειώνει ο κ. Αθανασίου.

Ισχυρά κίνητρα

«Από τη μία πλευρά, η υποχρέωση αυτή είναι σωστή, καθώς πρέπει όλοι να αντιληφθούμε ότι η εξασφάλιση ελαχίστων συνθηκών ενεργειακής διαβίωσης δεν είναι πολυτέλεια, αλλά υποχρέωση του κάθε ιδιοκτήτη. Δεν είναι δυνατό να υπάρχουν ακίνητα στην αγορά χωρίς επαρκή ή καθόλου θερμομόνωση ή ακόμα και χωρίς θέρμανση. Η ενεργειακή απόδοση ενός κτιρίου έχει άμεση σχέση με την υγεία μας, τα έξοδα και την παραγωγικότητας μας γενικότερα», επισημαίνει και προσθέτει:

«Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης σημαντικό η πολιτεία και οι αρμόδιες αρχές να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν το εν λόγω μέτρο με ιδιαίτερη προσοχή, ειδικά στη χώρα μας η οποία έχει υψηλό ποσοστό ιδιοκτησίας ακινήτων, παλαιό κτιριακό απόθεμα και αρκετά ευάλωτα χαμηλόμισθα νοικοκυριά. Απαιτείται επαρκής χρόνος εφαρμογής, ισχυρός μηχανισμός ελέγχου, αλλά και ισχυρά χρηματοδοτικά ή δημοσιονομικά κίνητρα. Ενδεχομένως τα επόμενα προγράμματα ανακαίνισης να στοχεύουν τα εν λόγω κτίρια σε συνδυασμό με οικονομικά κριτήρια. Οι φοροαπαλλαγές των μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας, καθώς και ευέλικτα χαμηλότοκα δάνεια θα ήταν επίσης σημαντικά εργαλεία.

Εκτός από τα ελάχιστά πρότυπα ενεργειακής απόδοσης για τα υφιστάμενα κτίρια, η νέα Οδηγία προβλέπει επίσης:

  • Τη σταδιακή κατάργηση των λεβήτων που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα. Οι επιδοτήσεις για την εγκατάσταση αυτόνομων λεβήτων που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα δεν θα επιτρέπονται από την 1η Ιανουαρίου 2025.
  • Από το 2030 όλα τα νέα κτίρια θα πρέπει να έχουν μηδενικές εκπομπές από ορυκτά καύσιμα (για τα δημόσια κτίρια, η υποχρέωση θα ξεκινήσει το 2028).
  • Κοινές κατηγορίες για τα Πιστοποιητικά Ενεργειακής Απόδοσης σε όλα τα κράτη μέλη.
  • Καθιερώνει τα διαβατήρια ανακαίνισης κτιρίων και προωθεί τη λειτουργία one-stop shops για ανακαινίσεις.
  • Προωθεί την ηλιακή ενέργεια απαιτώντας τα κτίρια σταδιακά να εγκαταστήσουν ηλιακά πάνελ ή φωτοβολταϊκά συστήματα ανάλογα με τις εκάστοτε δυνατότητες.
  • Ενισχύει επίσης τη χρήση των έξυπνων τεχνολογιών στα κτίρια, καθώς και τις υποδομές επαναφόρτισης της ηλεκτροκίνησης.

Εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στη χρηματοδότηση

Σχετικά με τη χρηματοδότηση, ο κ. Αθανασίου υπενθυμίζει ότι σημαντικοί πόροι από τον προϋπολογισμό της ΕΕ θα διατεθούν στη διάθεση των κρατών μελών για την ενεργειακή απόδοση και ιδίως για την ανακαίνιση κτιρίων. Περίπου 70 δισ. ευρώ στα εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας προορίζονται για την κατασκευή, και κυρίως για την ανακαίνιση κτιρίων.

«Θα πρέπει, ωστόσο να σημειωθεί ότι οι δημόσιοι πόροι και οι επιχορηγήσεις από μόνες τους δεν επαρκούν για τη χρηματοδότηση των μέτρων ενεργειακής απόδοσης, συνεπώς πρέπει να εμπλακεί αναγκαστικά και ο ιδιωτικός τομέας. Η νέα Οδηγία καθιστά σαφές ότι τα χρηματοδοτικά μέτρα θα πρέπει να απευθύνονται πρωτίστως σε ευάλωτες ομάδες και να αφορούν στα κτίρια με τις χειρότερες επιδόσεις, όπου κατοικεί μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών με ενεργειακή φτώχεια» συμπληρώνει ο κ. Αθανασίου.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη χώρα μας, ο κ. Αθανασίου εκτιμά αυτό το νέο πλαίσιο πολιτικής αποτελεί μεγάλη ευκαιρία για την αξιοποίηση του τεράστιου ανεκμετάλλευτου δυναμικού εξοικονόμησης ενέργειας και του ευρύτερου οφέλους για την κοινωνία, τις επιχειρήσεις και την οικονομία. Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά υπάρχουν περιθώρια για σημαντικές βελτιώσεις, υπογραμμίζει ο κ. Αθανασίου.

Στο πλαίσιο της εθνικής μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την ανακαίνιση του κτιριακού τομέα, η Ελλάδα παρουσίασε ένα ολοκληρωμένο σύνολο οροσήμων για το 2030, το 2040 και το 2050, που προβλέπει την ανακαίνιση του 12-15% του κτιριακού αποθέματος κατά την επόμενη δεκαετία μέσω στοχευμένων μέτρων πολιτικής. Συνολικά, λέει ο κ. Αθανασίου, «η ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος αναμένεται να αυξήσει την προστιθέμενη αξία κατά 8 εκατ. ευρώ και να δημιουργήσει ή να διατηρήσει πάνω από 22.000 νέες θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Ωστόσο, έως το 2030 θα χρειαστούν περίπου 10 δισ. ευρώ ετησίως και έως το 2050 έως 20 δισ. ευρώ ετησίως».

«Όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις έχουν σίγουρα μεταμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο οικοδομούμε στη χώρα μας, αλλά σίγουρα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης και κυρίως μεγάλο δυναμικό εξοικονόμησης ενέργειας», καταλήγει ο κ. Αθανασίου.