Η παγκόσμια υπερπαραγωγική ικανότητα στον τομέα του χάλυβα αυξάνεται συνεχώς, την ώρα που ολοένα και περισσότερες τρίτες χώρες κλείνουν τις αγορές τους στις εισαγωγές, συχνά επιβάλλοντας δασμούς. Το φαινόμενο αυτό εντείνει τον κίνδυνο εκτροπής του εμπορίου προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, πλήττοντας τη βιωσιμότητα της ευρωπαϊκής χαλυβουργίας. Καθώς τα υφιστάμενα μέτρα προστασίας λήγουν στις 30 Ιουνίου 2026, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε νέα πρόταση για την ενίσχυση της ασπίδας προστασίας του κλάδου.

Η πρόταση προβλέπει τρεις βασικούς άξονες:

  1. Περιορισμό των εισαγωγών χωρίς δασμούς σε 18,3 εκατομμύρια τόνους ετησίως, ποσότητα μειωμένη κατά 47% σε σχέση με τα όρια ποσοστώσεων του 2024.

  2. Διπλασιασμό του συντελεστή δασμού στο 50% για εισαγωγές που υπερβαίνουν την καθορισμένη ποσόστωση.

  3. Ενίσχυση της ιχνηλασιμότητας στην αγορά χάλυβα μέσω της εισαγωγής της απαίτησης “Melt and Pour”, η οποία θα διασφαλίζει ότι ο χάλυβας έχει παραχθεί και χυτευθεί στη δηλωμένη χώρα, αποτρέποντας έτσι την καταστρατήγηση των κανόνων μέσω επανεξαγωγών ή μεταποίησης σε τρίτες χώρες.

Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι εξαγωγές από τη Νορβηγία, την Ισλανδία και το Λιχτενστάιν δεν θα υπόκεινται σε δασμούς ή ποσοστώσεις, ενώ η ιδιαίτερη κατάσταση της Ουκρανίας θα ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό των επιμέρους κατανομών ποσοστώσεων. Το επόμενο βήμα θα είναι η εξέταση της πρότασης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ώστε να επιτευχθεί συμφωνία για τον τελικό κανονισμό.

Στρατηγικής σημασίας τομέας για την ΕΕ η βιομηχανία χάλυβα

Η βιομηχανία χάλυβα αποτελεί στρατηγικής σημασίας τομέα για την ΕΕ, καθώς στηρίζει κρίσιμους κλάδους όπως την ενέργεια, τις μεταφορές, τις υποδομές και την άμυνα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός χάλυβα παγκοσμίως, με μονάδες παραγωγής σε περισσότερα από είκοσι κράτη μέλη. Ωστόσο, ο κλάδος αντιμετωπίζει αυξανόμενες πιέσεις λόγω της υπερπαραγωγής σε διεθνές επίπεδο, η οποία πλέον υπερβαίνει κατά πέντε φορές την ετήσια κατανάλωση χάλυβα στην ΕΕ (620 εκατομμύρια τόνοι σήμερα, με πρόβλεψη να φτάσουν τους 721 εκατομμύρια τόνους έως το 2027).

Η υπερπροσφορά, σε συνδυασμό με το κλείσιμο των αγορών τρίτων χωρών, επιτείνει τις εσωτερικές δυσκολίες του ευρωπαϊκού τομέα. Αυτές περιλαμβάνουν το υψηλό ενεργειακό και παραγωγικό κόστος, καθώς και τη μείωση της εγχώριας ζήτησης. Οι συνθήκες αυτές μειώνουν δραματικά την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής χαλυβουργίας, περιορίζουν την ικανότητά της να επενδύει στην απαραίτητη απανθρακοποίηση και θέτουν υπό αμφισβήτηση τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της.

Από το 2007, η ΕΕ είναι η μόνη μεγάλη περιοχή που έχει χάσει περίπου 65 εκατομμύρια τόνους παραγωγικής ικανότητας στον τομέα του χάλυβα. Το 2024, το ποσοστό χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυναμικότητας διαμορφώθηκε μόλις στο 67%, όταν το «υγιές» επίπεδο θεωρείται γύρω στο 80%. Επιπλέον, εκτιμάται ότι από το 2007 έχουν χαθεί μεταξύ 9.000 και 100.000 θέσεων εργασίας, ενώ το 2024 καταγράφηκαν ιστορικά υψηλές οικονομικές απώλειες για τον κλάδο.

Αντιμέτωπη με αυτή την κρίσιμη κατάσταση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε ήδη ανακοινώσει από τον Μάρτιο του 2025 την πρόθεσή της να προετοιμάσει ένα νέο πλαίσιο μέτρων για τον χάλυβα, στο πλαίσιο του σχεδίου Steel and Metals Action Plan (SMAP). Στόχος του σχεδίου είναι η προστασία των ευρωπαϊκών παραγωγών από αθέμιτο ανταγωνισμό, η διατήρηση θέσεων εργασίας και η στήριξη της πράσινης μετάβασης του κλάδου.

Η νέα αυτή πρόταση έρχεται να αποτελέσει κρίσιμη παρέμβαση ώστε να διασφαλιστεί ότι η ευρωπαϊκή χαλυβουργία θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις παγκόσμιες προκλήσεις και να παραμείνει ανταγωνιστική, βιώσιμη και στρατηγικά ανεξάρτητη.

Διαβάστε ακόμη