Η γεωστρατηγική σημασία του μικρού Λάος – μιας χώρας με πληθυσμό περίπου 7,5 εκατομμύρια, λιγότερους από μια μέση κινεζική πόλη – αυξάνεται ραγδαία για την Κίνα, καθώς αναζητά νέες πηγές σπάνιων γαιών. Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη εξακολουθεί να μην έχει χαράξει ξεκάθαρη στρατηγική για την εξασφάλιση των κρίσιμων αυτών πρώτων υλών, απαραίτητων για την παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων.

Η γεωστρατηγική αξία του Λάος δεν έγκειται μόνο στον ρόλο του ως υλικοτεχνικός κόμβος προς την Ταϊλάνδη, αλλά κυρίως στο πλαίσιο του ευρύτερου ανταγωνισμού για τις κρίσιμες πρώτες ύλες στη Νοτιοανατολική Ασία. Για τη χώρα, αυτή η εξέλιξη είναι ταυτόχρονα ευκαιρία και παγίδα – ένα δίλημμα που αναδεικνύεται ολοένα και πιο έντονα.

Στο πλαίσιο της κινεζικής πρωτοβουλίας «Ζώνη και Δρόμος», η σιδηροδρομική γραμμή Κίνας–Λάος, που χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από το Πεκίνο, λειτουργεί ως «Νέος Δρόμος του Μεταξιού», συνδέοντας χερσαίους και θαλάσσιους διαδρόμους εμπορίου. Ωστόσο, δεν πρόκειται μόνο για έργο υποδομής ή αναπτυξιακή βοήθεια: πίσω από την επένδυση κρύβονται βαθύτερα στρατηγικά συμφέροντα.

Κάτω από την επιφάνεια της ηπειρωτικής χώρας κρύβονται κοιτάσματα περιζήτητων πρώτων υλών, όπως δυσπρόσιο και τερβίο – απαραίτητα για ηλεκτροκινητήρες, ανεμογεννήτριες και αμυντικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των πυραύλων. Μέχρι σήμερα, η Κίνα εισάγει πάνω από το ήμισυ αυτών των μετάλλων από τη γειτονική Μιανμάρ, όπου όμως ο παρατεταμένος εμφύλιος και η αστάθεια του στρατιωτικού καθεστώτος έχουν καταστήσει την εφοδιαστική αλυσίδα επισφαλή. Έτσι, το Πεκίνο στρέφει πλέον το βλέμμα του στο Λάος: μικρό, αδύναμο οικονομικά, αλλά πλούσιο σε στρατηγικές πρώτες ύλες.

Απομονωμένα κοιτάσματα και κινεζικές επενδύσεις

Η πρόσβαση στα κοιτάσματα δεν είναι εύκολη. Η διαδρομή από το Λουάνγκ Πραμπάνγκ προς τις πλούσιες σε ορυκτά βόρειες επαρχίες περνά μέσα από ζούγκλες, ποτάμια και κακοτράχαλα μονοπάτια. Μετά από τροπικές βροχές, οι δρόμοι μετατρέπονται σε λάσπη, ενώ τοξικά νέφη ντίζελ καλύπτουν τα χωριά που διασχίζουν τα φορτηγά.

Σύμφωνα με κινεζική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Bulletin of Geological Science and Technology, οι επαρχίες Xieng Khouang και Houaphanh διαθέτουν κοιτάσματα έως και 600.000 τόνων σπάνιων γαιών. Οι περιοχές αυτές, ωστόσο, είναι απομονωμένες και φιλοξενούν πληθώρα εθνοτικών κοινοτήτων, με σχεδόν μηδενικές υποδομές.

Παρότι το κόστος εκμετάλλευσης παραμένει υψηλό, η στενότερη συνεργασία Πεκίνου–Βιεντιάν φαίνεται να ξεκλειδώνει την αξιοποίησή τους. Σύμφωνα με το Merics, think tank με έδρα το Βερολίνο, άνω των 18 δισ. δολαρίων έχουν εισρεύσει από την Κίνα στο Λάος, με μόνο το 2024 το διμερές εμπόριο να αυξάνεται κατά 16%, αγγίζοντας τα 8,23 δισ. δολάρια.

Η επιρροή της Κίνας γίνεται αισθητή και στην καθημερινότητα. Η σιδηροδρομική γραμμή μεταφέρει καθημερινά Κινέζους τουρίστες σε προορισμούς όπως το Βανγκ Βιενγκ και η πρώην βασιλική πρωτεύουσα Λουάνγκ Πραμπάνγκ. Εκεί, σε καφέ στον ποταμό Μεκόνγκ, οι τουρίστες απολαμβάνουν τη θέα ενώ ξεναγοί κρατούν σημαίες με μεγάφωνα. Ακόμα και η κινεζική αλυσίδα Miniso έχει αποκτήσει παρουσία στην πόλη.

Στρατηγική διαφοροποίηση, αλλά όχι υποκατάσταση

Παρότι οι ποσότητες σπάνιων γαιών στο Λάος δεν αρκούν για να αντικαταστήσουν πλήρως τη Μιανμάρ, συμβάλλουν σημαντικά στη διαφοροποίηση των προμηθευτών της Κίνας. Η Adamas Intelligence εκτιμά αύξηση των εισαγωγών σπάνιων γαιών από το Λάος κατά 50% το 2025.

Το Πεκίνο επενδύει όχι μόνο στην εξόρυξη αλλά και στην ενεργοποίηση των κατάλληλων υποδομών: σιδηροδρομικά δίκτυα, ενεργειακά έργα, χημική επεξεργασία και logistics – όλα συντονισμένα κεντρικά. Ήδη λειτουργούν κινεζικά υδροηλεκτρικά εργοστάσια στον Μεκόνγκ, ενώ το 40% των 900 κινεζικών έργων από τη δεκαετία του 1990 αφορά τον μεταλλευτικό τομέα.

Το 2024, η κινεζική Chijin Xiawu απέκτησε το 90% μιας εταιρείας σπάνιων γαιών του Λάος, ενώ άλλες κινεζικές εταιρείες, όπως η Xiamen Tungsten και η Chifeng Jilong, συνεργάζονται για την εξερεύνηση νέων κοιτασμάτων. Παράλληλα, υπεγράφη συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης του Λάος και της επαρχίας Χενάν για κοινή χαρτογράφηση των πόρων.

Το αναπτυξιακό σχέδιο και τα ρίσκα

Η αξιοποίηση των σπάνιων γαιών έχει πλέον ενταχθεί στο εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο του Λάος. Το 2024, επενδύσεις 2,5 δισ. δολαρίων διοχετεύθηκαν στον εξορυκτικό τομέα, με στόχο όχι μόνο την εξόρυξη αλλά και τη μελλοντική επεξεργασία στο εσωτερικό της χώρας. Ωστόσο, προκύπτουν και σοβαροί περιβαλλοντικοί κίνδυνοι. Στην επαρχία Houaphanh, ένα κοινό ορυχείο Κίνας–Λάος προκάλεσε μόλυνση υδάτων λόγω διαρροής, με αποτέλεσμα την προσωρινή παύση του έργου.

Παρόμοια περιστατικά καταγράφονται και στη Μιανμάρ, αλλά το Λάος συνεχίζει την προώθηση του μεταλλευτικού του σχεδίου. Η πρωθυπουργός Sonexay Siphandone έχει θέσει ως στόχο την αύξηση της συμμετοχής του κλάδου στο 25% του ΑΕΠ, από 12–15% σήμερα.

Ευκαιρία για τη Δύση ή ρίσκο για νέα εξάρτηση

Η αυξανόμενη κινεζική εμπλοκή αφήνει περιθώρια για παρέμβαση της Δύσης. «Είναι ευκαιρία για τις δυτικές εταιρείες να προσφέρουν υψηλότερα περιβαλλοντικά πρότυπα», σχολιάζει η αναλύτρια Altynay Junusova. Ήδη καναδικές εταιρείες ανταγωνίζονται κινεζικούς ομίλους για μερίδια, ενώ Παγκόσμια Τράπεζα και Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων συμβάλλουν στη βελτίωση οδικών υποδομών.

Ωστόσο, η κινεζική κυριαρχία παραμένει καθοριστική: πάνω από το 70% των ξένων επενδύσεων στο Λάος προέρχονται από την Κίνα. Πόλεις όπως το Μπότεν, στα σύνορα με την Κίνα, έχουν μετατραπεί σε de facto κινεζικές ζώνες επιρροής. Η σιδηροδρομική γραμμή Βιεντιάν–Κουνμίνγκ ελέγχεται πλέον από κινεζικές εταιρείες, καθώς το Λάος αναγκάστηκε να πωλήσει το μερίδιό του λόγω χρέους.

Η χαμηλή αγοραστική δύναμη του πληθυσμού (μέσο εισόδημα 200 ευρώ/μήνα) προσελκύει κινεζικές μεσαίες επιχειρήσεις που μεταφέρουν την παραγωγή τους στο Λάος. Όμως η εξάρτηση αυτή δημιουργεί ανησυχίες – όχι μόνο οικονομικές, αλλά και κοινωνικές. Σε κινεζικούς θύλακες όπως το Μπότεν, παρατηρείται ακόμη και εξαγωγή φαινομένων που η Κίνα απαγορεύει εντός των συνόρων της, όπως το εμπόριο του σεξ.

Αμφίσημο μέλλον

Παρά τις κοινές ιδεολογικές ρίζες των μονοκομματικών καθεστώτων Κίνας και Λάος, η Βιεντιάν διατηρεί και πολιτικούς δεσμούς με τη Ρωσία. Η κινεζική επιρροή είναι κυρίαρχη, αλλά όχι απόλυτη. Εκεί όπου η Δύση επιδείξει ετοιμότητα, συνέπεια και σεβασμό στα περιβαλλοντικά και κοινωνικά δεδομένα της χώρας, υπάρχει περιθώριο για νέες, πιο ισότιμες συνεργασίες.

Διαβάστε ακόμη