Ρεκόρ σημείωσε το μέρισμα της Saudi Aramco διανέμοντας σχεδόν 98 δισεκατομμύρια δολάρια στους μετόχους της για το οικονομικό έτος 2023, όπως ανακοίνωσε την περασμένη Κυριακή (10.03.24) η μεγαλύτερη εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο.

Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού θα πάει στη Σαουδική Αραβία, η οποία κατέχει το 82% των μετοχών, ενώ το συνταξιοδοτικό ταμείο της χώρας κατέχει επιπλέον 16%.

Οι πληρωμές μερισμάτων αυξάνονται απότομα, παρόλο που τα κέρδη του ομίλου έχουν μειωθεί λόγω της πτώσης των τιμών του πετρελαίου και του χαμηλότερου όγκου παραγωγής.

Η διανομή μερίσματος σκαρφάλωσε κατά 30% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ τα κέρδη μειώθηκαν από 161,1 σε 121,3 δισ. δολάρια πέρυσι.

Ο διευθύνων σύμβουλος της Saudi Aramco Αμίν Νάσερ τόνισε σε ανακοίνωσή του ότι τα κέρδη ήταν «τα δεύτερα μεγαλύτερα στην ιστορία», τα οποία η εταιρεία πέτυχε «παρά τη δύσκολη οικονομική κατάσταση» λόγω της «ανθεκτικότητας και της ευελιξίας» της.

Το μέρισμα αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για τη Σαουδική Αραβία και το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του πρίγκιπα διαδόχου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, σημειώνει η Handelsblatt.

Επενδύει σε μεγάλο βαθμό σε βιώσιμες βιομηχανίες προκειμένου να καταστήσει τη χώρα λιγότερο εξαρτημένη από τα έσοδα από το πετρέλαιο.

Αυτό περιλαμβάνει επίσης έργα κύρους όπως η μελλοντική πόλη Neom ή η ανάπτυξη ενός ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος με ακριβά αγορασμένα αστέρια όπως ο Κριστιάνο Ρονάλντο, ο Καρίμ Μπενζεμά και ο Νεϊμάρ.

Οι υψηλές δαπάνες και η μείωση των εσόδων από την ενέργεια έχουν ήδη γίνει αισθητές στον εθνικό προϋπολογισμό, ο οποίος είχε έλλειμμα περίπου 21,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2023. Η Σαουδική Αραβία αναμένει έλλειμμα περίπου ίδιου μεγέθους για το 2024. Το 2022, η χώρα κατέγραψε πλεόνασμα 27,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων, όταν η τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε απότομα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

Η Σαουδική Αραβία χρειάζεται μια τιμή πετρελαίου στα 90 δολάρια

Η Σαουδική Αραβία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο. Ωστόσο, η αδύναμη παγκόσμια οικονομία και η αύξηση των επιτοκίων οδήγησαν σε πτώση των τιμών του πετρελαίου πέρυσι.

Το καρτέλ παραγωγής πετρελαίου Opec προσπάθησε να τις σταθεροποιήσει μειώνοντας τις ποσοστώσεις παραγωγής.

Η Σαουδική Αραβία εξήγαγε πετρέλαιο αξίας 248 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2023, σχεδόν κατά 1/3 λιγότερο από ό,τι το προηγούμενο έτος. Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Fitch, η χώρα χρειάζεται τιμή πετρελαίου ανά βαρέλι τουλάχιστον 90 δολάρια προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις προγραμματισμένες δαπάνες της έως το 2030.

Ένα βαρέλι αμερικανικού πετρελαίου WTI κοστίζει σήμερα 78 δολάρια και ένα βαρέλι πετρελαίου Brent, το οποίο παράγεται κυρίως στη Βόρεια Θάλασσα, κοστίζει 82 δολάρια.

Επιστρέφει το πετρέλαιο;

Η εκτίναξη του μερίσματος της Saudi Aramco φαίνεται πως εντάσσεται στο γενικότερο διεθνές κλίμα της «επιστροφής» του πετρελαίου.

Σύμφωνα με την Handelsblatt, oι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες εστιάζουν και πάλι στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και πληρώνουν πολλά γι’ αυτό, ενώ το ίδιο δημοσίευμα συμπεραίνει πως οι μέρες της πράσινης στροφής έχουν τελειώσει.

Του λόγου το αληθές, παρά τη συρρίκνωση των κερδών τους, οι κορυφαίες δυτικές πετρελαϊκές εταιρείες επενδύουν δισεκατομμύρια στην εξαγορά ανταγωνιστών ορυκτών καυσίμων.

Σύμφωνα με στοιχεία της ειδικής σε θέματα ανάλυσης Mergermarket, η βιομηχανία θα δαπανήσει περίπου 312 δισεκατομμύρια δολάρια για το σκοπό αυτό το 2023. Πρόκειται για υπερδιπλάσια ποσά σε σχέση με το προηγούμενο έτος και το υψηλότερο ποσό από το 2018.

Οι πολυεθνικές πετρελαϊκές βρίσκονται σε περίοδο αγορών, ιδίως στις ΗΠΑ.

Μετά από χρόνια περικοπών κόστους και εστίασης στις αποδόσεις των μετόχων, οι πετρελαϊκές εταιρείες «επεκτείνουν τώρα τα αποθέματα και τις εκτάσεις τους», λέει η Ρακέλ Μόζερ, εμπειρογνώμονας σε θέματα συγχωνεύσεων και εξαγορών της Mergermarket.

Πέρυσι πραγματοποιήθηκαν συνολικά 580 συναλλαγές στον παγκόσμιο πετρελαϊκό τομέα – συμπεριλαμβανομένης της συμφωνίας του αμερικανικού κολοσσού Exxon Mobil, ο οποίος κατάπιε τον ανταγωνιστή του Pioneer Natural Resources έναντι σχεδόν 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο τέλος του 2023.

Αυτές οι μεγάλες εξαγορές προκάλεσαν ένα κύμα ενοποίησης, λέει η Μόζερ. Μικρές εταιρείες αγοράστηκαν από μεσαίου μεγέθους παίκτες, οι οποίοι με τη σειρά τους έγιναν στόχοι για μεγάλες εταιρείες όπως η Exxon και η Chevron.

Το 2024 ξεκίνησε μάλιστα με ρεκόρ, με 34 εξαγορές μέχρι σήμερα. Οι μεγάλες εταιρείες αλλάζουν τη στρατηγική τους.

Ορισμένες μάλιστα έχουν επεκτείνει σημαντικά την παραγωγή τους – παρόλο που οι πέντε μεγαλύτερες πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρείες κέρδισαν το 2023 το επιβλητικό ποσό των 80 δισεκατομμυρίων δολαρίων λιγότερο από ό,τι ένα χρόνο νωρίτερα. Ακόμα και η πρωτοπόρος πράσινη Total Energies από τη Γαλλία αύξησε την παραγωγή πετρελαίου της κατά δύο τοις εκατό το 2023.

Exxon Mobil, η Chevron, η Shell, η BP και η Total

Η Exxon Mobil, η Chevron, η Shell, η BP και η Total υποφέρουν πραγματικά από την πτώση των τιμών της ενέργειας. Πέρυσι, έβγαλαν κέρδη μόνο 57 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Επομένως, είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτο ότι τα κέρδη δεν διανέμονται μόνο στους μετόχους και τους επενδυτές, αλλά διοχετεύονται όλο και περισσότερο στην επέκταση των έργων ορυκτών καυσίμων.

Ας δει κανείς για παράδειγμα την Exxon Mobile: Αν και τα κέρδη του ηγέτη της αγοράς μειώνονται σημαντικά, οι Τεξανοί αυξάνουν τις δαπάνες τους κατά σχεδόν τέσσερα δισεκατομμύρια στα 26,3 δισεκατομμύρια δολάρια για το σύνολο του 2023.

Η οικονομική διευθύντρια της Exxon, Κάθριν Μίκελς κάνει μάλιστα λόγο για μια «πολύ, πολύ καλή χρονιά». Μόνο κατά το τέταρτο τρίμηνο, η εταιρεία αύξησε την παραγωγή πετρελαίου κατά σχεδόν 8% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Energy Information Administration, μιας αρχής που συγκεντρώνει στοιχεία για την αμερικανική αγορά ενέργειας, η αμερικανική παραγωγή πετρελαίου είναι υψηλότερη από ποτέ. Οι αγορές είναι πιθανό να αυξήσουν περαιτέρω τις ποσότητες πετρελαίου που παράγουν οι αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες.

Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για τις εταιρείες να επεκτείνουν την παραγωγή τους έως το 2030, προτού η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου αναμένεται να σταθεροποιηθεί, δηλαδή να μην αυξηθεί περαιτέρω. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA), η έκρηξη της ζήτησης για πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα θα μπορούσε να κορυφωθεί ακόμη και πριν από το 2030.

Εάν τηρηθούν όλες οι δεσμεύσεις και οι στόχοι που ανακοίνωσαν οι χώρες, η ζήτηση πετρελαίου θα μπορούσε να μειωθεί σε 92,5 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως έως το 2030 και σε 54,8 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως έως το 2050, σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες του ΙΕΑ.

«Οι πετρελαϊκές εταιρείες έχουν επομένως ακόμη έξι χρόνια για να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα από αυτόν τον τομέα», εξηγεί η ειδικός σε θέματα πετρελαίου Όλγκα Σαβένκοβα από την Rystad Energy, που ειδικεύεται στην ενεργειακή ανάλυση.

Παρόλο που οι τιμές του πετρελαίου έχουν μειωθεί αισθητά από το υψηλό ρεκόρ τους μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, παραμένουν σε υψηλά επίπεδα.

Η τιμή του βαρελιού του αμερικανικού αργού WTI διαμορφώνεται σήμερα στα 73,60 δολάρια. Πριν από την κρίση των ενεργειακών τιμών, οι τιμές του πετρελαίου έτειναν να κυμαίνονται κατά μέσο όρο μεταξύ 50 και 60 δολαρίων ανά βαρέλι. Οι υψηλές τιμές οδήγησαν τις πετρελαϊκές εταιρείες να θέσουν και πάλι προς το παρόν σε δεύτερη μοίρα τους στόχους βιωσιμότητας.

«Από τις αρχές του 2023, έχουμε δει μια σχετικά μεγάλη στροφή από τη στρατηγική των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας πίσω στα ορυκτά καύσιμα. Ειδικά μεταξύ των ευρωπαϊκών εταιρειών. Οι επενδύσεις έχουν κατευθυνθεί περισσότερο σε έργα πετρελαίου και φυσικού αερίου», λέει η Σαβένκοβα.

Η Chevron, για παράδειγμα, ξόδεψε το ιλιγγιώδες ποσό των 53 δισεκατομμυρίων δολαρίων μόνο για την εξαγορά της ανταγωνίστριας Hess.

Και οι δύο συμφωνίες, της Chevron και της Exxon Mobil, ελέγχονται επί του παρόντος από τις αμερικανικές αρχές.

Οι εξαγορές στις ΗΠΑ επικεντρώνονται στην πιο προσοδοφόρα περιοχή του βορειοαμερικανικού πετρελαϊκού τομέα: τη λεκάνη Permian. Η περιοχή εκτείνεται στις δύο πολιτείες του Τέξας και του Νέου Μεξικού και είναι το μεγαλύτερο πετρελαϊκό πεδίο στις Ηνωμένες Πολιτείες και το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο.

Το σχιστολιθικό πετρέλαιο μπορεί να εξαχθεί ταχύτερα από το συμβατικό αργό πετρέλαιο με τη χρήση της αμφιλεγόμενης μεθόδου fracking.

Λόγω του σχετικά χαμηλού κόστους εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου, η περιοχή Permian είναι ιδιαίτερα περιζήτητη από τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων.

Το κόστος παραγωγής κυμαίνεται κατά μέσο όρο γύρω στα 10,50 δολάρια ανά βαρέλι. Πολλές από τις εταιρείες fracking στη Βόρεια Αμερική είναι υπερχρεωμένες λόγω της κρίσης των τιμών του πετρελαίου και της πανδημίας του κορονοϊού.

Οι ηγέτες της αγοράς, όπως η Exxon, εκμεταλλεύονται την ευκαιρία και εξαγοράζουν έναν προς έναν τους μικρότερους ανταγωνιστές τους.

Το ερώτημα τώρα είναι αν οι ευρωπαϊκές εταιρείες Shell, BP και Total θα επενδύσουν επίσης σε εξαγορές ορυκτών καυσίμων. Η πίεση είναι σίγουρα μεγάλη, «γιατί διαφορετικά κινδυνεύουν να μην είναι πλέον ανταγωνιστικές», δήλωσε η Σαβένκοβα. Σίγουρα θα υπήρχαν αρκετά χρήματα.

Η Total Energies από το Παρίσι ήταν η τελευταία από τις πέντε μεγάλες εταιρείες που παρουσίασε τα ετήσια στοιχεία της την Τετάρτη. Αν και ο κύκλος εργασιών μειώθηκε σημαντικά, η Total κατάφερε να αυξήσει ακόμη και ελαφρώς τα καθαρά κέρδη της και κέρδισε 21,4 δισεκατομμύρια δολάρια πέρυσι.

Η εταιρεία επένδυσε επίσης 4,9 δισεκατομμύρια δολάρια σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, γεγονός που την καθιστά τον μεγαλύτερο επενδυτή από όλες τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες.

Ταυτόχρονα, η Total επεκτείνει και τις δραστηριότητές της στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.