Η αναντιστοιχία ανάμεσα στη διάρκεια ζωής των ενεργειακών υποδομών και στους πολιτικούς κύκλους λήψης αποφάσεων, που μεταβάλλονται διαρκώς βρέθηκε στο επίκεντρο του ετήσιου συνεδρίου Flame – της κορυφαίας ευρωπαϊκής διοργάνωσης για το φυσικό αέριο. Η Εκτελεστική Διευθύντρια της ICGB, Τεοντόρα Γκεοργκίεβα, έθεσε το ζήτημα της επενδυτικής αβεβαιότητας που προκαλείται από αυτή τη δομική ασυμμετρία, τονίζοντας πως «χτίζουμε υποδομές με ορίζοντα ζωής 30 έως 50 ετών, αλλά λειτουργούμε σε πολιτικούς κύκλους που αλλάζουν κάθε πέντε χρόνια. Αυτή η απόκλιση δημιουργεί κινδύνους και καθυστερεί την επέκταση των υποδομών, ακόμη κι αν οι επιπτώσεις δεν είναι ακόμη ορατές».

Όπως εξήγησε η επικεφαλής της ICGB, του φορέα εκμετάλλευσης του διασυνδετήριου αγωγού Ελλάδας–Βουλγαρίας (IGB), η δέσμευση επενδυτικών κεφαλαίων για έργα τόσο μεγάλης διάρκειας και κόστους παραμένει ένα ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα, καθώς τα δεδομένα μεταβάλλονται συνεχώς. «Έχουμε πείσει μετόχους και επενδυτές να δεσμεύσουν εκατομμύρια εκ των προτέρων, αλλά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αβέβαιες αποδόσεις, λόγω των διαρκώς μεταβαλλόμενων κανονισμών, των τεχνολογικών εξελίξεων και της γεωπολιτικής αστάθειας», υπογράμμισε.

Το μέλλον του ρωσικού φυσικού αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά εξακολουθεί να παραμένει αβέβαιο, καθώς οι πολιτικές συζητήσεις γύρω από τη σταδιακή απεξάρτηση έως το 2027 δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε σαφές σχέδιο. Την ίδια ώρα, στον ευρωπαϊκό ορίζοντα πλησιάζει μια μεγάλη αύξηση των εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Είμαστε έτοιμοι για τη ζήτηση που έρχεται;» αναρωτήθηκε η Τεοντόρα Γκεοργκίεβα, επισημαίνοντας ότι τόσο οι υποδομές όσο και η επάρκεια LNG απαιτούν μακροπρόθεσμες συμφωνίες απορρόφησης φορτίων. Ωστόσο, η μελλοντική ζήτηση ενέργειας στην Ευρώπη δεν είναι δεδομένη, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολες τις αποφάσεις για επενδύσεις με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Η Εκτελεστική Διευθύντρια της ICGB επανέλαβε τη σημασία των Διαδρόμων Φυσικού Αερίου για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, τονίζοντας ότι πρόκειται για κρίσιμες υποδομές στρατηγικού χαρακτήρα που πρέπει να υποστηριχθούν θεσμικά και πολιτικά. Ωστόσο, κατέδειξε και την έλλειψη ουσιαστικής δέσμευσης από τους χρήστες των δικτύων, σε συνδυασμό με τη διογκούμενη απόσταση ανάμεσα στους μακροπρόθεσμους στόχους κλιματικής ουδετερότητας και στις πιεστικές ανάγκες της παρούσας ενεργειακής συγκυρίας.

Αναφορικά με την αυξανόμενη αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης στον ενεργειακό τομέα, η Τεοντόρα Γκεοργκίεβα αναγνώρισε τον καταλυτικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει στην επιτάχυνση της μετάβασης. Όπως δήλωσε, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να συμβάλει στον εξορθολογισμό των ενεργειακών συστημάτων, στη μείωση των εκπομπών και στην ενίσχυση της ευελιξίας των υποδομών. Προειδοποίησε, ωστόσο, ότι αυτό θα ισχύσει μόνο εάν η εφαρμογή της γίνει με έξυπνο και προληπτικό τρόπο, ενσωματώνοντας από την αρχή πρόνοιες για την κυβερνοασφάλεια και την ανθεκτικότητα των συστημάτων.

Οι ηγέτες του κλάδου που συμμετείχαν στη διοργάνωση συμφώνησαν ότι η μετάβαση στο νέο ενεργειακό μοντέλο θα είναι ταχεία, αλλά πρέπει να γίνει με ασφάλεια, στρατηγική συντονισμένη προσέγγιση και οικονομική λογική. Κυρίως, οφείλει να διασφαλίζει υψηλά πρότυπα κυβερνοπροστασίας, ενσωματωμένα από τα πρώτα στάδια σχεδιασμού κάθε ενεργειακής επένδυσης.

Διαβάστε ακόμη