«Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε την πράσινη μετάβαση αν δεν συμπεριλάβουμε στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής το φυσικό αέριο». Αυτή ήταν η θέση του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρου Σκυλακάκη χθες κατά τη διάρκεια ημερίδας του ΥΠΕΝ με θέμα την παρουσίαση των επτά προγραμμάτων ενεργειακής αναβάθμισης που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Η ηγεσία του ΥΠΕΝ θεωρεί πως η περίοδος χάριτος έχει τελειώσει, ενώ δεν υπάρχει επί του παρόντος η πολυτέλεια για μια αναποτελεσματική πράσινη μετάβαση. Παρά το γεγονός πως ο υπουργός εξήρε την πρόοδο που καταγράφει η χώρα στη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), θεωρεί ότι «δεν μπορούμε να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας σε ένα σύστημα που δεν μας καλύπτει τα βράδια».
Το σύνθημα λοιπόν είναι «πράσινος ρεαλισμός», γιατί μπορεί η Ελλάδα να κατάφερε να εξοικονομήσει 3,1 δισεκατομμύρια ευρώ χάρη στη μειωμένη εξάρτηση από εισαγόμενο φυσικό αέριο από το 2019 μέχρι το 2024 σύμφωνα με το Ember, όμως το φυσικό αέριο θα βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για τα επόμενα 40 με 50 χρόνια. Στο πλαίσιο της Ώρας του Πρωθυπουργού στη Βουλή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε πριν τρεις ημέρες πως «η χώρα χρειάζεται ηλεκτρική ενέργεια βάσης. Όταν δεν λειτουργούν τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά – γεγονός που εν τοις πράγμασι συμβαίνει – χρειάζεται να καλύψουμε τις ανάγκες μας με άλλες πηγές ενέργειας».
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έστειλε ένα σαφές μήνυμα για ένα νέο και ρεαλιστικότερο μοντέλο πράσινης μετάβασης, στο πλαίσιο της συζήτησης με τον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας Ενρίκο Λέτα σε εκδήλωση του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου. «Μερικές φορές, ακόμα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιμετωπίζουμε το φυσικό αέριο ως κάτι φρικτό, ενώ γνωρίζουμε ότι θα χρειαζόμαστε το φυσικό αέριο για τα επόμενα 30 έως 40, ίσως 50 χρόνια, γεγονός που σημαίνει ότι απαιτούνται επενδύσεις στο φυσικό αέριο», οι οποίες όμως όπως είχε γράψει το energygame.gr έχουν βγει εκτός κάδρου του ΕΣΠΑ 2021-2027 και εκτός των χρηματοδοτήσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Αυτή η νέα δυναμική που διέπει την αγορά ενέργειας συμπίπτει χρονικά με την είσοδο της Chevron στην ελληνική αγορά υδρογονανθράκων. Η είδηση αυτή στέλνει χωρίς αμφιβολία ένα θετικό μήνυμα στον διεθνή χώρο. Δηλαδή ότι το θέμα των ερευνών και της πιθανής αυριανής παραγωγής στην Ελλάδα δεν έχει κλείσει ακόμα, παρά τη μέχρι σήμερα ακινησία. Το αμερικανικό «μυστικό» που κρατούσε η ελληνική κυβέρνηση κρυφό ήρθε στο προσκήνιο λίγο πριν ο πλανήτης στραφεί σε μια νέα εποχή, υποδεχόμενος στον Λευκό Οίκο τον Ντόναλντ Τραμπ, θερμό υποστηρικτή του αμερικανικού αφηγήματος «drill, baby, drill».
Ο κ. Σκυλακάκης θεωρεί πως έχει έρθει η στιγμή για στρατηγικές τοποθετήσεις. «Κάποιοι φωνάζουν πως οι εξορύξεις δεν είναι συμβατές με την πράσινη μετάβαση. Η απάντηση σε αυτή τη θέση είναι πως δεν είναι βιώσιμο να πληρώνουμε πληρώνουμε πανάκριβα το εισαγόμενο φυσικό αέριο», σχολίασε.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΔΕΣΦΑ για το 2024 η εγχώρια κατανάλωση φυσικού αερίου στην Ελλάδα σημείωσε σημαντική αύξηση κατά 30,03% σε σχέση με το 2023. Σε αυτό συνέβαλαν η αύξηση που καταγράφηκε στην κατανάλωση των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (+31,59%), η ενίσχυση της κατανάλωσης από τις μεγάλες βιομηχανίες και τους σταθμούς CNG που συνδέονται απευθείας με το Εθνικό Σύστημα Μεταφοράς, η οποία κατέγραψε αύξηση κατά 74,13%, καθώς και η αύξηση της κατανάλωσης από τους οικιακούς καταναλωτές και τις συνδεδεμένες στα δίκτυα διανομής επιχειρήσεις (+4,83%).
Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία του ΔΕΣΦΑ για το 2024, η συνολική ζήτηση (εγχώρια κατανάλωση & εξαγωγές) φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 2,23%, φθάνοντας τις 69,11 Τεραβατώρες (TWh) από 67,6 TWh το 2023. Σημαντική αύξηση σε ποσοστό 30,03% καταγράφηκε στην εγχώρια κατανάλωση, η οποία ανήλθε στις 66,2 TWh από 50,91 TWh, ενώ αντιθέτως μειώθηκαν οι εξαγωγές φυσικού αερίου κατά 82,56% από 16,69 TWh το προηγούμενο έτος.
Η δύσκολη άσκηση πάντως αφορά το πώς οι μονάδες αερίου θα κουμπώσουν στο νέο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής. Το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ προχωρά με το χρονοδιάγραμμα του ομίλου να προβλέπει την πλήρη απόσυρση του λιγνίτη από το ενεργειακό μείγμα το αργότερο μέχρι το 2030. Ωστόσο, η απόσυρση αυτή θα καταστήσει πιο εμφανές το κενό στις κατανεμόμενες μονάδες παραγωγής (λιγνίτης, φυσικό αέριο, υδροηλεκτρικά). Παράλληλα, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μονάδες φυσικού αερίου επιτείνονται λόγω της μεταβλητότητας των τιμών του καυσίμου και της σταδιακής μείωσης της χρήσης τους, καθώς η διείσδυση της στοχαστικής παραγωγής των ΑΠΕ αυξάνεται. «Αυτό δημιουργεί αβεβαιότητα για τα έσοδα που αντλούν οι μονάδες αυτές από την αγορά, παρότι παραμένουν απολύτως κρίσιμες τόσο για την ασφάλεια εφοδιασμού όσο και για την κάλυψη των αιχμών της ζήτησης, ιδίως σε συνθήκες κλιματικής κρίσης», λένε άνθρωποι της αγοράς.
Πριν λίγους μήνες πολλοί ήταν εκείνοι που μιλούσαν για ανάγκη δημιουργίας ενός μηχανισμού αποζημίωσης ισχύος (Capacity Renumeration Mechanism), ώστε να διασφαλιστεί η οικονομική βιωσιμότητα των μονάδων φυσικού αερίου, καθώς η συμμετοχή τους στο σύστημα με όρους αγοράς θα έπρεπε να περιορίζεται σταδιακά μέχρι το 2030. Η σημασία των μονάδων φάνηκε ιδιαίτερα το περασμένο καλοκαίρι, όταν ο στόλος των μονάδων φυσικού αερίου αξιοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό για να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση ενέργειας, λόγω των παρατεταμένων κυμάτων καύσωνα. Επιπλέον, στο προσκήνιο ήρθαν μετά τη σημαντική μείωση της υδροηλεκτρικής παραγωγής κατά 1.500 γιγαβατώρες σε σύγκριση με τον μέσο όρο της τελευταίας 15ετίας, λόγω της ξηρασίας που σημειώθηκε κατά την περίοδο 2023-2024.
Το «γαλάζιο καύσιμο» κερδίζει ξανά έδαφος, ενώ βρίσκονται στα σκαριά νέες μονάδες. Η «Θερμοηλεκτρική Κομοτηνής», μια επένδυση ύψους 375 εκατ. ευρώ από τη Motor Oil και τη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, που μοιράζονται εξίσου τη μετοχική σύνθεση (50%-50%), έρχεται να ενισχύσει το ηλεκτρικό δίκτυο. Η νέα μονάδα ηλεκτροπαραγωγής, μεικτής ισχύος 877 MW, βρίσκεται στο τελικό στάδιο δοκιμαστικής λειτουργίας υπό κανονικές συνθήκες. Η εμπορική της λειτουργία αναμένεται να ξεκινήσει επίσημα μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2025, με τις δοκιμαστικές λειτουργίες ήδη σε εξέλιξη.
Διαβάστε ακόμη