H Ελλάδα διαθέτει τα ναυπηγεία, τα λιμάνια και κατασκευαστές εξοπλισμου με ισχυρή διεθνή παρουσία σε κλάδους όπως τα καλώδια και το σκυρόδεμα, ώστε να ηγηθεί της ανάπτυξης υπεράκτιων αιολικών στην Νοτιοανατολική Ευρώπη σημείωσε η υφυπουργός ενέργειας και Περιβάλλοντος, Αλεξάνδρα Σδούκου το ετήσιο συνέδριο της Wind Europe που ξεκίνησε χθες τις εργασίες του στο Μπιλμπάο της Ισπανίας. Και συμπλήρωσε πως «η Ελλάδα αναμένει άνω των 7 δισ. ευρώ σε επενδύσεις την επόμενη 7ετία για την ανάπτυξη των υπεράκτιων αιολικών, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του 1.9GW ως το 2030».

Η υφυπουργός έκανε αναφορά στον εθνικό στόχο για εγκατάσταση 1,9 GW από offshore έργα έως το τέλος της δεκαετίας, τονίζοντας ότι το υπεράκτιο αιολικό δυναμικό της Ελλάδας είναι το υψηλότερο στην περιοχή και μεσομακροπρόθεσμα έχει υψηλή αξία για την ενεργειακή ασφάλεια και ανεξαρτησία της Γηραιάς Ηπείρου.

«Η αιολική ενέργεια είναι πολύ σημαντική για την Ευρώπη, με μερίδιο 19% στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής σήμερα και δυνατότητα να φτάσει το 35% ως το 2030. Πολύ σημαντικός παράγοντας όμως είναι και ο εξηλεκτρισμός καθώς το μερίδιο του ηλεκτρισμού στην τελική κατανάλωση πανευρωπαϊκά είναι κάτω από 25%», ανέφερε. Και συμπλήρωσε πως με ένα μείγμα ηλεκτρισμού με συμμετοχή ΑΠΕ πάνω από το 55% (όπως είναι σήμερα) και προσεγγίζοντας το 80% (όπως ο στόχος για το 2030 προβλέπει), ο εξηλεκτρισμός θα δώσει πολλαπλά οφέλη, αποσύροντας ορυκτά καύσιμα δια παντός από το ενεργειακό μας μείγμα».

Η προστιθέμενη αξία αιολικής ενέργειας

«Η αιολική ενέργεια, παραγόμενη από χερσαίες και υπεράκτιες μονάδες, έχει μεγάλη αξία για το ενεργειακό σύστημα της Ευρώπης», σημείωσε. Το αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία και οικονομία ξεπερνά τη σφαίρα του ενεργειακού τομέα. «Στην οικονομία, για παράδειγμα, η Ελλάδα αναμένει άνω των 7 δισ. ευρώ σε επενδύσεις την επόμενη 7ετία για την ανάπτυξη των υπεράκτιων αιολικών, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του 1.9GW ως το 2030».

«Οι Ελληνικές εταιρείες παραγωγής εξοπλισμού ή και κατασκευών μπορούν να πρωταγωνιστήσουν σε όλη την περιφέρεια στον νέο αυτόν κλάδο. Ενώ στις πολλές και καλοπληρωμένες νέες δουλειές που προκύπτουν, το εργατικό δυναμικό μας μπορεί να αποτελέσει συγκριτικό μας πλεονέκτημα διεθνώς. Αυτή η σημαντική, μη ενεργειακή, προστιθέμενη αξία για την εγχώρια οικονομία και κοινωνία πρέπει να αντανακλάται στις πολιτικές μας, που να λαμβάνουν υπόψη τέτοιες παραμέτρους στην αξιολόγηση νέων επενδύσεων και έργων», ανέφερε.

Η Ελλάδα είναι θετικό παράδειγμα

Η Ελλάδα κατά την άποψή της αποτελεί θετικό παράδειγμα για την υπόλοιπη Ευρώπη λόγω των ενεργειακών πολιτικών που εφαρμόζονται. «Η χώρα έχει κάνει άλματα στον τομέα της ηλεκτροκίνησης, αφού από μηδενική παρουσία ηλεκτρικών οχημάτων το 2019, το 2023 οι νέες ταξινομήσεις ηλεκτρικών και Plug in υβριδικών ξεπέρασαν το 11%. Στις μεταφορές, είναι σημαντικός ο ευρωπαϊκός στόχος του 2035 για το σύνολο των νέων ταξινομήσεων αυτοκινήτων να είναι οχήματα μηδενικών εκπομπών», σχολίασε.

Επίσης, όσον αφορά το κομμάτι θέρμανση – ψύξη, η υφυπουργός υπενθύμισε ότι από του χρόνου θα απαγορευτεί η εγκατάσταση καυστήρων πετρελαίου, ενώ επιδοτείται η χρήση αντλιών θερμότητας στα πλαίσια των προγραμμάτων εξοικονόμησης. «Στα κτίρια, το 50% της ευρωπαϊκής κατανάλωσης ενέργειας κατευθύνεται στη θέρμανση. Η πολιτική της ΕΕ μέσα από την Πρωτοβουλία REPOWER EU είναι σαφής: άμεση εγκατάσταση 10 εκατομμυρίων αντλιών θερμότητας ως το 2027 και 30 εκατομμυρίων ως το 2030. Και εδώ η Ελλάδα είναι παρούσα, με προγράμματα εξοικονόμησης που επιδοτούν την εγκατάσταση αντλίας θερμότητας για σπίτια και επιχειρήσεις», σημειώνει.

Οι προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης

Αναφορικά με τις εξελίξεις και την πορεία της πράσινης μετάβασης στην Ευρώπη, η κα. Σδούκου σημείωσε ότι η ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης εξαρτάται εν πολλοίς από το πως θα διαχειριστούμε τρεις βασικές προκλήσεις.

«Πρώτη πρόκληση, οι νέες τεχνολογίες. Πρέπει να υποστηριχθούν τεχνολογίες όπως τα πλωτά αιολικά και το υδρογόνο, ώστε να εξελιχθούν αλλά και να μειωθούν τα κόστη τους. Δεύτερη πρόκληση, η χρηματοδότηση. Ο προσανατολισμός της ΕΕ στην στήριξη και προώθηση «πράσινων» επενδύσεων, όπως μέσω του Taxonomy ή της ποσόστωσης του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητα, δείχνει το δρόμο. Τα δημόσια κονδύλια πρέπει να στηρίξουν τέτοιες επενδύσεις και να μοχλεύσουν τα απαιτούμενα πολλαπλάσια ιδιωτικά κεφάλαια που θα επιφέρουν την μετάβαση. Τρίτη πρόκληση, οι αλυσίδες αξίας. Η Ευρώπη πρέπει να στραφεί στις δικές της παραγωγικές δυνάμεις και δυνατότητες, ώστε να αποφύγει ενδεχόμενη διαταραχή του εφοδιασμού σε κρίσιμα για τη μετάβαση υλικά και εξοπλισμό. Ταυτόχρονα, πρέπει να αμυνθεί απέναντι στο διεθνή αθέμιτο ανταγωνισμό αλλά και να αυξήσει την αξία για τις εθνικές, και την ευρωπαϊκή εν συνόλω, οικονομία».