Η Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC), ο γίγαντας που παράγει τα πιο προηγμένα τσιπ στον κόσμο, σχεδιάζει να ανοίξει ένα ακόμη υπερσύγχρονο εργοστάσιο στην Ταϊτσούνγκ έως το 2028. Όμως η εκρηκτική ανάπτυξη της βιομηχανίας ημιαγωγών έρχεται αντιμέτωπη με έναν απρόβλεπτο αντίπαλο, την ενέργεια. Καθώς η Ταϊβάν δυσκολεύεται να καλύψει τη ραγδαία αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρισμού και νερού, ειδικά μετά το πλήρες κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών της, οι φιλοδοξίες της TSMC μοιάζουν να αγγίζουν τα όρια ενός συστήματος που «ζορίζει» ολοένα και περισσότερο.
Αγώνας δισεκατομμυρίων για τα τσιπ του μέλλοντος
Τον περασμένο Μάρτιο, ο CEO της TSMC, C.C. Wei, έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα αναφέροντας πως «όλοι οι πελάτες της Τεχνητής Νοημοσύνης έρχονται σε εμάς. Θέλουν να δεσμευτούμε για περισσότερους όγκους παραγωγής, όμως η ικανότητά μας απλώς δεν επαρκεί».
Η απάντηση της TSMC βρίσκεται στην επέκταση της παραγωγής: περισσότερα εργοστάσια, πιο προηγμένη τεχνολογία και ακόμη λεπτότερα επίπεδα χάραξης. Το νέο εργοστάσιο A14 στην Ταϊτσούνγκ θα κατασκευάζει τσιπ στα 1,4 νανόμετρα, σημειώνοντας ένα ακόμη τεχνολογικό άλμα που επιβεβαιώνει την πρωτοκαθεδρία της εταιρείας στον κλάδο. Μόνο αυτή η μονάδα αναμένεται να δημιουργήσει περίπου 20.000 άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας, ενώ παράλληλα θα ενισχύσει τη λεγόμενη γεωπολιτική «ασπίδα πυριτίου» της Ταϊβάν απέναντι στην Κίνα, μια πεποίθηση που συμμερίζεται σημαντικό μέρος της τοπικής κοινωνίας. Ωστόσο, το κόστος ενός τέτοιου εγχειρήματος παραμένει ιδιαίτερα υψηλό.
Τα εργοστάσια της TSMC λειτουργούν σαν «πόλεις μέσα στην πόλη», με ενεργειακές και υδάτινες ανάγκες που συχνά υπερβαίνουν τις δυνατότητες ολόκληρων περιοχών της Ταϊβάν. Σύμφωνα με ειδικούς, ένα μόνο εργοστάσιο της εταιρείας καταναλώνει σχεδόν τόσο νερό όσο ένα πλήρες επιστημονικό πάρκο, ενώ η TSMC απορροφά ήδη περίπου το 9% της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας.
Οι προβλέψεις δείχνουν ότι έως το 2030 ο κλάδος των ημιαγωγών ενδέχεται να φτάσει να καταναλώνει το 20% της εθνικής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς η ζήτηση για τσιπ τεχνητής νοημοσύνης συνεχίζει να αυξάνεται εκθετικά.
Ανησυχούν οι κάτοικοι στην Ταϊτσούνγκ
Η πόλη της Ταϊτσούνγκ, η οποία βρίσκεται ήδη στα όρια κορεσμού όσον αφορά το πόσιμο νερό, έχει ακόμη νωπές τις μνήμες από τη σφοδρή ξηρασία του 2021 που οδήγησε σε πολυήμερους περιορισμούς για κατοίκους και βιομηχανίες. Με τη δημιουργία ενός νέου mega-fab της TSMC στον ορίζοντα, το άγχος των τοπικών κοινοτήτων εντείνεται, καθώς πολλοί φοβούνται ότι το ενεργειακό και υδάτινο σύστημα της περιοχής θα βρεθεί αντιμέτωπο με ακόμη μεγαλύτερη πίεση.
Η Ταϊβάν έκλεισε τον τελευταίο πυρηνικό της σταθμό τον Μάιο του 2025, με στόχο να πετύχει ουδετερότητα άνθρακα έως το 2050 και να απεξαρτηθεί πλήρως από την πυρηνική ενέργεια σε μια χώρα εξαιρετικά σεισμογενή. Παρ’ όλα αυτά, η ενεργειακή μετάβαση συναντά σοβαρές δυσκολίες. Οι ΑΠΕ, που έπρεπε να αποτελούν το 20% της παραγωγής έως το 2025, μετά βίας φτάνουν το 10%, ενώ οι σταθμοί υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) καθυστερούν λόγω παρατεταμένων περιβαλλοντικών μελετών. Παράλληλα, τα υπεράκτια αιολικά πάρκα, μια από τις μεγάλες υποσχέσεις του ενεργειακού σχεδιασμού, παραμένουν ημιτελή και παρουσιάζουν σοβαρές καθυστερήσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η χώρα συνεχίζει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον ρυπογόνο σταθμό ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα της Ταϊτσούνγκ, έναν από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως. Η υπερεξάρτηση αυτή εντείνει τον κίνδυνο αστάθειας στο ηλεκτρικό δίκτυο, ένα φαινόμενο που έχει ήδη αρχίσει να γίνεται αισθητό. «Πτώσεις τάσης, μηχανές που κολλάνε, ξαφνικές διακοπές… συμβαίνουν συχνά όταν η ζήτηση της TSMC συμπίπτει με αυτή άλλων βιομηχανιών», εξηγεί ο Chang Feng-yuan, επικεφαλής οικονομικής ανάπτυξης της Ταϊτσούνγκ.
Οι νικητές και οι χαμένοι
Η TSMC βρίσκεται σε προνομιακή θέση, καθώς διαθέτει ισχυρές γεννήτριες και υποδομές που της επιτρέπουν να προστατεύεται από μικρές ή μεγαλύτερες αστάθειες του δικτύου. Βέβαια, ένα και μόνο στιγμιαίο σφάλμα μπορεί να καταστρέψει ολόκληρη παρτίδα τσιπ, προκαλώντας απώλειες εκατοντάδων εκατομμυρίων, γι’ αυτό και η εταιρεία λαμβάνει κάθε δυνατό μέτρο για να διασφαλίζει την αδιάλειπτη λειτουργία της. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όμως, δεν διαθέτουν τα ίδια περιθώρια. «Η κυβέρνηση βάζει προτεραιότητα την TSMC. Εμάς δεν μας ακούει κανείς», υποστηρίζει ο Edwin Huang, διευθυντής εταιρείας μηχανολογικού εξοπλισμού, σημειώνοντας ότι αρκετές επιχειρήσεις εξετάζουν το ενδεχόμενο να μεταφερθούν σε χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, όπου η ηλεκτρική ενέργεια είναι φθηνότερη και πιο σταθερή.
Το ακριβό στοίχημα της “πράσινης” ενέργειας
Οι πιέσεις από μεγάλες πολυεθνικές, όπως η Apple και η Microsoft, είναι πλέον έντονες, καθώς οι εταιρείες αυτές απαιτούν από τους προμηθευτές τους να χρησιμοποιούν 100% καθαρή ενέργεια έως το 2030. Η TSMC έχει δεσμευτεί να φτάσει το 60% μέχρι τότε, αλλά προς το παρόν η χρήση πράσινης ενέργειας περιορίζεται περίπου στο 14%. Αν η ενεργειακή ανάπτυξη της Ταϊβάν δεν επιταχυνθεί, η ανταγωνιστικότητα των εργοστασίων της θα υπονομευτεί, τη στιγμή μάλιστα που η Κίνα προχωρά με ταχείς ρυθμούς στην επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η TSMC αποφεύγει να τοποθετηθεί δημόσια για το πυρηνικό ζήτημα και ακολουθεί μια διαφορετική στρατηγική: επιταχύνει τις επενδύσεις της στο εξωτερικό, με νέα εργοστάσια σε Ηνωμένες Πολιτείες, Ιαπωνία και Ευρώπη. Για πολλούς αναλυτές, αυτή η διεθνοποίηση αποτελεί ίσως τη μακροπρόθεσμη λύση που θα επιτρέψει στη χώρα να διαχειριστεί τις ενεργειακές πιέσεις. «Αν η έρευνα και η έδρα της TSMC παραμείνουν στην Ταϊβάν, η εταιρεία θα συνεχίσει να επηρεάζει το γεωπολιτικό τοπίο», επισημαίνει ο Hsu Po-jen.
Διαβάστε ακόμη
