Καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επιταχύνονται και η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου αποδεικνύεται κοινωνικά και πολιτικά δυσχερής, η επιστημονική κοινότητα αναζητά ένα εναλλακτικό σχέδιο άμυνας: την εσκεμμένη παρέμβαση στο κλίμα του πλανήτη. Η γεωμηχανική, δηλαδή η τεχνητή τροποποίηση της ατμόσφαιρας ή της βιογεωχημείας της Γης, εξετάζεται πλέον ως πιθανή εφεδρική λύση στην παγκόσμια προσπάθεια αποτροπής των χειρότερων σεναρίων υπερθέρμανσης. Σύμφωνα με δημοσίευμα της Wall Street Journal πρόκειται για μια ιδέα που προκαλεί αντιδράσεις, εγείρει ηθικά και περιβαλλοντικά διλήμματα, αλλά συγκεντρώνει ολοένα και περισσότερη χρηματοδότηση.
Η αφορμή για αυτή τη στροφή δεν είναι άλλη από τη σταθερή άνοδο των συγκεντρώσεων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα – αύξηση σχεδόν 50% από την προβιομηχανική εποχή – η οποία οδηγεί σε ορατή αποσταθεροποίηση του κλιματικού συστήματος. Παρά την επίγνωση πως η μόνη βιώσιμη λύση είναι η ταχεία και ριζική μείωση των εκπομπών, οι τεχνικές γεωμηχανικής προβάλλουν ως εργαλεία έκτακτης ανάγκης, ανάλογα με τη δημιουργικότητα και την εφευρετικότητα που επέδειξαν οι αστροναύτες της αποστολής Apollo 13 όταν επιστράτευσαν κάλτσες και μονωτική ταινία για να καθαρίσουν το διαστημικό τους σκάφος από την υπερβολική συγκέντρωση CO₂.
Μία από τις πιο γνωστές μεθόδους αφορά την τεχνητή μείωση της ηλιακής ακτινοβολίας που φθάνει στην επιφάνεια της Γης. Όπως συμβαίνει με τις μεγάλες ηφαιστειακές εκρήξεις, η εκτόξευση σωματιδίων στη στρατόσφαιρα – όπως θειικά άλατα – θα μπορούσε να ανακλά μέρος της ηλιακής ενέργειας πίσω στο διάστημα, μειώνοντας προσωρινά τη θερμοκρασία. Αυτή η παρέμβαση, αν και θεωρητικά εφικτή και σχετικά οικονομική, προκαλεί έντονο προβληματισμό για τις παρενέργειες: μεταβολή των βροχοπτώσεων, διατάραξη του στρώματος του όζοντος και αδυναμία πρόβλεψης των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων.
Παράλληλα, ερευνητές εξετάζουν τρόπους παρέμβασης στον κύκλο του άνθρακα. Η φυσική απορρόφηση CO₂ μέσω των δέντρων δεν επαρκεί, καθώς το ανθρακικό απόθεμα απελευθερώνεται ξανά όταν τα δέντρα πεθαίνουν ή καίγονται. Για να αντισταθμιστούν μόνο οι εκπομπές των ΗΠΑ, απαιτείται η φύτευση περισσότερων από 600 δέντρων ανά κάτοικο ετησίως. Σε αυτό το πλαίσιο, τεχνολογίες «άμεσης δέσμευσης αέρα» (Direct Air Capture – DAC) που αντλούν διοξείδιο του άνθρακα απευθείας από την ατμόσφαιρα αναπτύσσονται εντατικά, αλλά παραμένουν ενεργοβόρες και ακριβές. Ένα μεγάλο εργοστάσιο DAC αφαιρεί περίπου ένα εκατομμύριο τόνους CO₂ τον χρόνο, ποσότητα που ισοδυναμεί με τις παγκόσμιες εκπομπές κάθε 13 λεπτά.
Άλλες τεχνικές στρέφονται προς τους ωκεανούς, οι οποίοι απορροφούν σημαντικό ποσοστό του παγκόσμιου CO₂, με τίμημα όμως την οξίνισή τους. Η ρίψη θρυμματισμένων πετρωμάτων – σαν ένα είδος αντιόξινου – μπορεί να αποκαταστήσει την ισορροπία του pH και να ενισχύσει τη θαλάσσια απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα. Ηλεκτρικά υποβοηθούμενες χημικές διεργασίες θα μπορούσαν να επιταχύνουν τον ίδιο στόχο, ενώ η προώθηση της ανάπτυξης φυκιών και φυτοπλαγκτού υπόσχεται πρόσθετη δέσμευση άνθρακα μέσω φωτοσύνθεσης. Ωστόσο, η εντατική καλλιέργεια αυτών των οργανισμών μπορεί να προκαλέσει σύγκρουση χρήσεων με την αλιεία, τη ναυσιπλοΐα ή τα υπεράκτια αιολικά πάρκα, ενώ η αλλοίωση της χημικής σύστασης των θαλασσών ενέχει απειλές για τα θαλάσσια οικοσυστήματα.
Η πιο προσγειωμένη, κυριολεκτικά, προσέγγιση αφορά το έδαφος. Η φυσική αποσάθρωση πετρωμάτων οδηγεί στη μακροχρόνια αποθήκευση άνθρακα μέσω σχηματισμού ασβεστολιθικών ενώσεων. Το φαινόμενο μπορεί να επιταχυνθεί τεχνητά μέσω «ενισχυμένης αποσάθρωσης», με τη διασπορά λεπτόκοκκης πετρώδους σκόνης σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Η προσέγγιση αυτή όχι μόνο είναι απλή και πολλά υποσχόμενη, αλλά ενδέχεται να ωφελήσει και την αγροτική παραγωγή. Η χρήση παραπροϊόντων από υφιστάμενες εξορυκτικές δραστηριότητες μειώνει το ενεργειακό κόστος, καθιστώντας την τεχνική ελκυστική για πιλοτικές εφαρμογές. Ορισμένες μελέτες εκτιμούν ότι μπορούν να αφαιρεθούν έως και ένα δισεκατομμύριο τόνοι CO₂ ετησίως με αυτόν τον τρόπο.
Παρ’ όλα αυτά, κανένα από τα παραπάνω εργαλεία δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη σε μεγάλη κλίμακα. Τα αποτελέσματα είναι αβέβαια και ενδέχεται να αναδειχθούν νέοι, μη προβλέψιμοι κίνδυνοι. Η αεροψεκασμός σωματιδίων θα μπορούσε να διαταράξει τα μοτίβα βροχής παγκοσμίως. Η μαζική παρέμβαση στους ωκεανούς ίσως αποσταθεροποιήσει τα θαλάσσια οικοσυστήματα. Ακόμα και η διασπορά πετρώδους σκόνης στο έδαφος απαιτεί προσοχή ως προς τις τοξικές επιπτώσεις και τη βιωσιμότητα των πηγών υλικού.
Το πλέον κρίσιμο, ωστόσο, είναι το ζήτημα της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Δεν υπάρχει σήμερα κανένας θεσμός που να μπορεί να εγγυηθεί παγκόσμια συναίνεση για τέτοιου είδους επεμβάσεις. Παρά τους κινδύνους, όμως, η γεωμηχανική δεν μπορεί πια να αγνοηθεί. Δημόσια και ιδιωτικά κεφάλαια επενδύονται σε τεχνολογίες απομάκρυνσης άνθρακα και σε ερευνητικά προγράμματα κλιματικής τροποποίησης.
Οι επιστήμονες ενδέχεται να διαφωνούν ως προς το αν πρέπει να «σβήσουμε τον ήλιο» ή να ποντάρουμε στην ενίσχυση του κύκλου του άνθρακα, αλλά συγκλίνουν σε ένα βασικό σημείο: το καλύτερο σχέδιο είναι το αρχικό. Η πρώτη γραμμή άμυνας είναι η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου – το γρηγορότερο και με το μέγιστο δυνατό εύρος. Όπως απέδειξε και το πλήρωμα του Apollo 13, η ανθρωπότητα έχει την ευφυΐα να αναμετρηθεί με ακραίες προκλήσεις και την ευρηματικότητα να επιβιώσει. Αλλά ο πρώτος στόχος παραμένει να σταματήσουμε να προκαλούμε το πρόβλημα προτού αναγκαστούμε να δοκιμάσουμε λύσεις που μπορεί να φέρουν ακόμη χειρότερα αποτελέσματα.
Διαβάστε ακόμη