«Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια σιωπηλή κρίση: τα scrap αλουμινίου, η απαραίτητη πρώτη ύλη για ανακύκλωση, φεύγουν από την ήπειρο σε επίπεδα ρεκόρ». Με αυτή τη φράση ξεκινά η δημόσια ανάρτηση του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της Metlen, Ευάγγελου Μυτιληναίου, στο LinkedIn, συνοψίζοντας την ανησυχία που επικρατεί στη βιομηχανία ανακύκλωσης. Με φόντο τη δραματική αύξηση των εξαγωγών scrap αλουμινίου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο επικεφαλής του ομίλου Metlen επισημαίνει ότι «τα scrap αλουμινίου δεν είναι απόβλητα – είναι στρατηγική πρώτη ύλη με ενσωματωμένη αξία και ενέργεια». Κατά τον ίδιο, «η εξαγωγή τους, ειδικά σε αυτή την κλίμακα, υπονομεύει τους κλιματικούς στόχους, την ενεργειακή ασφάλεια και τα θεμέλια των βιομηχανιών καθαρής τεχνολογίας και άμυνας της Ευρώπης».

Η τοποθέτηση δεν έγινε τυχαία. Έρχεται στη σκιά μιας διατλαντικής εμπορικής σύγκρουσης, η οποία, όπως εύστοχα σημειώνει το Reuters, έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός νέου βιομηχανικού πολέμου – του λεγόμενου “scrap war”.

Πώς ξεκίνησε η μάχη: H αμερικανική δασμολογική πολιτική και το «παράθυρο εξαγωγών»

Η αφετηρία της κρίσης εντοπίζεται στην απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να αυξήσει τους δασμούς στις εισαγωγές πρωτογενούς αλουμινίου από 25% σε 50%, με ισχύ από 4 Ιουνίου 2025. Η απόφαση είχε σαφή στόχο: την ενίσχυση της εγχώριας μεταποίησης στις ΗΠΑ. Όμως, το scrap αλουμινίου εξαιρέθηκε ρητά από τους δασμούς – μια εξαίρεση που δημιούργησε ένα προφανές κενό: ένα ισχυρό κίνητρο arbitrage.

Εξαιτίας αυτού, οι Αμερικανοί εισαγωγείς άρχισαν να προσφέρουν σημαντικά υψηλότερες τιμές για ευρωπαϊκά scrap, υπερβαίνοντας τους ανταγωνιστές στην Ασία ή αλλού. Η Ευρώπη, με πλεονάζοντα διαθέσιμα scrap, μετατράπηκε σε κύρια πηγή τροφοδοσίας για τις ΗΠΑ. Και το αποτέλεσμα δεν άργησε να φανεί: σύμφωνα με την European Aluminium, οι εξαγωγές scrap από την ΕΕ προς τις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 273% μόνο στο πρώτο τρίμηνο του 2025, ενώ τα δύο τρίτα των συνολικών εξαγωγών του 2024 είχαν ήδη φύγει έως τον Μάρτιο της νέας χρονιάς.

Η Ευρώπη αδειάζει – και χάνει τους στόχους της

Η European Aluminium κάνει λόγο για μια «ολοκληρωτική κρίση scrap» στην Ευρώπη. Καθώς το υλικό φεύγει, η ήπειρος στερείται βασικών πόρων για την εγχώρια παραγωγή. Η ανακύκλωση αλουμινίου είναι 95% λιγότερο ενεργοβόρα και εκλύει μόλις το 5% των εκπομπών σε σχέση με την παραγωγή πρωτογενούς μετάλλου. Παράλληλα, το αλουμίνιο χαρακτηρίζεται «μόνιμο υλικό», με άπειρους κύκλους ανακύκλωσης χωρίς απώλεια ιδιοτήτων. Η ΕΕ έχει θέσει στόχο να διπλασιάσει τη χρήση ανακυκλωμένων υλικών έως το 2030, φτάνοντας από το 11,5% (2022) στο 22,4%. Όμως, η εκροή scrap υπονομεύει κάθε τέτοια προσπάθεια, αυξάνοντας την ανάγκη για πρωτογενή παραγωγή και μειώνοντας τις πιθανότητες επίτευξης των στόχων της «Πράσινης Συμφωνίας».

Αυτό που κάποτε λογιζόταν ως απόβλητο, σήμερα έχει μετατραπεί σε πολύτιμο αγαθό. Το scrap αλουμινίου διατηρεί ακέραιες τις ιδιότητές του μέσω άπειρων κύκλων ανακύκλωσης, απαιτεί 95% λιγότερη ενέργεια σε σχέση με την πρωτογενή παραγωγή και συνεπώς επιβαρύνει μόλις στο 5% τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Αυτά τα χαρακτηριστικά το καθιστούν πρωταγωνιστή στην παγκόσμια μάχη απανθρακοποίησης. Παράλληλα, η ζήτηση για ανακυκλωμένο αλουμίνιο αναμένεται να αυξηθεί κατά σχεδόν 50% μέχρι το 2050, με πιθανό έλλειμμα έως και 15 εκατομμύρια τόνους το 2030. Με αυτά τα δεδομένα, η «διαρροή scrap» δεν είναι απλώς εμπορικό πρόβλημα, είναι ζήτημα βιομηχανικής επιβίωσης.

Ο CEO της Hammerer Aluminium Industries, Rob van Gils, προειδοποιεί ότι αν συνεχιστεί η φυγή υλικού, η Ευρώπη θα αναγκαστεί να στραφεί σε λιγότερο φιλικές προς το περιβάλλον πρώτες ύλες. Την ίδια ώρα, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η τιμή του Midwest aluminium premium στις ΗΠΑ έχει φτάσει τα 1.325 δολάρια/τόνο, καταγράφοντας ρεκόρ και μετακυλίοντας αυξημένα κόστη στους καταναλωτές.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μετρά τις αντιδράσεις

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνώρισε επίσημα ότι οι μαζικές εξαγωγές scrap αποτελούν εμπόδιο στην Κυκλική Οικονομία. Στο Σχέδιο Δράσης Μαρτίου 2025 για τον χάλυβα και το αλουμίνιο, εξετάζεται η επιβολή εξαγωγικών δασμών έως 25%, ιδίως προς χώρες που εφαρμόζουν «αθέμιτες επιδοτήσεις» (όπως οι ΗΠΑ). Η σχετική δημόσια διαβούλευση ολοκληρώθηκε στις 10 Ιουνίου 2025 και, αν δεν υπάρξει συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ, τα αντίμετρα αναμένεται να τεθούν σε εφαρμογή από 15 Ιουλίου.

Ο Paul Voss, γενικός διευθυντής της European Aluminium, ζήτησε «άμεση δράση», καλώντας την Κομισιόν να προστατεύσει τους εγχώριους μεταποιητές και τις κρίσιμες δευτερογενείς πρώτες ύλες. Η Novelis, η μεγαλύτερη εταιρεία ανακύκλωσης αλουμινίου στον κόσμο, στηρίζει επίσης την ιδέα εξαγωγικών δασμών. Πηγές από την εταιρεία μιλούν για «θετική ανταπόκριση» της Κομισιόν προς αυτή την κατεύθυνση.

Ωστόσο, δεν συμφωνούν όλοι. Η EuRIC, η ένωση των ευρωπαϊκών εταιρειών ανακύκλωσης, αντιτίθεται ανοιχτά στην επιβολή δασμών. Εκπρόσωποί της τονίζουν ότι οι εξαγωγές είναι κρίσιμες για τη βιωσιμότητα του κλάδου, αφού «η εγχώρια ζήτηση είναι εξαιρετικά χαμηλή». Η EuRIC υποστηρίζει ότι το 80% του scrap παραμένει στην ΕΕ, ενώ το 20% εξάγεται γιατί δεν υπάρχει αγορά να το απορροφήσει.

Κάνει λόγο για «θεμελιώδες παράδοξο»: από τη μία η ΕΕ επιθυμεί κυκλικότητα και αυτάρκεια, από την άλλη δεν έχει ακόμη υποδομές ή κίνητρα για να απορροφήσει το σύνολο της παραγωγής scrap. Σύμφωνα με την EuRIC, οποιοσδήποτε δασμός, χωρίς παράλληλη ενεργοποίηση εργαλείων εσωτερικής ζήτησης, θα οδηγήσει σε συρρίκνωση της βιομηχανίας ανακύκλωσης.

Ζητούν, αντί για δασμούς, τη λήψη κανονιστικών και χρηματοδοτικών μέτρων, όπως η θέσπιση υποχρεωτικού ποσοστού ανακυκλωμένου περιεχομένου στα τελικά προϊόντα, η παροχή κινήτρων τόσο για τους παραγωγούς όσο και για τους καταναλωτές, η μείωση του κόστους ενέργειας για τις επιχειρήσεις ανακύκλωσης, καθώς και η ενσωμάτωση πράσινων κριτηρίων στις δημόσιες συμβάσεις.

Οι ΗΠΑ προβληματίζονται – και η Κίνα παρακολουθεί

Παρά την προφανή ωφέλεια από τις εξαγωγές scrap, και η Aluminum Association στις ΗΠΑ εξέφρασε προβληματισμό. Εκπρόσωποί της σημειώνουν ότι η εξίσωση αλουμινίου – χάλυβα είναι τεχνητή, καθώς πρόκειται για διαφορετικές αλυσίδες παραγωγής. Εκφράζουν φόβους ότι οι δασμοί ενδέχεται να πλήξουν την άμυνα και την εφοδιαστική αλυσίδα, οδηγώντας σε υψηλότερες τιμές για τους καταναλωτές.

Σε αυτό το γεωοικονομικό πλαίσιο, ο ρόλος της Κίνας γίνεται επίσης κρίσιμος. Η χώρα, που εισάγει σύμφωνα με το Bloomberg κατά μέσο όρο 1,8 εκατ. τόνους scrap τον χρόνο, βρίσκεται στη δυσμενή θέση να ανταγωνίζεται τους Αμερικανούς αγοραστές στις ίδιες ασιατικές αγορές πρώτης ύλης, ενώ ταυτόχρονα βλέπει την Ευρώπη να κλείνει δειλά τις εξαγωγικές βαλβίδες. Η χαλάρωση των κανόνων καθαρότητας από το Πεκίνο –προκειμένου να ενισχυθεί η εγχώρια ανακύκλωση και να καλυφθεί το όριο παραγωγικής ισχύος στο πρωτογενές αλουμίνιο– δεν φαίνεται να επαρκεί για να απορροφήσει το σοκ.

Η κρίση scrap δεν είναι απλώς ένα επεισόδιο εμπορικής πολιτικής. Αντανακλά τη νέα γεωοικονομική εποχή, όπου η ανακύκλωση γίνεται πεδίο ισχύος και κυριαρχίας. Οι ΗΠΑ εκμεταλλεύονται το δασμολογικό τους όπλο. Η Ευρώπη παλεύει να προσαρμόσει τα όργανά της. Η Κίνα ανησυχεί για τον εφοδιασμό της. Όπως γράφει ο Μυτιληναίος: «Πρέπει να σταματήσουμε να χαρίζουμε το ανταγωνιστικό μας πλεονέκτημα και να αρχίσουμε να το υπερασπιζόμαστε». Η έκκλησή του δεν αφορά απλώς τη βιομηχανία. Αφορά το δικαίωμα της Ευρώπης να παραμείνει κυρίαρχη, πράσινη και στρατηγικά ανεξάρτητη.

Διαβάστε ακόμη