Στη Βόρεια Ελλάδα εκτιμάται ότι υπάρχει πολύ σημαντικός αναξιοποίητος ορυκτός πλούτος, ενώ συνολικά στη χώρα μας βρίσκεται το 10% των κρίσιμων πρώτων υλών της ΕΕ ανέφερε κατά τη συζήτηση που έγινε στο πλαίσιο του Φόρουμ των Δελφών ο πρόεδρος της Ελληνικός Χρυσός, Χρήστος Μπαλάσκας.

Απαντώντας σε ερώτηση αν η ελληνική πολιτεία έχει αντιληφθεί την αναπτυξιακή διάσταση της αξιοποίησης των στερεών ορυκτών πόρων, ο κ. Μπαλάσκας είπε ότι «θα έλεγα πως καθυστέρησε, αλλά ναι, τόσο η Ελλάδα όπως και η Ευρώπη συνολικά έχουν κατανοήσει τη σημασία των κρίσιμων και στρατηγικών πρώτων υλών και γι’ αυτό γίνονται κινήσεις, όπως η Ευρωπαϊκή Πράξη για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες, που αποσκοπούν στη μείωση της υπερβολικής εξάρτησης από τρίτες χώρες».

Ο κ. Μπαλάσκας εκτίμησε ότι «η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία μπορεί να κινητοποιήσει επενδύσεις άνω του μισού δισ. ευρώ, με μακροπρόθεσμο στόχο την αύξηση της συμβολής της στο ΑΕΠ της χώρας από 3% που είναι σήμερα, παρά τις γεωστρατηγικές και ενεργειακές προκλήσεις» και συμπλήρωσε ότι «λόγω των κρίσιμων τεχνολογιών που απαιτούνται για την απαλλαγή από τον άνθρακα, η ζήτηση για κρίσιμες πρώτες ύλες προβλέπεται να αυξηθεί δραστικά».

Η δραστηριότητα γύρω από τους ορυκτούς πόρους, ανέφερε, παραδοσιακά αποτελεί οδηγό οικονομικής ανάπτυξης, απασχόλησης (σε αστικά κέντρα αλλά κυρίως στην περιφέρεια),καινοτομίας, εμπορίου και τελικά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την ελληνική οικονομία. Μπορεί να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη και να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, συμβάλλοντας έτσι στις προσπάθειες της ελληνικής οικονομικής διπλωματίας, να ενισχύσει τις οικονομικές της σχέσεις με άλλες χώρες και περιοχές, να προωθήσει το εμπόριο και να οδηγήσει την ανάπτυξη σε αναξιοποίητες επενδυτικές ευκαιρίες.

Κλείνοντας, τόνισε πως «η εδραίωση εμπιστοσύνης και η απόκτηση και διατήρηση της Social License to Operate (κοινωνική άδεια λειτουργίας) είναι όλο και μεγαλύτερη πρόκληση, με ένα διευρυνόμενο φάσμα ενδιαφερομένων μερών (stakeholders) και θεμάτων και το “κλειδί” είναι η μακροπρόθεσμη εστίαση στη δημιουργία αξίας πέρα από τη ζωή των μεταλλείων, καθώς και η συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες για την από κοινού ανάπτυξη βιώσιμων και αμοιβαίως επωφελών λύσεων.»