Το 2025 καταγράφεται ως η χρονιά που η λειψυδρία έπαψε να αντιμετωπίζεται ως ένα παροδικό περιβαλλοντικό φαινόμενο και μετατράπηκε σε κεντρικό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό ζήτημα. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, το νερό βρέθηκε στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου όχι μόνο ως φυσικός πόρος υπό πίεση, αλλά ως κρίσιμη υποδομή, με άμεσες επιπτώσεις στην καθημερινότητα, στους λογαριασμούς, στον αναπτυξιακό σχεδιασμό και στη λειτουργία του κράτους.

Η χρονιά ξεκίνησε με τα σημάδια της κρίσης ήδη ορατά. Οι μειωμένες εισροές, η ανομβρία και οι χαμηλές χιονοπτώσεις είχαν οδηγήσει τους βασικούς ταμιευτήρες της Αττικής – Μόρνο, Εύηνο, Υλίκη και Μαραθώνα – σε επίπεδα που προκαλούσαν ανησυχία. Καθώς προχωρούσε το 2025, η εικόνα αυτή δεν αντιστράφηκε. Αντίθετα, επιδεινώθηκε, με τα συνολικά αποθέματα του συστήματος να υποχωρούν σε ιστορικά χαμηλά, αναγκάζοντας την Πολιτεία να παραδεχθεί ότι η χώρα εισέρχεται σε καθεστώς μόνιμης υδατικής πίεσης.

Ένα καθοριστικό ορόσημο ήρθε το φθινόπωρο, όταν η Αττική κηρύχθηκε επίσημα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω λειψυδρίας. Η ενεργοποίηση του άρθρου 55 δεν είχε μόνο θεσμικό χαρακτήρα· αποτέλεσε σαφές πολιτικό μήνυμα ότι το πρόβλημα δεν μπορούσε πλέον να αντιμετωπιστεί με αποσπασματικά μέτρα. Από εκείνο το σημείο και μετά, το νερό πέρασε στον πυρήνα της κυβερνητικής ατζέντας, δίπλα στην ενέργεια και την κλιματική προσαρμογή.

Στο ίδιο χρονικό πλαίσιο, η ΕΥΔΑΠ παρουσίασε το συνολικό της σχέδιο θωράκισης της Αττικής, με αιχμή το έργο του Εύρυτου, το οποίο αναδείχθηκε σε σύμβολο της νέας εποχής στη διαχείριση των υδάτων. Όχι τόσο για τα τεχνικά του χαρακτηριστικά – τα οποία ήταν σε μεγάλο βαθμό γνωστά – όσο για το πολιτικό του βάρος: ένα έργο μεγάλης κλίμακας, με μακρύ ορίζοντα, που σηματοδοτεί τη μετάβαση από τη διαχείριση της επάρκειας στη διαχείριση του ρίσκου. Το 2025 δεν ήταν η χρονιά υλοποίησης του Εύρυτου, αλλά η χρονιά κατά την οποία το έργο «κλείδωσε» ως στρατηγική επιλογή, με σαφές χρονοδιάγραμμα και ρητή δέσμευση ότι αποτελεί προτεραιότητα εθνικής σημασίας.

Παράλληλα, η ίδια χρονιά σφραγίστηκε από τις άμεσες παρεμβάσεις που τέθηκαν σε εφαρμογή για να κερδηθεί χρόνος. Οι γεωτρήσεις, η ενεργοποίηση υφιστάμενων υποδομών και η ανακατανομή των περιβαλλοντικών παροχών δεν λειτούργησαν απλώς ως τεχνικά μέτρα, αλλά ως πολιτική παραδοχή ότι το σύστημα δεν αντέχει άλλη καθυστέρηση. Το μήνυμα ήταν σαφές: η Αττική μπορεί να «κρατηθεί όρθια» για λίγα χρόνια, αλλά χωρίς τα μεγάλα έργα το περιθώριο εξαντλείται.

Αλλάζει η τιμολόγηση του νερού

Το δεύτερο μεγάλο ορόσημο του 2025, όμως, δεν είχε τη μορφή εργοταξίου. Είχε τη μορφή λογαριασμού. Η έγκριση των νέων τιμολογίων νερού που είχε προτείνει η ΕΥΔΑΠ από τη ΡΑΑΕΥ αποτέλεσε σημείο καμπής. Ο πιο απτός τρόπος με τον οποίο η λειψυδρία του 2025 «μεταφράστηκε» σε πολιτική απόφαση ήταν τελικά τα τιμολόγια. Για πρώτη φορά μετά από 15 και πλέον χρόνια, το καθεστώς χρέωσης του νερού στην Αττική αναθεωρείται όχι αποσπασματικά, αλλά στο πλαίσιο μιας πλήρους πενταετούς ρυθμιστικής περιόδου.

Συγκεκριμένα, από την 1η Ιανουαρίου 2026 οι χρεώσεις κατανάλωσης του νερού και της αποχέτευσης παραμένουν αμετάβλητες σε όλες τις κλίμακες για τα νοικοκυριά, γεγονός που αποτέλεσε κεντρική πολιτική επιλογή, ώστε να μην επιβαρυνθεί η βασική οικιακή χρήση. Η αλλαγή εντοπίζεται αποκλειστικά στα πάγια. Το πάγιο ύδρευσης αυξάνεται κατά 1 ευρώ τον μήνα, ενώ εισάγεται για πρώτη φορά πάγιο αποχέτευσης ύψους 1 ευρώ τον μήνα, πλέον ΦΠΑ. Σε τριμηνιαία βάση, η αύξηση ανέρχεται σε 6 ευρώ προ ΦΠΑ, ενώ μαζί με τον ΦΠΑ η συνολική επιβάρυνση φθάνει τα 7,48 ευρώ ανά τρίμηνο. Σε ετήσια βάση, το πρόσθετο κόστος διαμορφώνεται στα 24 ευρώ προ ΦΠΑ, καθώς το συνολικό ύψος των παγίων ανέρχεται πλέον στα 36 ευρώ τον χρόνο, έναντι 12 ευρώ που ίσχυαν έως σήμερα.

Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στο σκέλος της κοινωνικής πολιτικής. Για τους δικαιούχους κοινωνικού τιμολογίου, τους πολύτεκνους και τους υπερήλικες, μηδενίζεται πλήρως οποιαδήποτε πάγια χρέωση, τόσο στην ύδρευση όσο και στην αποχέτευση, ενώ οι τιμές κατανάλωσης παραμένουν ακριβώς οι ίδιες. Έτσι, οι ευάλωτες ομάδες όχι μόνο δεν επιβαρύνονται από τις αλλαγές, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις καταγράφεται και μείωση στον τελικό λογαριασμό, καθώς καταργείται το υφιστάμενο πάγιο που ίσχυε μέχρι σήμερα .

Η αναπροσαρμογή των παγίων συνδέεται άμεσα με το επιχείρημα της χρηματοδότησης κρίσιμων υποδομών. Όπως επισημαίνεται στο επίσημο ενημερωτικό σημείωμα της ΕΥΔΑΠ, τα τιμολόγια είχαν παραμείνει αμετάβλητα για πάνω από μία δεκαπενταετία, την ώρα που το ενεργειακό κόστος αυξήθηκε σημαντικά, ο σωρευτικός πληθωρισμός ξεπέρασε το 28% και οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης – ξηρασίες και ακραία πλημμυρικά φαινόμενα – επιβαρύνουν ολοένα και περισσότερο το σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης. Τα πρόσθετα έσοδα από τα νέα πάγια προορίζονται αποκλειστικά για την κάλυψη αναγκαίων έργων υποδομής, όπως η αντικατάσταση παλαιών αγωγών, η μείωση διαρροών, η ψηφιακή παρακολούθηση των δικτύων και τα έργα ανθεκτικότητας απέναντι στη λειψυδρία .

Το 2025 ήταν επίσης η χρονιά κατά την οποία η ΕΥΔΑΠ συνέδεσε ευθέως τα τιμολόγια με το επενδυτικό της πρόγραμμα ύψους 2,5 δισ. ευρώ, καθιστώντας σαφές ότι οι αναπροσαρμογές δεν αποσκοπούν στην αύξηση εσόδων καθαυτή, αλλά στη χρηματοδότηση έργων που σχετίζονται με τη λειψυδρία, την αντικατάσταση δικτύων, τη μείωση διαρροών και την ψηφιακή εποπτεία. Την ίδια στιγμή, η ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας – με μηδενισμό των παγίων για ευάλωτες ομάδες – λειτούργησε ως πολιτικό αντίβαρο σε μια απόφαση με αναπόφευκτο κοινωνικό αποτύπωμα.

Το τρίτο κρίσιμο αποτύπωμα της χρονιάς ήταν θεσμικό. Το μοντέλο των «δύο πυλώνων», με την ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ να αναλαμβάνουν διευρυμένο ρόλο στη διαχείριση όχι μόνο της ύδρευσης αλλά και της άρδευσης, σηματοδότησε την πρόθεση του κράτους να περάσει από τον κατακερματισμό σε πιο συγκεντρωτική και συντονισμένη διακυβέρνηση των υδάτων. Όπως δήλωσε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου, για πρώτη φορά ύδρευση και άρδευση τίθενται κάτω από κοινή ομπρέλα διαχείρισης, με στόχο καλύτερη ιεράρχηση και ανθεκτικότητα σε συνθήκες παρατεταμένης ξηρασίας.

Κλείνοντας το 2025, το νερό δεν είναι πλέον ένα «αόρατο» αγαθό. Είναι πολιτική προτεραιότητα, ρυθμιστικό αντικείμενο, επενδυτικό πεδίο και κοινωνικό ζήτημα. Η χρονιά αυτή δεν έδωσε οριστικές λύσεις, αλλά χάραξε καθαρά τα ορόσημα: την παραδοχή του προβλήματος, τη θεσμική κινητοποίηση, τη σύνδεση κόστους και επενδύσεων και την έναρξη ενός νέου κύκλου αποφάσεων. Το 2026 ξεκινά με το νερό στο προσκήνιο – και με το στοίχημα να μην χαθεί άλλος χρόνος.

Διαβάστε ακόμη