Την Τετάρτη αναμένεται να πραγματοποιηθεί στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας μια ιδιαίτερα ουσιαστική συνάντηση για το μέλλον των βιώσιμων κτιρίων στην Ελλάδα, με αντικείμενο τη διαμόρφωση του οδικού χάρτη “Whole Life Carbon” – της πρώτης ολοκληρωμένης στρατηγικής για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των κτιρίων στη χώρα. Στόχος της πρωτοβουλίας, που αναπτύσσεται από το Ελληνικό Συμβούλιο Αειφόρων Κτιρίων (SBC Greece) σε συνεργασία με το ΥΠΕΝ και το World Green Building Council (WGBC), είναι να χαράξει μέχρι το τέλος του 2026 μια εθνική πολιτική για τον ενσωματωμένο και λειτουργικό άνθρακα – δηλαδή για τις εκπομπές που παράγονται τόσο κατά την κατασκευή όσο και κατά τη λειτουργία των κτιρίων.

Το Συμβούλιο Αειφόρων Κτιρίων Ελλάδος (Sustainable Building Council Greece – SBC Greece) αποτελεί έναν ανεξάρτητο, μη κερδοσκοπικό φορέα που δημιουργήθηκε με στόχο να φέρει τη χώρα στον διεθνή χάρτη της πράσινης δόμησης. Η ίδρυσή του, σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης και πολιτικής αβεβαιότητας, είχε μια ξεκάθαρη φιλοδοξία: να καταστήσει την Ελλάδα ενεργό μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Πράσινων Κτιρίων (World Green Building Council – WGBC) και να συμβάλει ουσιαστικά στη μετάβαση προς έναν βιώσιμο και υγιή δομημένο χώρο.

Από την πρώτη στιγμή, το SBC Greece ανέδειξε τις παθογένειες της εγχώριας αγοράς – το ενεργοβόρο και γερασμένο κτιριακό απόθεμα, την αστική ανορθογραφία, την καθυστέρηση στην εφαρμογή των ευρωπαϊκών κανόνων και την εδραιωμένη αντίληψη ότι η αειφορία κοστίζει ακριβά. Μέσα από δράσεις, εκπαιδεύσεις και διαβούλευση με την Πολιτεία, επιχειρεί να αλλάξει αυτή την εικόνα, αποδεικνύοντας ότι τα αειφόρα κτίρια δεν είναι πολυτέλεια, αλλά οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά αναγκαία.

«Έχουμε αρκετά βήματα να κάνουμε και πρέπει να κινηθούμε πολύ γρηγορότερα», ανέφερε στο πλαίσιο δημοσιογραφικής ενημέρωσης ο πρόεδρος του SBC Greece, Αλέξανδρος Αθανασούλας, επισημαίνοντας ότι η αειφορία δεν εξαντλείται στην εξοικονόμηση ενέργειας. «Το ζητούμενο δεν είναι απλώς να καίμε λιγότερο ρεύμα ή λιγότερο αέριο, αλλά να αντιμετωπίσουμε συνολικά το περιβαλλοντικό και κοινωνικό αποτύπωμα των κατασκευών – από τα υλικά που χρησιμοποιούμε έως τον τρόπο που ζούμε και εργαζόμαστε μέσα στα κτίρια. Η αειφορία είναι ένα ολιστικό στοίχημα που αφορά την ποιότητα ζωής, την υγεία και την ανθεκτικότητα των κοινοτήτων απέναντι στις νέες περιβαλλοντικές προκλήσεις».

Ο οδικός χάρτης

Το ελληνικό σχέδιο για αειφόρα κτίρια εντάσσεται σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα του ERN (European Regional Network) του WGBC, όπου η Ελλάδα είναι μία από τις τέσσερις νέες χώρες που συμμετέχουν για το 2024–2026. Σύμφωνα με το ΔΣ του Συμβουλίου, στόχος είναι έως το τέλος του 2026 να παραδοθεί στο ΥΠΕΝ ο οδικός χάρτης για τα “Whole Life Carbon Buildings”, ώστε να ενσωματωθεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό στις εθνικές πολιτικές.

Ο υπό διαμόρφωση οδικός χάρτης επικεντρώνεται στη μέτρηση και μείωση του συνολικού ανθρακικού αποτυπώματος των κτιρίων, τόσο κατά την ανέγερση όσο και κατά τη λειτουργία τους. Στόχος είναι να ληφθούν υπόψη — για πρώτη φορά σε εθνικό επίπεδο — οι εκπομπές που συνδέονται με ολόκληρο τον κύκλο ζωής ενός κτιρίου, από την παραγωγή των υλικών έως την κατεδάφιση. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ειδικοί του Συμβουλίου εξήγησαν ότι το αποτύπωμα άνθρακα χωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες: τον ενσωματωμένο και τον λειτουργικό άνθρακα.

Ο ενσωματωμένος άνθρακας αφορά την «αποθηκευμένη» περιβαλλοντική επίπτωση των υλικών που χρησιμοποιούνται – δηλαδή το ενεργειακό και εκπομπικό κόστος που παράγεται κατά την εξόρυξη, τη μεταφορά, την κατασκευή και την εγκατάστασή τους. Είναι ο άνθρακας που «μένει» μέσα στο κτίριο από τη στιγμή που χτίζεται και μετά». Αντίθετα, ο λειτουργικός άνθρακας αφορά τις εκπομπές που συνδέονται με τη λειτουργία του κτιρίου — τη θέρμανση, την ψύξη, τον φωτισμό και τη συνολική του ενεργειακή κατανάλωση — καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του, που μπορεί να ξεπερνά τα 50 χρόνια.

Η ένταξη και των δύο παραμέτρων στον σχεδιασμό νέων κτιρίων θεωρείται κομβική, καθώς επιτρέπει τη δημιουργία πληρέστερων και συγκρίσιμων δεικτών βιωσιμότητας, οδηγώντας σταδιακά τη μετάβαση από τα «ενεργειακά αποδοτικά» στα «κτίρια ουδέτερου άνθρακα». Σε αυτή τη νέα κατηγορία, το αποτύπωμα εκπομπών δεν είναι απλώς εκτιμώμενο, αλλά πλήρως υπολογισμένο, τεκμηριωμένο και ικανό να παρακολουθείται σε όλο τον κύκλο ζωής του κτιρίου.

Το πραγματικό κόστος

«Η αειφορία αντιμετωπίζεται συχνά ως πολυτέλεια, όμως στην πραγματικότητα το να μην επενδύεις σε αυτήν είναι πολύ ακριβότερο», τόνισε ο αντιπρόεδρος του SBC Greece, Παντελής Λεβαντής. Όπως εξήγησε, το κόστος της αδράνειας – των ζημιών από φυσικές καταστροφές, των ενεργειακών απωλειών και των αναγκαστικών ανακαινίσεων – υπερβαίνει κατά πολύ την αρχική δαπάνη μιας σωστά σχεδιασμένης, αειφόρας κατασκευής.

Σε αυτό το πλαίσιο, η επιβάρυνση στο κόστος μιας νέας κατασκευής ή μιας ανακαίνισης που πληροί τα κριτήρια αειφορίας δεν ξεπερνά το 5%–8% του συνολικού προϋπολογισμού, σύμφωνα με τα στοιχεία του SBC Greece. «Όταν το έργο γίνεται σωστά, η επιπλέον δαπάνη είναι περιορισμένη και αντισταθμίζεται γρήγορα από τα οφέλη», εξήγησε, προσθέτοντας ότι τα βιώσιμα κτίρια έχουν μακροπρόθεσμα θετικό ισοζύγιο. «Για κάθε 1 ευρώ που επενδύουμε σε αειφόρα κτίρια, εξοικονομούμε περίπου 6 ευρώ σε κόστη ανθεκτικότητας από φυσικές καταστροφές – πλημμύρες, καύσωνες, σεισμούς, φαινόμενα που επιβαρύνουν την οικονομία και τα δημόσια ταμεία».

Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην αρχή του “Life Cycle Costing”, δηλαδή της αποτίμησης του συνολικού κόστους κύκλου ζωής ενός κτιρίου. Ένα συμβατικό κτίριο, σημειώθηκε, «πληρώνεται» στην πράξη 2,5 έως 3 φορές κατά τη διάρκεια ζωής του (70–80 έτη), λόγω των επαναλαμβανόμενων ανακαινίσεων, των ενεργειακών απωλειών και των ζημιών που προκύπτουν από την έλλειψη ανθεκτικότητας.

Όπως ανέφεραν οι εκπρόσωποι του Συμβουλίου, η επένδυση σε αειφόρο σχεδιασμό δεν αυξάνει απλώς τη διάρκεια ζωής του κτιρίου, αλλά προσδίδει και υπεραξία. Η μεταπώληση ή η μίσθωση ενός πιστοποιημένου ακινήτου είναι πιο εύκολη και αποδοτική, ενώ μειώνεται δραστικά και το κόστος λειτουργίας. «Στην πραγματικότητα», όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά, «πληρώνουμε ήδη το κόστος του ότι δεν έχουμε αειφορία – το βλέπουμε στα ακραία καιρικά φαινόμενα και στις επιπτώσεις τους πάνω στα κτίριά μας».

Στόχος δεν είναι η κατεδάφιση των παλαιών κτιρίων αλλά η ανακαίνισή τους, με βάση την αρχή ότι η αναβάθμιση του υφιστάμενου αποθέματος αποτελεί τον πιο ρεαλιστικό και περιβαλλοντικά υπεύθυνο δρόμο. Όπως επισημάνθηκε η Ελλάδα διαθέτει γερασμένο κτιριακό απόθεμα· αν επιχειρούσε να το αντικαταστήσει εξ ολοκλήρου, θα χρειαζόταν ουσιαστικά να ξαναχτίσει τη χώρα από την αρχή. Η στρατηγική επομένως μετατοπίζεται από τη λογική της κατεδάφισης προς την επαναχρησιμοποίηση, την ανακαίνιση και την ενεργειακή – λειτουργική αναβάθμιση των κτιρίων, με στόχο να περιοριστεί το περιβαλλοντικό αποτύπωμα και να ενισχυθεί η ανθεκτικότητά τους.

Σύμφωνα με τους μηχανικούς ο Δημόσιο πρέπει να δείξει πρώτο τον δρόμο, ξεκινώντας από τα δικά του κτίρια και ειδικότερα από τα σχολεία, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως πρότυπα αειφορίας και ανθρωποκεντρικού σχεδιασμού. «Η αειφορία στα σχολικά κτίρια δεν είναι θεωρητική έννοια», ανέφερε. «Έχει άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητα των παιδιών: σε πιστοποιημένα σχολεία στο εξωτερικό, οι απουσίες μαθητών μειώθηκαν κατά 20%, ενώ η συγκέντρωση και η ευεξία τους βελτιώθηκαν αισθητά. Αυτό είναι το μέτρο της επιτυχίας».

Οι τρεις πυλώνες

Η συζήτηση για τον οδικό χάρτη «Whole Life Carbon» ανέδειξε ότι ο ρόλος του Συμβουλίου Αειφόρων Κτιρίων Ελλάδος (SBC Greece) δεν περιορίζεται στην τεχνική υποστήριξη της Πολιτείας. Αντιθέτως, λειτουργεί ως κεντρικός θεσμικός συνομιλητής ανάμεσα στην αγορά, τους μηχανικούς, τους επενδυτές και τους φορείς χάραξης πολιτικής, διαμορφώνοντας ενεργά την πορεία της χώρας προς ένα βιώσιμο δομημένο περιβάλλον.

Το έργο του Συμβουλίου αναπτύσσεται γύρω από τρεις αλληλένδετους πυλώνες δράσης – διαβούλευση και θεσμική εκπροσώπηση, έρευνα και εκπαίδευση, καθώς και πιστοποίηση αειφορίας.

  • Πυλώνας Α: Διαβούλευση και Προάσπιση (Advocacy & Consultation)

Το SBC Greece δρα σε θεσμικό επίπεδο ως συνομιλητής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ελληνικού κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης, με αποστολή την άσκηση θετικής επιρροής στη νομοθεσία και τη διαμόρφωση πολιτικών βιώσιμης ανάπτυξης. Μέσω Ειδικών Επιτροπών, συμμετέχει στη διαμόρφωση του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ) και άλλων ρυθμιστικών πρωτοβουλιών, ενώ στα ετήσια συνέδριά του συμμετέχουν εκπρόσωποι της κυβέρνησης, παρουσιάζοντας το κυβερνητικό σχέδιο για την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και την πράσινη μετάβαση των πόλεων.

  • Πυλώνας Β: Έρευνα και Εκπαίδευση (Research & Education)

Στόχος του δεύτερου πυλώνα είναι η ανάπτυξη τεχνογνωσίας και η εκπαίδευση των επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται στον κτιριακό τομέα. Το SBC Greece συνεργάζεται με κορυφαίους διεθνείς οργανισμούς, όπως το Building Research Establishment (BRE), το World Green Building Council (WGBC) και το German Sustainable Building Council (DGNB).

Μέσω της συνεργασίας με τη DGNB Academy, διοργανώνει εξειδικευμένα σεμινάρια και πιστοποιημένα προγράμματα κατάρτισης σε θέματα όπως η Κλιματική Αλλαγή, το ESG (Περιβαλλοντική, Κοινωνική και Εταιρική Διακυβέρνηση), τα Κτίρια Ουδέτερου Άνθρακα και η Κυκλική Δόμηση. Η εκπαιδευτική προσέγγιση του Συμβουλίου είναι ολιστική, ενθαρρύνοντας την ανάπτυξη δεξιοτήτων πέρα από την περιβαλλοντική τεχνολογία, με έμφαση στη διαχείριση σύνθετων προκλήσεων και στην ανθρωποκεντρική αντίληψη της αρχιτεκτονικής.

  • Πυλώνας Γ: Συστήματα Αξιολόγησης και Πιστοποίησης Αειφορίας (Certification & Rating Systems)

Ο τρίτος πυλώνας επικεντρώνεται στην προώθηση και εφαρμογή διεθνών συστημάτων πιστοποίησης αειφορίας κτιρίων στην Ελλάδα, παρέχοντας ένα κοινό πλαίσιο αξιολόγησης και διεθνούς αναγνώρισης.

Το SBC Greece συνεργάζεται με τους τρεις κορυφαίους οργανισμούς παγκοσμίως:

  1. LEED (Leadership in Energy and Environmental Design – USGBC): το πιο αναγνωρισμένο διεθνές πρότυπο
  2. BREEAM (Building Research Establishment Environmental Assessment Method): το πρώτο σύστημα αξιολόγησης πράσινων κτιρίων παγκοσμίως
  3. DGNB (Deutsche Gesellschaft für Nachhaltiges Bauen): ένα ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό σύστημα που αξιολογεί κτίρια σε έξι θεματικούς άξονες, από την περιβαλλοντική επίδοση έως την κοινωνικοπολιτισμική και οικονομική τους ποιότητα.

Η πραγματικότητα δείχνει ότι η Ελλάδα παραμένει πίσω: μόλις 100 ιδιωτικά κτίρια σε ολόκληρη τη χώρα διαθέτουν διεθνή πιστοποίηση (LEED, BREEAM ή DGNB), ενώ δεν υπάρχει ακόμη εθνικό σύστημα πιστοποίησης αειφορίας. Στο μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχωρά στην εφαρμογή ενιαίου χρονοδιαγράμματος, σύμφωνα με το οποίο όλα τα νέα δημόσια κτίρια και στη συνέχεια τα ιδιωτικά θα πρέπει να διαθέτουν πιστοποιημένες επιδόσεις αειφορίας, ώστε να θεωρούνται συμβατά με τη νέα ευρωπαϊκή Οδηγία για τα κτίρια.

Ιδιαίτερο βάρος δίνεται πλέον στον επανεξορισμό του «κτιρίου αναφοράς», όπως αυτό ορίζεται σήμερα από τον ΚΕΝΑΚ (Κανονισμός Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων). Ο ισχύων κανονισμός εξετάζει σχεδόν αποκλειστικά την ενεργειακή απόδοση — ένα μόλις 20% της συνολικής εικόνας αειφορίας. Ωστόσο, η πραγματική βιωσιμότητα ενός κτιρίου δεν περιορίζεται στην κατανάλωση ρεύματος ή καυσίμου.

Όπως επεσήμανε ο Παντελής Λεβαντής, «ο ΚΕΝΑΚ μιλά για την ενέργεια, όχι όμως για το πώς κατασκευάζεται το κτίριο, με τι υλικά, τι ψυκτικά υγρά χρησιμοποιούνται, πώς διαχειρίζεται το νερό ή τα απόβλητα, ούτε για την ποιότητα του εσωτερικού αέρα και τον φυσικό φωτισμό». Η αειφορία, πρόσθεσε, είναι ένα ολιστικό σύστημα αξιολόγησης, ένα πλαίσιο που λαμβάνει υπόψη όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας γύρω από το κτίριο — από την υγεία και την ευεξία των χρηστών έως τη διαχείριση φυσικών πόρων και αποβλήτων.

Η επόμενη μέρα της δόμησης στην Ελλάδα και την Ευρώπη θα απαιτεί κτίρια που δεν είναι απλώς ενεργειακά αποδοτικά, αλλά “Whole Life Buildings”: κτίρια με μειωμένο αποτύπωμα άνθρακα σε κάθε στάδιο του κύκλου ζωής τους — από τη μελέτη και την κατασκευή έως τη χρήση, τη συντήρηση και, τελικά, την ανακύκλωση των υλικών τους. Πρόκειται για το επόμενο βήμα μιας μετάβασης όπου η αρχιτεκτονική, η τεχνολογία και η κοινωνική ευθύνη συναντώνται, καθορίζοντας το νέο υπόδειγμα αειφόρου δόμησης για τη χώρα.

Διαβάστε ακόμη