Οι πυρκαγιές του 2024 στον Αμαζόνιο χαρακτηρίστηκαν ως οι πιο καταστροφικές των τελευταίων είκοσι ετών, προκαλώντας τεράστια περιβαλλοντική ζημιά. Σύμφωνα με μελέτη του Κοινού Κέντρου Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Biogeosciences, οι φωτιές απελευθέρωσαν περίπου 791 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα — ποσότητα σχεδόν ισοδύναμη με τις ετήσιες εκπομπές της Γερμανίας.
Η έρευνα καταδεικνύει ότι περίπου 3,3 εκατομμύρια εκτάρια τροπικού δάσους επηρεάστηκαν μόνο το περασμένο έτος. Οι επιστήμονες αποδίδουν την ένταση και την έκταση των πυρκαγιών σε έναν συνδυασμό παραγόντων: την παρατεταμένη και ακραία ξηρασία, η οποία επιδεινώνεται από την κλιματική αλλαγή· τη συνεχιζόμενη αποσπασματική αποψίλωση και τον κατακερματισμό του δάσους· αλλά και την κακή διαχείριση της γης, όπως οι ανεξέλεγκτες αγροτικές καύσεις ή οι εμπρησμοί από καταπατητές. Αυτοί οι παράγοντες έχουν οδηγήσει σε σοβαρή υποβάθμιση του Αμαζονίου, υπονομεύοντας την ικανότητά του να λειτουργεί ως «πνεύμονας» του πλανήτη.
Οι πυρκαγιές ξεπέρασαν την αποψίλωση ως κύρια πηγή εκπομπών CO2 στην περιοχή
Η μελέτη επισημαίνει ότι την τριετία 2022–2024, η υποβάθμιση του δάσους λόγω πυρκαγιών ξεπέρασε για πρώτη φορά την αποψίλωση ως κύρια πηγή εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην περιοχή. Οι εκπομπές που καταγράφηκαν το 2024 ήταν επταπλάσιες σε σχέση με τον μέσο όρο των δύο προηγούμενων ετών, γεγονός που δείχνει την ένταση της κρίσης.
Η γεωγραφική έκταση των πυρκαγιών αποτυπώνει τη σοβαρότητα του φαινομένου. Στη Βραζιλία, το 2024 σημειώθηκε το υψηλότερο επίπεδο εκπομπών που έχει ποτέ καταγραφεί, ενώ στη Βολιβία οι φωτιές κατέκαψαν πάνω από το 9% της εναπομείνασας άθικτης δασικής κάλυψης. Η απώλεια αυτή θεωρείται εξαιρετικά σοβαρή, καθώς πλήττει μια από τις σημαντικότερες περιοχές βιοποικιλότητας στη Νότια Αμερική.
Η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε μια νέα, πιο ακριβή μεθοδολογία που συνδυάζει δεδομένα από δορυφόρους και προηγμένα υπολογιστικά μοντέλα. Τα δεδομένα προήλθαν από το σύστημα παρακολούθησης Τροπικών Υγρών Δασών και το Παγκόσμιο Σύστημα Πληροφοριών για Δασικές Πυρκαγιές, ενώ εφαρμόστηκαν φίλτρα ώστε να αποκλειστούν ψευδή σήματα, όπως εκείνα που προκαλούνται από γεωργικές καύσεις ή νεφοκάλυψη. Για την εκτίμηση των εκπομπών και των περιθωρίων αβεβαιότητας, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν τη μέθοδο προσομοιώσεων Μόντε Κάρλο, λαμβάνοντας υπόψη κρίσιμες μεταβλητές όπως η πυκνότητα βιομάζας, η ένταση της καύσης και η έκταση των πληγεισών περιοχών.
Σε ανακοίνωσή τους, οι ερευνητές προειδοποιούν ότι η μεγαλύτερη απειλή για το μέλλον του Αμαζονίου δεν είναι μόνο η πλήρης αποψίλωση, αλλά και η αργή, σχεδόν «αόρατη» υποβάθμιση του δάσους. Τα υποβαθμισμένα τμήματα μπορεί να δείχνουν ανέπαφα από αεροφωτογραφίες, ωστόσο έχουν χάσει σημαντικό ποσοστό της βιομάζας και της οικολογικής τους λειτουργικότητας. Επειδή δεν εντάσσονται πάντα στα επίσημα συστήματα παρακολούθησης, ο πραγματικός βαθμός της καταστροφής συχνά υποεκτιμάται.
Η μελέτη καλεί σε άμεση και συντονισμένη δράση για την πρόληψη των πυρκαγιών, την ενίσχυση των πολιτικών προστασίας και την υποστήριξη των τοπικών και αυτόχθονων κοινοτήτων που διαχειρίζονται βιώσιμα τα δάση. Τονίζεται επίσης η ανάγκη δημιουργίας πιο ισχυρών διεθνών μηχανισμών χρηματοδότησης για το κλίμα, που να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο την αποψίλωση, αλλά και την υποβάθμιση των δασικών οικοσυστημάτων.
Η μελέτη των επιστημόνων λειτουργεί ως σαφές καμπανάκι κινδύνου: χωρίς άμεση δράση, ο Αμαζόνιος κινδυνεύει να χάσει οριστικά τον ρόλο του ως ένα από τα σημαντικότερα οικολογικά συστήματα ρύθμισης του κλίματος στον πλανήτη.
Διαβάστε ακόμη