Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της ενεργειακής μετάβασης, ισορροπώντας ανάμεσα σε προκλήσεις και ευκαιρίες. Η χώρα μας κατατάσσεται στην 27η θέση παγκοσμίως στον Δείκτη Ενεργειακής Μετάβασης (ETI) του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF), με συνολικό σκορ 64,6/100, ξεπερνώντας τον παγκόσμιο μέσο όρο, αλλά παραμένοντας κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εικόνα αυτή είναι αντιφατική αλλά και ελπιδοφόρα: η χώρα δείχνει μεγαλύτερη ισχύ στην ετοιμότητα (67,8) απ’ ό,τι στην πραγματική απόδοση του ενεργειακού της συστήματος (62,6), υποδηλώνοντας ότι έχει ήδη θέσει τις βάσεις -θεσμικές, επενδυτικές και κανονιστικές- για μια ουσιαστική μετάβαση, χωρίς όμως ακόμα να έχει μετατρέψει πλήρως αυτή την προετοιμασία σε πράξη.

Η στροφή προς ένα σύστημα που συνδυάζει ασφάλεια, προσιτότητα (ικανότητα των πολιτών και επιχειρήσεων να έχουν πρόσβαση σε ενέργεια σε τιμές που είναι λογικές) και βιωσιμότητα δεν αφορά μόνο την περιβαλλοντική προστασία, αλλά και την οικονομική ανθεκτικότητα, την κοινωνική συνοχή και τη γεωπολιτική σταθερότητα. Για τον λόγο αυτό, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, μέσω της ετήσιας έκθεσης Fostering Effective Energy Transition 2025, παρέχει ένα αξιόπιστο εργαλείο αξιολόγησης 118 χωρών μέσω του ETI, ο οποίος μετρά τόσο την τρέχουσα απόδοση των ενεργειακών συστημάτων, όσο και την ετοιμότητα των κρατών να επιταχύνουν την ενεργειακή μετάβαση μέσω θεσμών, επενδύσεων, υποδομών και ανθρώπινου δυναμικού, σε κλίμακα από 0 έως 100.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η εικόνα της ενεργειακής μετάβασης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανομοιογενής. Το 2025, το 65% των χωρών βελτίωσε την επίδοσή του σε σχέση με το 2024, όμως μόλις το 28% κατάφερε να προοδεύσει ταυτόχρονα και στις τρεις βασικές διαστάσεις: ασφάλεια, προσιτότητα και βιωσιμότητα. Αυτό δείχνει ότι η πρόοδος είναι μεν υπαρκτή, αλλά άνιση και συχνά μονοδιάστατη. Η παγκόσμια μέση τιμή του δείκτη διαμορφώθηκε στο 56,9/100, με την απόδοση του συστήματος να κινείται περίπου στο 58 και την ετοιμότητα στο 55,6. Ενδεικτικό είναι ότι η ενεργειακή ασφάλεια παραμένει το πιο τρωτό πεδίο, καθώς πολλές χώρες συνεχίζουν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από εισαγωγές ή από περιορισμένα μείγματα καυσίμων.

Προχωρά η ενεργειακή μετάβαση, αλλά με μεγάλες ανισότητες

Στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης εξακολουθούν να βρίσκονται οι Σκανδιναβικές χώρες, οι οποίες συστηματικά διακρίνονται για την ολοκληρωμένη τους στρατηγική στην ενεργειακή μετάβαση. Η Σουηδία, αξιοποιώντας ένα εξαιρετικά διαφοροποιημένο μείγμα καθαρής ενέργειας που περιλαμβάνει βιοκαύσιμα, πυρηνικά, υδροηλεκτρικά και υψηλή διείσδυση ΑΠΕ, διατηρεί την πρώτη θέση με συνολικό σκορ 77,5, ακολουθούμενη από τη Φινλανδία (71,8), τη Δανία (71,6), τη Νορβηγία (71,5) και την Ελβετία (71,0). Αντίθετα, στο άλλο άκρο της κατάταξης, στις τελευταίες θέσεις κατατάσσεται η Δημοκρατία του Κονγκό, η οποία βρίσκεται στην 118η θέση με τον χαμηλότερο συνολικό σκορ, μόλις 42.

Την ίδια στιγμή, οι μεγάλες οικονομίες του πλανήτη καθορίζουν τον ρυθμό της παγκόσμιας πορείας. Η Κίνα ανέβηκε στη 12η θέση με σκορ 67,5, χάρη στις τεράστιες επενδύσεις σε ΑΠΕ και καθαρές τεχνολογίες – μόνο το 2024 συγκέντρωσε το 40% των παγκόσμιων επενδύσεων σε καθαρή ενέργεια. Ωστόσο, εξακολουθεί να έχει υψηλότερες εκπομπές και να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον άνθρακα. Οι ΗΠΑ βρίσκονται στη 17η θέση με σκορ 66,8, πρωταγωνιστώντας στην ενεργειακή ασφάλεια λόγω της εγχώριας παραγωγής και των στρατηγικών αποθεμάτων τους, ενώ βελτιώνουν σταδιακά και την βιωσιμότητα με την ενίσχυση των ΑΠΕ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ως σύνολο έχει σκορ 65,5, υπερέχοντας στη βιωσιμότητα, χάρη στην αποδοτικότητα και την υψηλή συμμετοχή καθαρής ενέργειας, αλλά συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα ασφάλειας και τιμών λόγω της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα. Η Ινδία, αν και χαμηλότερα (55,3), εμφανίζει σταθερή βελτίωση στην αποδοτικότητα και στη μείωση μεθανίου, αν και παραμένει εξαρτημένη από τον άνθρακα.

Οι επιδόσεις της Ελλάδας σε απόδοση-προσιτότητα- ετοιμότητα

Μέσα σε αυτό το διεθνές πλαίσιο, η Ελλάδα παρουσιάζει μεικτές επιδόσεις. Στη συστημική απόδοση (62,6), η βιωσιμότητα είναι το ισχυρότερο πεδίο, χάρη στην αυξανόμενη συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη σταδιακή απολιγνιτοποίηση. Η χώρα έχει αυξήσει το μερίδιο των ΑΠΕ σε ηλεκτροπαραγωγή, αξιοποιώντας την ηλιακή και αιολική δυναμικότητα, ενώ έχει προχωρήσει στο κλείσιμο λιγνιτικών μονάδων. Σχετικά με τον δείκτη προσιτότητας, η εικόνα είναι μέτρια: οι τιμές ενέργειας έχουν σταθεροποιηθεί μετά τις ακραίες αυξήσεις του 2022–2023, αλλά εξακολουθούν να είναι υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Όσον αφορά την ετοιμότητα όμως η Ελλάδα τα πηγαίνει σαφώς καλύτερα, με σκορ 67,8/100. Το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι ευθυγραμμισμένο με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει θέσει σαφείς στόχους για την απανθρακοποίηση. Υπάρχουν επίσης σημαντικά έργα υποδομών σε εξέλιξη, όπως οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις νησιών, τα έργα αποθήκευσης ενέργειας και η αναβάθμιση των δικτύων μεταφοράς. Στο πεδίο των επενδύσεων, η χώρα έχει προσελκύσει σημαντικά κεφάλαια σε αιολικά και φωτοβολταϊκά έργα, αν και η συνολική ροή κεφαλαίων παραμένει χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το ανθρώπινο δυναμικό βελτιώνεται, με περισσότερους νέους επιστήμονες να κατευθύνονται σε τομείς της καθαρής ενέργειας, ωστόσο συνεχίζει να υπάρχει έλλειψη σε εξειδικευμένο τεχνικό προσωπικό.

Σε σύγκριση με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, η Ελλάδα βρίσκεται κάπου στη μέση. Η Πορτογαλία, με σκορ 68,6, και η Ισπανία, με 66,6, βρίσκονται πιο μπροστά χάρη στην ταχύτερη ανάπτυξη ΑΠΕ και στη βελτιωμένη ενεργειακή ασφάλεια. Η Ιταλία, με 62,4, υστερεί και αυτή σε ασφάλεια, έχοντας παρόμοιες αδυναμίες με την Ελλάδα. Στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, η Κύπρος παρουσιάζει μέτριες επιδόσεις με συνολικό σκορ 55,1, μεγαλύτερη ετοιμότητα (58,8) αλλά χαμηλότερη απόδοση του ενεργειακού της συστήματος (49,5), υποδεικνύοντας ότι η χώρα έχει θέσει τις βάσεις για την ενεργειακή μετάβαση, χωρίς όμως ακόμη να τις αξιοποιεί πλήρως.

Η συνολική εικόνα δείχνει ότι η χώρα μας έχει σημειώσει πρόοδο, αλλά χρειάζεται περισσότερες στοχευμένες επενδύσεις και πολιτική συνέχεια για να πλησιάσει τα επίπεδα των πιο ώριμων ευρωπαϊκών αγορών.  Για να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό πυρήνα, χρειάζεται να επενδύσει μαζικά σε δίκτυα και διασυνδέσεις, να ενισχύσει την αποθήκευση ενέργειας, να διαφοροποιήσει περαιτέρω το ενεργειακό της μείγμα και να στηρίξει την καινοτομία και το ανθρώπινο δυναμικό, ώστε η θεωρητική ετοιμότητα να μετουσιωθεί σε πράξη.

Διαβάστε ακόμη