Ο παγετώνας Βεντίνα (Ventina), που βρίσκεται στη βόρεια Λομβαρδία κοντά στο Σόντριο στην Ιταλία, έχει υποχωρήσει τόσο δραματικά λόγω της κλιματικής αλλαγής, ώστε οι γεωλόγοι δεν μπορούν πλέον να τον παρακολουθούν με τις παραδοσιακές μεθόδους επιτόπιας μέτρησης. Για 130 χρόνια η παρακολούθηση γινόταν με πασσαλάκια που τοποθετούνταν στο μέτωπο του παγετώνα. Ωστόσο, η έντονη τήξη, οι κατολισθήσεις και το ασταθές έδαφος καθιστούν πλέον τη διαδικασία αυτή αδύνατη. Έτσι, η Γλασιολογική Υπηρεσία της Λομβαρδίας ανακοίνωσε ότι στο εξής θα χρησιμοποιεί drones και τεχνολογίες απομακρυσμένης παρακολούθησης, σύμφωνα με το euronews.
Από το 1895, ο παγετώνας έχει χάσει ήδη 1,7 χιλιόμετρα μήκους, με τον ρυθμό τήξης να επιταχύνεται εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια. Μόνο την τελευταία δεκαετία υποχώρησε κατά 431 μέτρα, σχεδόν τα μισά από αυτά μετά το 2021. Η επιδείνωση οφείλεται στους ολοένα θερμότερους καλοκαιρινούς μήνες και στη μειωμένη χιονόπτωση τον χειμώνα, που δεν επαρκεί για να αναπληρώσει τις απώλειες. Ενώ οι παγετώνες λιώνουν φυσιολογικά το καλοκαίρι, χρειάζονται ένα υπόλοιπο χιονιού στο τέλος της σεζόν για να παραμένουν σε ισορροπία – κάτι που πλέον συμβαίνει όλο και σπανιότερα.
Σύμφωνα με τον Αντρέα Τοφαλέτι από τη Γλασιολογική Υπηρεσία, η κατάσταση έχει γίνει ιδιαίτερα κρίσιμη τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Ενώ παλαιότερα η υποχώρηση φαινόταν να ακολουθεί φυσικούς κύκλους, σήμερα οι απώλειες είναι πρωτοφανείς. Η περιοχή των Άλπεων έχει χαρακτηριστεί «κλιματικό hotspot», καθώς θερμαίνεται με διπλάσιο ρυθμό σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο, γεγονός που έχει οδηγήσει σε απώλεια άνω του 64% του όγκου των παγετώνων σε σχέση με την προ-βιομηχανική εποχή.
Οι συνέπειες είναι σοβαρές: η μείωση του παγετώνα περιορίζει την παροχή νερού σε ποτάμια και ρυάκια, απειλεί οικοσυστήματα, πηγές ενέργειας και τις τοπικές κοινότητες που εξαρτώνται από το λιώσιμο των πάγων. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι οι παγετώνες εξαφανίζονται ταχύτερα απ’ όσο αναμενόταν: από 231 δισεκατομμύρια τόνους πάγου τον χρόνο στις αρχές του 2000, η απώλεια αυξήθηκε σε περίπου 314 δισεκατομμύρια τόνους ετησίως την επόμενη δεκαετία.
Διαβάστε ακόμη