Σε μια Ευρώπη που μετρά κάθε κιλοβατώρα, η εξοικονόμηση ενέργειας δεν είναι πλέον απλώς μια περιβαλλοντική επιλογή, αλλά ο σιωπηλός μοχλός της ενεργειακής ασφάλειας και της οικονομικής βιωσιμότητας. Όμως, όσο πιο κρίσιμη γίνεται η αποδοτικότητα, τόσο πιο εμφανής αναδεικνύεται και μια υπόγεια αλλά θεμελιώδης πρόκληση: η ποιότητα και η διαθεσιμότητα των ενεργειακών δεδομένων. Η νέα έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «Better Data for Energy Efficiency» φέρνει στο προσκήνιο ένα λιγότερο προβεβλημένο, αλλά καθοριστικό ζήτημα για τη μετάβαση: πώς μπορούν τα κράτη-μέλη να σχεδιάσουν έξυπνες, στοχευμένες πολιτικές εξοικονόμησης, όταν δεν γνωρίζουν τι καταναλώνεται, πού και από ποιους. Και κυρίως, τι αποτέλεσμα έχουν τα μέτρα που υλοποιούνται.

Σε αυτή την πανευρωπαϊκή ακτινογραφία, η Ελλάδα εμφανίζει σημαντικά κενά. Σύμφωνα με τη μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Κομισιόν, η χώρα μας παραμένει πίσω ως προς την ενοποίηση, την προσβασιμότητα και την αξιοποίηση των ενεργειακών δεδομένων – από τα Πιστοποιητικά Ενεργειακής Απόδοσης (ΠΕΑ) έως τις παρεμβάσεις με δημόσια χρηματοδότηση. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα με πολλά επιμέρους κομμάτια, αλλά χωρίς τη συνολική εικόνα που θα επέτρεπε στο ΥΠΕΝ, στους δήμους ή στην αγορά να προχωρήσουν με χειρουργική ακρίβεια στις πολιτικές που χρειάζονται.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, το πρόβλημα προσλαμβάνει δομικές διαστάσεις, καθώς η χώρα παραμένει χωρίς ολοκληρωμένη, διασυνδεδεμένη και λειτουργική βάση δεδομένων για τα Πιστοποιητικά Ενεργειακής Απόδοσης (EPC), όπως επιβάλλει η αναθεωρημένη Οδηγία EED. Δεν υπάρχει επίσης καμία ενιαία πλατφόρμα που να διασυνδέει τις δημόσια επιδοτούμενες παρεμβάσεις ενεργειακής αναβάθμισης με δείκτες κατανάλωσης ή κοινωνικοοικονομικά δεδομένα – στοιχείο που θεωρείται προαπαιτούμενο για τη στοχευμένη αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας.

Αν και υπάρχει το Μητρώο ΠΕΑ, το οποίο λειτουργεί υπό τη ΓΓ Ενέργειας και Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ, εντούτοις η έκθεση επισημαίνει ότι παραμένει αποκομμένο από τα υπόλοιπα συστήματα ενεργειακής πολιτικής, όπως τις βάσεις δεδομένων του ΔΕΔΔΗΕ, του Εθνικού Κτηματολογίου ή του ΚΑΠΕ. Οι ενεργειακές επιθεωρήσεις καταχωρίζονται μεν, αλλά δεν αξιοποιούνται για τη χάραξη ή την παρακολούθηση εθνικών στόχων εξοικονόμησης. Ακόμα και στους Δήμους, η πρόσβαση χαρακτηρίζεται από την Κομισιόν ως «πιλοτική και μη θεσμοθετημένη», γεγονός που δυσχεραίνει τη στόχευση πολιτικών για τα ευάλωτα νοικοκυριά.

Το μέγεθος του προβλήματος αποτυπώνεται στους συγκριτικούς πίνακες της έκθεσης. Η Ελλάδα εντοπίζεται:

  • στις χαμηλότερες θέσεις σε ό,τι αφορά την κάλυψη του κτιριακού αποθέματος με ενεργά ΠΕΑ, με ποσοστά κάτω του 10%, σε αντίθεση με χώρες όπως η Ιρλανδία ή η Δανία όπου η κάλυψη υπερβαίνει το 60%
  • δεν ενσωματώνει τα στοιχεία αυτά στα υποχρεωτικά σχήματα εξοικονόμησης, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει τεκμηριωμένος έλεγχος κόστους-οφέλους στις κρατικές επιδοτήσεις·
  • δεν υπάρχει πρόσβαση τρίτων στα δεδομένα, γεγονός που αποκλείει ερευνητές, κοινωνικές υπηρεσίες ή μη κερδοσκοπικές οργανώσεις από τη χρήση τους.

Αντίθετα, η Ιρλανδία, η Δανία και η Ολλανδία λειτουργούν βάσεις δεδομένων τύπου EPC που θεωρούνται υποδείγματα στην Ευρώπη. Οι βάσεις τους είναι πλήρως διαλειτουργικές, με αυτόματη άντληση δεδομένων από το μητρώο των μηχανικών, τους παρόχους ενέργειας και τα εθνικά δημοτολόγια. Η χρήση τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ analytics) επιτρέπει την προβλεπτική στόχευση παρεμβάσεων σε κτίρια με χαμηλή ενεργειακή βαθμολογία, ενώ οι βάσεις τους επικαιροποιούνται σε πραγματικό χρόνο και είναι προσβάσιμες σε εξουσιοδοτημένους φορείς, περιλαμβανομένων των δήμων, των πανεπιστημίων και των αρμόδιων υπουργείων.

Ειδικά η Ιρλανδία, μέσω του Sustainable Energy Authority of Ireland (SEAI), έχει δημιουργήσει δημόσιο dashboard με στοιχεία ενεργειακής απόδοσης ανά περιοχή και τύπο κτιρίου, το οποίο χρησιμοποιείται τόσο για σχεδιασμό πολιτικής όσο και για τον εντοπισμό ενεργειακά φτωχών ζωνών. Στην Ολλανδία, η πλατφόρμα EP-Online επιτρέπει την ενσωμάτωση στοιχείων από το Εθνικό Κτηματολόγιο και τις υπηρεσίες επιθεώρησης, ενώ η Δανία συνδυάζει στοιχεία κατανάλωσης με δεδομένα πληθυσμού, μέσω της ενεργειακής της αρχής (DEA).
Αυτά τα παραδείγματα, όπως αναφέρει η έκθεση, δεν συνιστούν πολυτέλεια, αλλά προϋπόθεση για την αποτελεσματική χρήση ευρωπαϊκών πόρων και την ευθυγράμμιση με τις υποχρεώσεις της Οδηγίας EED έως το 2026–2028.

Σε αυτό το περιβάλλον αυστηρών υποχρεώσεων και αυξανόμενων απαιτήσεων, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας επιχειρεί να περάσει στην επόμενη φάση. Ο «Οδικός Χάρτης για την Αξιοποίηση Δεδομένων και Ψηφιακών Εργαλείων στην Ενεργειακή Πολιτική», που έχει εκπονηθεί από τη Γενική Διεύθυνση Ενέργειας του ΥΠΕΝ, θέτει ως βασικό στόχο τη σταδιακή διαμόρφωση ενός Ψηφιακού Παρατηρητηρίου Ενεργειακής Απόδοσης, το οποίο θα λειτουργήσει ως πυλώνας για την εξοικονόμηση ενέργειας στον κτιριακό τομέα.

Στο επίκεντρο του σχεδίου βρίσκεται η συγκέντρωση και διαλειτουργικότητα δεδομένων από πολλαπλές πηγές — μεταξύ άλλων, το Μητρώο ΠΕΑ του ΥΠΕΝ, οι ενεργειακές επιθεωρήσεις, η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από τα αρχεία του ΔΕΔΔΗΕ, καθώς και τα δεδομένα ιδιοκτησίας και χρήσης από το Εθνικό Κτηματολόγιο. Η πρόθεση του ΥΠΕΝ είναι η οριζόντια διασύνδεση αυτών των βάσεων σε ένα ενιαίο σύστημα που θα επιτρέπει τόσο τη χαρτογράφηση ενεργειακά ευάλωτων περιοχών, όσο και τον ακριβή εντοπισμό στόχων για παρεμβάσεις με δημόσια ή ιδιωτική χρηματοδότηση.

Ειδική μέριμνα προβλέπεται για την ενίσχυση της ικανότητας των ΟΤΑ να σχεδιάζουν και να υλοποιούν δράσεις εξοικονόμησης. Ο Οδικός Χάρτης περιγράφει πιλοτικές εφαρμογές πρόσβασης σε δεδομένα ΠΕΑ από τους Δήμους, προκειμένου να εντοπίζουν δημόσια και ιδιωτικά κτίρια που μπορούν να ενταχθούν σε προγράμματα αναβάθμισης. Παράλληλα, ανοίγει τη συζήτηση για την ανάπτυξη ψηφιακών εργαλείων αξιολόγησης, που θα λαμβάνουν υπόψη τόσο τα ενεργειακά χαρακτηριστικά των κτιρίων, όσο και κοινωνικοοικονομικά δεδομένα όπως το δηλωθέν εισόδημα, η επιλεξιμότητα σε προγράμματα επιδότησης ή η υφιστάμενη συμμετοχή σε δράσεις ενεργειακής φτώχειας.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στην ανάγκη ενσωμάτωσης δεδομένων από παρεμβάσεις που χρηματοδοτούνται από δημόσιους πόρους, όπως τα προγράμματα «Εξοικονομώ», τα ειδικά σχήματα των Περιφερειών ή οι παρεμβάσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Ο στόχος είναι να καταστεί δυνατή η εκ των υστέρων αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων εξοικονόμησης, με βάση πραγματικά στοιχεία κατανάλωσης.

Αν και ο Οδικός Χάρτης δεν συνοδεύεται ακόμη από πλήρως κοστολογημένο σχέδιο ή δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα, εντούτοις δημιουργεί ένα συνεκτικό πλαίσιο ψηφιακής ενεργειακής πολιτικής, με σαφή αναφορά στη συστημική ενοποίηση των δεδομένων ως βασικό θεμέλιο της εξοικονόμησης. Επιπλέον, αποτελεί το πρώτο επίσημο έγγραφο του ΥΠΕΝ που συνδέει ρητά την ενεργειακή απόδοση με την ψηφιακή διακυβέρνηση και την ανάγκη τεκμηριωμένων, χωρικά προσδιορισμένων παρεμβάσεων. Ο χάρτης αυτός δεν είναι ακόμη επιχειρησιακός, όμως τοποθετεί για πρώτη φορά στο επίκεντρο των δημόσιων πολιτικών εξοικονόμησης την έννοια της πληροφορίας ως εργαλείου στρατηγικής.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει σαφείς προθεσμίες και υποχρεώσεις για όλα τα κράτη-μέλη, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα κοινό ευρωπαϊκό υπόβαθρο ενεργειακής πληροφορίας. Έως το 2026, κάθε χώρα της ΕΕ οφείλει να έχει αναπτύξει πλήρως λειτουργική και ενοποιημένη βάση δεδομένων για τα Πιστοποιητικά Ενεργειακής Απόδοσης (EPC), με δυνατότητα διαλειτουργικότητας με άλλες εθνικές πλατφόρμες, όπως το κτηματολόγιο, τα μητρώα καταναλωτών ενέργειας και τα πληροφοριακά συστήματα δημόσιων επιδοτήσεων.

Ακολουθεί μια δεύτερη κρίσιμη καμπή: από το 2027, η καταγραφή όλων των δημοσίως χρηματοδοτούμενων παρεμβάσεων ενεργειακής απόδοσης – είτε πρόκειται για «Εξοικονομώ» είτε για έργα του Ταμείου Ανάκαμψης ή των Περιφερειών – θα καταστεί υποχρεωτική σε ένα κεντρικό ψηφιακό σύστημα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δρομολογεί ήδη την ανάπτυξη κοινών προτύπων καταγραφής (data standards), ώστε να είναι εφικτή η σύγκριση μεταξύ των κρατών και ο έλεγχος της αποδοτικότητας των επενδύσεων.

Από το 2028 και μετά, κάθε κράτος-μέλος θα αξιολογείται περιοδικά ως προς την ποιότητα, την πληρότητα και τη χρηστικότητα των ενεργειακών του δεδομένων. Και η αξιολόγηση αυτή δεν θα είναι τυπική: η έκθεση αναφέρει ρητά πως η μη συμμόρφωση θα επηρεάζει την πρόσβαση σε ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία, μέσω δεικτών επιλεξιμότητας και κριτηρίων αποδοτικότητας. Πρόκειται για μια νέα λογική όρων και προϋποθέσεων, που καθιστά πλέον την πληροφόρηση πυλώνα της πολιτικής και όχι εργαλείο απολογισμού.

Στο πλαίσιο αυτό, η Κομισιόν προτείνει ένα ολοκληρωμένο πακέτο παρεμβάσεων, που περιλαμβάνει:

  •  τη νομοθέτηση ελάχιστων τεχνικών προδιαγραφών για τα ενεργειακά δεδομένα,
  • τη σύσταση εθνικής αρχής ή μονάδας συντονισμού δεδομένων,
  • την υποχρεωτική συμμετοχή των παρόχων ενέργειας και δικτύου στην παροχή πρωτογενών δεδομένων,
  • την ενίσχυση των δημόσιων υπηρεσιών (υπουργεία, ΟΤΑ, στατιστικές αρχές) με ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει ψηφιακές, αναλυτικές και στατιστικές δεξιότητες,
  • την πλήρη ενσωμάτωση του EPC σε υποχρεωτικά σχήματα εξοικονόμησης, όπως το άρθρο 8 της Οδηγίας για την Ενεργειακή Απόδοση.

Η πρόκληση είναι πλέον πολιτική και οργανωτική, όχι τεχνική. Τα εργαλεία υπάρχουν, οι τεχνολογικές λύσεις είναι διαθέσιμες και οι καλές πρακτικές καταγεγραμμένες — όπως αποδεικνύουν τα παραδείγματα χωρών όπως η Ιρλανδία ή η Ολλανδία. Το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι η μετάβαση από τα αποσπασματικά μητρώα και τις πιλοτικές εφαρμογές σε μια συνεκτική ψηφιακή στρατηγική για την ενεργειακή απόδοση, με ξεκάθαρους ρόλους, διαλειτουργικά συστήματα και διαφανή χρήση των δεδομένων. Διότι στην εποχή των «έξυπνων» κτιρίων και της «πράσινης» μετάβασης, χωρίς έξυπνη πληροφορία, δεν υπάρχει πραγματική πολιτική εξοικονόμησης.

Διαβάστε ακόμη