Οι βαθμοί… έντασης ανεβαίνουν στην Ευρώπη -και δεν είναι μόνο ο υδράργυρος που φτάνει στα ύψη. Καθώς οι καλοκαιρινοί καύσωνες γίνονται πιο έντονοι και συχνοί λόγω της κλιματικής αλλαγής, η ήπειρος βρίσκεται μπροστά σε μια πολιτική και κοινωνική διαμάχη: Να μπει ή να μην μπει κλιματιστικό; Μία κάποτε “αμερικανική πολυτέλεια” εξελίσσεται τώρα σε θέμα εθνικής ανάγκης και δημόσιου διαλόγου, με τις απόψεις να διχάζουν κυβερνήσεις, κόμματα και πολίτες.
Τα κύματα «βίαιων» καυσώνων τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2025 οδήγησαν σε αύξηση των πωλήσεων κλιματιστικών και στο μερικό ή πλήρες κλείσιμο περισσότερων από 1.000 γαλλικών σχολείων λόγω έλλειψης ψύξης, γράφει η Wall Street Journal. Οι πολιτικοί, ιδίως των δεξιών παρατάξεων, υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη είναι ελλιπώς προετοιμασμένη και ζητούν την ευρεία εγκατάσταση κλιματιστικών σε δημόσιους οργανισμούς όπως σχολεία και νοσοκομεία. Για παράδειγμα, η ακροδεξιά ηγέτιδα της Γαλλίας Μαρίν Λεπέν πρότεινε μια εθνική εκστρατεία για την εγκατάσταση σε βασικά δημόσια κτίρια, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι Συντηρητικοί ζήτησαν χαλαρότερους κανόνες για να επιτραπεί η εγκατάσταση περισσότερων κλιματιστικών σε νέες κατοικίες.
Ωστόσο, οι περιβαλλοντικές ανησυχίες εξακολουθούν να υφίστανται. Η Γαλλίδα υπουργός Ενέργειας Ανιές Πανιέ-Ρουνασέ (Agnès Pannier-Runacher) προειδοποίησε ότι η μαζική χρήση των κλιματιστικών θα απελευθερώσει επιπλέον θερμότητα στους δρόμους, επιδεινώνοντας την αστική ζέστη. Για τον λόγο αυτό, οι αξιωματούχοι προτείνουν μια πιο στοχευμένη προσέγγιση – ψύξη μόνο των ευάλωτων πληθυσμών – επιδιώκοντας παράλληλα τη δημιουργία μιας μακροπρόθεσμης υποδομής προσαρμοσμένη στις κλιματικές πολιτικές.

Καύσωνας στο Παρίσι, στη Γαλλία © EPA/TERESA SUAREZ
Η επιφυλακτική στάση της Ευρώπης απέναντι στα κλιματιστικά έχει τις ρίζες της σε ανησυχίες που αφορούν τη δημόσια υγεία και βιωσιμότητα. Αντίστοιχες προειδοποιήσεις εκφράζουν και τα μέσα ενημέρωσης, κάνοντας λόγο για φαινόμενα όπως το «θερμικό σοκ» που προκαλείται από τις μεγάλες διαφορές θερμοκρασίας μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών χώρων Επιπλέον, εκφράζονται ανησυχίες για την αυξημένη κατανάλωση ενέργειας και τις επιπτώσεις της στις εκπομπές ρύπων.
Αυτές οι ανησυχίες αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα αν αναλογιστεί κανείς ότι, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA), τα κτίρια ευθύνονται για το 26% των παγκόσμιων εκπομπών, ενώ ο κλιματισμός αναμένεται να αυξήσει την ετήσια ζήτηση ενέργειας στην Ιταλία κατά 10% έως το 2050.
Στη βόρεια Ευρώπη, η μειωμένη ανάγκη για θέρμανση τον χειμώνα μπορεί να αντισταθμίσει εν μέρει τη ζήτηση για ψύξη το καλοκαίρι, αλλά η μετάβαση από το φυσικό αέριο σε αντλίες θερμότητας επιβαρύνει επιπλέον το δίκτυο.
Ορισμένοι επιστήμονες και περιβαλλοντικοί φορείς υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη μπορεί να ψύχεται χωρίς να στηρίζεται μαζικά στον κλιματισμό. Για να γίνει αυτό, προτείνουν την ενσωμάτωση περισσότερου πρασίνου σε κτίρια και δρόμους, που μειώνει τις ακραίες θερμοκρασίες στις πόλεις, καθώς και τον καλό σχεδιασμό των κτιρίων ώστε να επιτρέπεται ο φυσικός αερισμός και η χρήση πατζουριών που εμποδίζουν την είσοδο της ηλιακής ακτινοβολίας.
Ωστόσο, οι κανονισμοί που απαιτούν τέτοια μέτρα έχουν γίνει στόχος έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης. Στο Λονδίνο, οι κατασκευαστικές εταιρείες οφείλουν να εξετάζουν χαρακτηριστικά σχεδιασμού που μειώνουν την ανάγκη για κλιματισμό πριν συμπεριλάβουν τέτοια συστήματα σε νέα κτίρια. Ο βουλευτής των Συντηρητικών, Άντριου Μπόουι, ζήτησε πρόσφατα από τον δήμαρχο Σαντίκ Καν να άρει «τις γελοίες περιοριστικές διατάξεις για τα κλιματιστικά στα νέα κτίρια», αναδεικνύοντας τις αμφιλεγόμενες απόψεις πάνω στο θέμα.
Στη Γαλλία, οι αρμόδιοι προσπαθούν να προωθήσουν τη χρήση γεωθερμικών συστημάτων θέρμανσης και ψύξης, που είναι πιο αποδοτικά και δεν εκπέμπουν θερμότητα στο περιβάλλον, σε αντίθεση με τα παραδοσιακά κλιματιστικά. Τέτοια συστήματα κυκλοφορούν νερό από βαθιά υπόγεια στρώματα, απορροφώντας τη θερμότητα από τα κτίρια το καλοκαίρι και επιστρέφοντάς την το χειμώνα. Ωστόσο, το αρχικό κόστος είναι μεγάλο και η εγκατάσταση δύσκολη σε παλιά κτίρια, που είναι συνηθισμένα σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις.
Παρόλα αυτά, με την Ευρώπη να θερμαίνεται δύο φορές ταχύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο (ο Ιούνιος του 2025 ήταν ο θερμότερος που έχει καταγραφεί ποτέ στη Δυτική Ευρώπη), η ανάγκη για δράση είναι πιο επείγουσα από ποτέ. Το πώς θα γίνει, όμως, αυτό θα εξαρτηθεί από το αν θα βρεθεί η σωστή ισορροπία ανάμεσα στην προστασία της υγείας και τη φροντίδα του περιβάλλοντος.
Διαβάστε ακόμη