Το 2025 διαμορφώνεται ως μια κρίσιμη ευκαιρία επανεκκίνησης για την περιβαλλοντική πολιτική της Ελλάδας. Παρά το βαρύ περιβαλλοντικό αποτύπωμα που φέρει η χώρα, τις διαχρονικές καθυστερήσεις στην εφαρμογή καίριων πολιτικών και εργαλείων, καθώς και τα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ σε πρόστιμα που εξακολουθούν να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπογραμμίζει πως υπάρχει ακόμη περιθώριο αντιστροφής της πορείας. Η νέα ετήσια έκθεση για την εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας (Environmental Implementation Review 2025 – EIR) σκιαγραφεί με σαφήνεια την κατάσταση στην Ελλάδα, αναδεικνύοντας οκτώ θεμελιώδεις παρεμβάσεις που πρέπει να προχωρήσουν άμεσα, ώστε η χώρα να επιτύχει ουσιαστική σύγκλιση με τους στόχους του ευρωπαϊκού περιβαλλοντικού κεκτημένου.

Πρόκειται για προτεραιότητες που δεν περιορίζονται σε τυπικές υποχρεώσεις συμμόρφωσης, αλλά συνδέονται με την ίδια την ικανότητα του κράτους να παρέχει καθαρό περιβάλλον, σύγχρονες υποδομές διαχείρισης αποβλήτων, βιώσιμες υπηρεσίες στους πολίτες και ένα σταθερό θεσμικό περιβάλλον για επενδύσεις στην κυκλική οικονομία. Το 2025, σύμφωνα με την Κομισιόν, δεν είναι απλώς μία χρονιά-ορόσημο. Είναι το χρονικό παράθυρο μέσα στο οποίο θα πρέπει να δρομολογηθούν κρίσιμες διορθωτικές κινήσεις, προκειμένου να αποτραπούν μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.

Η πρώτη και ίσως σημαντικότερη προτεραιότητα είναι η οριστική κατάργηση και αποκατάσταση των μη συμμορφούμενων χωματερών. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες της τελευταίας δεκαετίας, εξακολουθούν να υφίστανται εγκαταστάσεις ταφής που δεν ανταποκρίνονται στους ευρωπαϊκούς κανόνες. Η εξάλειψή τους δεν αποτελεί μόνο ζήτημα συμμόρφωσης με το δίκαιο της ΕΕ, αλλά και βασικό βήμα για τον περιορισμό των περιβαλλοντικών πιέσεων και την αξιοπιστία του συστήματος διαχείρισης αποβλήτων.

Παράλληλα, απαιτείται η σταδιακή αλλά αποφασιστική προσαρμογή του τέλους ταφής, το οποίο σήμερα παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα (20 ευρώ/τόνο). Η προβλεπόμενη αναπροσαρμογή στα 55 ευρώ/τόνο ως το 2027 θα πρέπει να συνδυαστεί με στοχευμένη αξιοποίηση των εσόδων, ώστε να χρηματοδοτηθούν υποδομές διαλογής στην πηγή, ανακύκλωσης και πρόληψης παραγωγής αποβλήτων.

Αναγκαία είναι επίσης η γενικευμένη εφαρμογή συστημάτων ξεχωριστής συλλογής, με έμφαση στα βιοαπόβλητα, των οποίων η αξιοποίηση παραμένει περιορισμένη, ιδιαίτερα σε μικρούς και μεσαίους δήμους. Η οριζόντια κάλυψη της χώρας με καφέ κάδους και κατάλληλο εξοπλισμό αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επίτευξη των ευρωπαϊκών στόχων. Ξεχωριστή σημασία δίνεται και στην εφαρμογή του συστήματος εγγύησης επιστροφής για συσκευασίες ποτών (πλαστικές, γυάλινες, μεταλλικές), το οποίο αν και είχε προβλεφθεί να τεθεί σε εφαρμογή το 2023, παραμένει σε εκκρεμότητα. Η ενεργοποίησή του έως τα τέλη του 2025 αποτελεί τόσο υποχρέωση όσο και αναπτυξιακή ευκαιρία για νέες πράσινες αλυσίδες αξίας.

Μία ακόμη μεταρρύθμιση με ουσιαστικό αντίκτυπο είναι η δημιουργία Κέντρων Δημιουργικής Επαναχρησιμοποίησης (ΚΔΕ), ιδιαίτερα σε δήμους άνω των 20.000 κατοίκων. Μέσα από τέτοια κέντρα, μπορεί να ενισχυθεί η τοπική κυκλική οικονομία και να δοθεί νέα ζωή σε χιλιάδες προϊόντα, από ηλεκτρικές συσκευές μέχρι έπιπλα και παιδικά παιχνίδια. Αν και το σχετικό θεσμικό πλαίσιο υφίσταται, η εφαρμογή στην πράξη είναι έως σήμερα αποσπασματική.

Σημαντικές βελτιώσεις απαιτούνται και στον τομέα των δεδομένων, καθώς η απουσία αξιόπιστης καταγραφής δυσχεραίνει την αποτύπωση της πραγματικής εικόνας. Η μείωση του ποσοστού ανακύκλωσης από 60% το 2019 στο 43% το 2022 συνδέεται εν μέρει με την έλλειψη επιβεβαιωμένων στοιχείων από τους φορείς ευθύνης παραγωγών. Ένα αξιόπιστο σύστημα παρακολούθησης και ελέγχου θα ενισχύσει τη διαφάνεια και θα συμβάλει στη στοχευμένη χάραξη πολιτικής.

Η ενίσχυση των υποδομών πρόληψης και διαλογής στην πηγή –μέσα από σύγχρονες εγκαταστάσεις ανακύκλωσης και ανάκτησης (RRF)– είναι εξίσου κομβική. Οι πολιτικές πρόληψης παραμένουν περιορισμένες, ενώ η επαναχρησιμοποίηση χρειάζεται ενεργό υποστήριξη από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Η Ελλάδα καλείται να προχωρήσει στην πλήρη εφαρμογή της Οδηγίας Πλαισίου για τα Απόβλητα και να ενσωματώσει τις συστάσεις του Early Warning Report της Επιτροπής του 2023, διαμορφώνοντας μια διατομεακή και λειτουργική στρατηγική με σταθερό ορίζοντα και μετρήσιμους στόχους.

 Η Ελλάδα παρουσιάζει πρόοδο σε επιμέρους πεδία –όπως η επέκταση της διαλογής στην πηγή σε ορισμένους δήμους, η αναθεώρηση εθνικών σχεδίων δράσης και η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων σε υποδομές κυκλικής οικονομίας μέσω του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης.

Ωστόσο, οι βελτιώσεις αυτές δεν έχουν ακόμη επιφέρει συστημική αλλαγή, ενώ πολλά από τα βασικά θεσμικά και τεχνικά εργαλεία παραμένουν είτε ανενεργά είτε σε πρώιμο στάδιο εφαρμογής. Η χώρα εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στις χώρες με τις μεγαλύτερες δυσκολίες στην εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η χώρα έχει ήδη καταβάλει πάνω από 184 εκατομμύρια ευρώ σε πρόστιμα για παραβάσεις που σχετίζονται κυρίως με την επεξεργασία αστικών λυμάτων και τη διαχείριση αποβλήτων. Το ποσό αυτό αυξάνεται συνεχώς, καθώς εξακολουθούν να τρέχουν ημερήσια χρηματικά πρόστιμα για τη μη συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ – με τις παράνομες χωματερές και την ανεπαρκή διαχείριση επικίνδυνων αποβλήτων να αποτελούν τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Η ίδια η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το ελληνικό σύστημα διαχείρισης αποβλήτων «παραμένει εγκλωβισμένο σε ένα αναποτελεσματικό μοντέλο», το οποίο στηρίζεται ακόμα στην ταφή ως βασική πρακτική. Η έλλειψη επαρκών υποδομών, η ανεπαρκής κάλυψη σε καφέ κάδους για τα βιοαπόβλητα και η χαμηλή συμμετοχή των πολιτών στη διαλογή στην πηγή συντηρούν μια αδιέξοδη κατάσταση, παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις.

Ενδεικτική είναι η εικόνα που προκύπτει από τους βασικούς δείκτες: Το ποσοστό ταφής αστικών αποβλήτων παραμένει σταθερά πάνω από το 78%, κατατάσσοντας την Ελλάδα μεταξύ των χειρότερων επιδόσεων στην ΕΕ. Παράλληλα, ο δείκτης κυκλικής χρήσης υλικών (CMUR) υποχώρησε στο 5,2% το 2023, από 6,3% το 2022, και πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 11,5%. Η χώρα αποτυγχάνει δηλαδή να μετατρέψει τα απόβλητα σε χρήσιμους πόρους, με τους δήμους να στερούνται τεχνικής υποστήριξης και τις επενδύσεις να παραμένουν κατακερματισμένες και περιορισμένες. Αν και το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Κυκλική Οικονομία 2021–2025 βρίσκεται σε εξέλιξη, η υλοποίησή του χαρακτηρίζεται από χαμηλό ρυθμό και ανεπαρκή παρακολούθηση.

Ανησυχία προκαλεί και η πιθανότητα να χαθεί ο κοινοτικός στόχος για μέγιστο 10% ταφής έως το 2035, καθώς η Επιτροπή εκτιμά ότι με τις σημερινές τάσεις η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε τροχιά συμμόρφωσης.

Η πρόκληση, επομένως, δεν περιορίζεται μόνο στη θεσμική συμμόρφωση ή στην τεχνική ωρίμανση έργων. Αφορά πρωτίστως την ικανότητα της χώρας να κινητοποιήσει επαρκείς πόρους, να δημιουργήσει σταθερές χρηματοδοτικές ροές και να εξασφαλίσει τη διοικητική συνέχεια που απαιτείται για τον μακροπρόθεσμο μετασχηματισμό του περιβαλλοντικού της αποτυπώματος. Οι ευρωπαϊκές προθεσμίες στενεύουν και η εφαρμογή δεν μπορεί να βασιστεί σε αποσπασματικές πρωτοβουλίες ή πρόχειρες προσαρμογές.

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ελλάδα χρειάζεται συνολικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις ύψους 5,3 δισεκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο προκειμένου να επιτύχει τους περιβαλλοντικούς στόχους της στους τομείς της προστασίας της βιοποικιλότητας, της πρόληψης και διαχείρισης αποβλήτων, της ποιότητας του νερού και της αντιμετώπισης της ρύπανσης. Ωστόσο, με βάση τα σημερινά δεδομένα, η χώρα υπολείπεται σημαντικά, καθώς η ετήσια διαφορά μεταξύ των αναγκαίων και των υφιστάμενων επενδύσεων ανέρχεται σε 2,3 δισ. ευρώ. Το χρηματοδοτικό αυτό κενό αντιστοιχεί στο 1,12% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, δηλαδή σε ποσοστό σαφώς υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος εκτιμάται στο 0,77% του ΑΕΠ των κρατών μελών.

Διαβάστε ακόμη