Κλιμακώνεται η διαμάχη μεταξύ της Κυβέρνησης και των Δημάρχων της χώρας, με αιχμή του δόρατος το μέλλον των Φορέων Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΦοΔΣΑ) και τον τρόπο διαχείρισης των απορριμμάτων. Η ανάγκη για επανεκκίνηση του διαλόγου μεταξύ Πολιτείας και ΦοΔΣΑ δεν αποτελεί πολυτέλεια, αλλά απαραίτητη συνθήκη για τη διάσωση ενός τομέα που αντιμετωπίζει σοβαρές δυσλειτουργίες.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στην καρδιά της αντιπαράθεσης βρίσκονται οι συγχωνεύσεις των ΦοΔΣΑ, ένα ζήτημα που έχει προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Την ίδια στιγμή, το ΥΠΕΝ, αντιλαμβανόμενο το βάρος των αντιδράσεων, φέρεται να αναζητά τρόπους να «ρίξει νερό στο κρασί του» και να καταλήξει σε μια συμβιβαστική φόρμουλα που θα επιτρέψει να γεφυρωθούν οι διαφορές. Στόχος του υπουργείου, να καταστούν οι ΦΟΔΣΑ βιώσιμοι, χωρίς να οδηγήσει τους δήμους στο περιθώριο και χωρίς να ναρκοθετήσει την προσπάθεια μετάβασης της χώρας σε ένα πιο αποτελεσματικό, δίκαιο μοντέλο διαχείρισης απορριμμάτων.
Πάντως, η λειτουργία ενός ενιαίου ΦοΔΣΑ στην Περιφέρεια Θεσσαλίας έχει ανεβάσει κατακόρυφα το θερμόμετρο των αντιδράσεων μεταξύ δήμων και κεντρικής διοίκησης. Σύμφωνα με το σχέδιο, οι ΦοΔΣΑ Λάρισας και Μαγνησίας θα συγχωνευθούν υποχρεωτικά με την «Περιβαλλοντική Αναπτυξιακή Δυτικής Θεσσαλίας Α.Ε.» (ΠΑΔΥΘ), η οποία θα μετονομαστεί σε «ΦοΔΣΑ Θεσσαλίας Α.Ε.». Η νέα αυτή οντότητα θα εδρεύει στην Καρδίτσα και θα περιλαμβάνει το σύνολο των 25 δήμων της Θεσσαλίας, μαζί με εκείνους της Περιφερειακής Ενότητας Σποράδων, με συμμετοχή που θα καθορίζεται βάσει πληθυσμιακών κριτηρίων.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι κύκλοι της αγοράς υποστηρίζουν πως η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επιβάλλει συγχωνεύσεις φορέων, αλλά απαιτεί τη λειτουργία αξιόπιστων σχημάτων που θα ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες της διαχείρισης των αποβλήτων. Στην κατεύθυνση αυτή, καθοριστικός κρίνεται ο ρόλος της πιστοποίησης των ΦοΔΣΑ από τη ΡΑΑΕΥ, γεγονός που επιβεβαίωσε και ο Αντιπρόεδρός της, Κωνσταντίνος Αραβώσης, μιλώντας στην 17η Πανελλήνια Σύνοδο των ΦοΔΣΑ στη Μυτιλήνη (19–21 Ιουνίου 2025): «Η ΡΑΑΕΥ έχει δημιουργήσει μία δέσμη μέτρων για την επιχειρησιακή ικανότητα των ΦοΔΣΑ, καταγράφοντας όλα τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούν, ώστε να καταστούν πρότυποι φορείς διαχείρισης αποβλήτων. Στόχος μας είναι να τους βοηθήσουμε να ανέβουν στο ‘άριστα δέκα’, να ενισχύσουμε την αξιοπιστία τους και να διασφαλίσουμε ότι θα ανταποκρίνονται τόσο στις εθνικές όσο και στις ευρωπαϊκές απαιτήσεις».
Δεύτερο αγκάθι αποτελεί σύμφωνα με τους δημάρχους το γεγονός ότι το κεντρικό κράτος επιμένει να σχεδιάζει το μέλλον της διαχείρισης των απορριμμάτων ερήμην της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Οι δήμοι καταγγέλλουν ότι οι έξι μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης που δρομολογεί το ΥΠΕΝ προωθούνται χωρίς να έχει προηγηθεί καμία ουσιαστική διαβούλευση με τους ΦοΔΣΑ ή την Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ). Υπενθυμίζεται ότι το κεντρικό σχέδιο του ΥΠΕΝ για την ενεργειακή αξιοποίηση των απορριμμάτων προβλέπει την κατασκευή έξι μονάδων, οι οποίες θα κατασκευαστούν από ιδιώτες και θα λειτουργούν με 25ετείς συμβάσεις.
Στο πλαίσιο αυτών των συμβάσεων, το Δημόσιο θα δεσμεύεται να τροφοδοτεί τις μονάδες με συγκεκριμένες ποσότητες απορριμματογενών καυσίμων. Σύμφωνα με τη σχετική μελέτη, οι μονάδες θα χωροθετηθούν ως εξής: μία στη Ροδόπη, καλύπτοντας όλη την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας–Θράκης· μία στην Κοζάνη, για την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και την Κέρκυρα· μία στην Πελοπόννησο (σε περιοχές της Αρκαδίας, της Ηλείας ή της Αχαΐας), για την εξυπηρέτηση της Δυτικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου και των Ιονίων Νήσων πλην Κέρκυρας· μία στη Βοιωτία, για τμήματα της Στερεάς Ελλάδας και τη Δυτική Αττική· μία στην Αττική, για την Υπόλοιπη Αττική, τα νησιά του Βορείου Αιγαίου και περιοχές των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων· και, τέλος, μία στο Ηράκλειο, για την Κρήτη, τη Σαντορίνη, την Κάρπαθο και τη Ρόδο.
Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά στο άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή» ο δήμαρχος Χανίων και πρόεδρος του Δικτύου ΦοΔΣΑ, Παναγιώτης Σημανδηράκης, «οι μονάδες αυτές σχεδιάστηκαν με όρους που προϋποθέτουν την αποτυχία της ανακύκλωσης, ώστε να διασφαλίζεται η τροφοδοσία τους με δευτερογενές καύσιμο». Παράλληλα, προσθέτει ότι το οικονομικό βάρος αυτής της επιλογής θα κληθούν να το σηκώσουν οι δήμοι, χωρίς να έχει υπάρξει προηγουμένως συζήτηση, συνεννόηση ή οποιαδήποτε πρόβλεψη για ξεκάθαρη κατανομή ρόλων και αρμοδιοτήτων.
«Η Αυτοδιοίκηση δεν επιζητεί τη σύγκρουση, αλλά την ουσιαστική συμμετοχή» τονίζει ο κ. Σημανδηράκης, υπογραμμίζοντας ότι το ζητούμενο δεν είναι να αμφισβητηθεί η θεσμική αρμοδιότητα της Πολιτείας, αλλά να καταστεί εφικτή η συνδιαμόρφωση μιας στρατηγικής που θα σέβεται τον ρόλο των δήμων, θα αξιοποιεί την εμπειρία τους και θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών.
Τέλος, ένα από τα κεντρικά σημεία της κριτικής που διατυπώνεται αφορά το χρονοδιάγραμμα για το κλείσιμο των ΧΥΤΑ και τη λειτουργία των μονάδων επεξεργασίας. Παρότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θέτει ως καταληκτική ημερομηνία το 2035, η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει να επισπεύσει αυτή τη διαδικασία κατά πέντε χρόνια, ορίζοντας ως όριο το 2030. Το πρόβλημα, όπως επισημαίνουν ολοένα και περισσότεροι αυτοδιοικητικοί παράγοντες, είναι ότι αυτή η επιτάχυνση γίνεται χωρίς να έχει προηγηθεί εκχώρηση των απαραίτητων αρμοδιοτήτων στους ΦοΔΣΑ, οι οποίοι καλούνται να διαχειριστούν ένα νέο, απαιτητικό μοντέλο λειτουργίας χωρίς να διαθέτουν τα θεσμικά εργαλεία για να ανταποκριθούν. Στην πράξη, πληθαίνουν οι φωνές που αμφισβητούν την εφικτότητα του χρονοδιαγράμματος, εκτιμώντας ότι η μετάβαση αυτή θα προσκρούσει σε θεσμικά κενά, καθυστερήσεις και αδυναμία υλοποίησης των εθνικών και ευρωπαϊκών στόχων. Η ανησυχία αυτή εντείνεται από το γεγονός ο τομέας των χρηματοδοτήσεων βρίσκεται εδώ και μήνες σε παρατεταμένο τέλμα, οι προσκλήσεις για νέα έργα καθυστερούν, οι διαδικασίες για την ολοκλήρωση παλαιότερων έργων προσκρούουν σε προσκόμματα.
Το αποτέλεσμα είναι πως διαμορφώνεται ένα σκηνικό αδράνειας και εγκατάλειψης, το οποίο καθιστά ακόμα πιο δύσκολη την επιτυχή μετάβαση στο νέο μοντέλο διαχείρισης των απορριμμάτων, εντείνοντας τον κίνδυνο να χαθούν πολύτιμοι πόροι αλλά και να επιβαρυνθούν ανεπανόρθωτα οι δήμοι και οι πολίτες. Και σε αυτό το σκηνικό έρχονται και κουμπώνουν τα επίσημα στοιχεία της Eurostat και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2019–2022) που καταδεικνύουν ότι η χώρα εξακολουθεί να απέχει σημαντικά από τους ευρωπαϊκούς στόχους. Η ταφή των απορριμμάτων —η λιγότερο επιθυμητή λύση διαχείρισης— συνεχίζει να ξεπερνά το 80%, παρά την επιβολή τέλους ταφής και τη νομοθετική απαγόρευση της διάθεσης ανεπεξέργαστων σύμμεικτων. Στάσιμη παραμένει και η ενεργειακή αξιοποίηση των αποβλήτων, που δεν υπερβαίνει το 2%, ενώ η χωριστή συλλογή των βιοαποβλήτων περιορίζεται μόλις στο 1%.
Διαβάστε ακόμη