Εντείνονται οι συζητήσεις γύρω από το ζήτημα της λειψυδρίας, καθώς η Ελλάδα καλείται να χαράξει μια συνεκτική στρατηγική για τη διαχείριση των υδατικών της πόρων, σε συνθήκες αυξανόμενης πίεσης. Χθες, Παρασκευή 13 Ιουνίου, πραγματοποιήθηκε διυπουργική σύσκεψη υπό τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη, με βασική ατζέντα την υιοθέτηση ενός Εθνικού Σχεδίου για τα Ύδατα και τη συνολική αντιμετώπιση του φαινομένου της λειψυδρίας. Όπως δήλωσαν πηγές στο energygame.gr, η συνάντηση είχε κυρίως ενημερωτικό χαρακτήρα και δεν ελήφθησαν αποφάσεις σε αυτό το στάδιο. Ωστόσο, το πλαίσιο έχει πλέον διαμορφωθεί και η κυβέρνηση δηλώνει έτοιμη να περάσει στην επόμενη φάση.

«Τα δεδομένα είναι στο τραπέζι, ξέρουμε ποιο είναι το μοντέλο έργων και είμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε», ανέφεραν χαρακτηριστικά κύκλοι που συμμετείχαν στη σύσκεψη. Η πρόθεση είναι να οριστικοποιηθεί το Εθνικό Σχέδιο εντός των επόμενων μηνών, με στόχο να αποτελέσει μια ουσιαστική διαρθρωτική τομή — ικανή να αναχαιτίσει τα πολλαπλά μέτωπα κρίσης που σχετίζονται με τη διαθεσιμότητα, τη χρήση και την ποιότητα του νερού. Το σχέδιο καλείται να καλύψει τις ανάγκες ύδρευσης, άρδευσης, τουριστικής ανάπτυξης, βιομηχανίας και ενεργειακής παραγωγής.

Παρά ταύτα, η διαχείριση της λειψυδρίας στη χώρα παραμένει αποσπασματική, με την Πολιτεία να υιοθετεί σε μεγάλο βαθμό μια «πυροσβεστική» λογική που δεν αγγίζει τις βαθύτερες αιτίες του προβλήματος. Στη νησιωτική χώρα, προωθείται η επιτάχυνση εγκατάστασης μονάδων αφαλάτωσης, ενώ για την Αττική επανέρχεται στο προσκήνιο η προοπτική εκτροπής νερού από δύο ακόμη ποτάμια της Ευρυτανίας, προκειμένου να ενισχυθεί η υδροδότηση της πρωτεύουσας.

Να σημειωθεί πως το υδατικό έλλειμμα της Αττικής υπολογίζεται σήμερα στα 225 εκατ. κυβικά μέτρα, ενώ τα διαθέσιμα αποθέματα στους τέσσερις βασικούς ταμιευτήρες (Εύηνος, Μόρνος, Υλίκη και Μαραθώνας) έχουν περιοριστεί στα 604,9 εκατ. κυβικά — σχεδόν 250 εκατ. κυβικά λιγότερα σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις. Για την κάλυψη αυτού του ελλείμματος, προκρίνεται ως καταλληλότερη λύση η ενίσχυση του ταμιευτήρα του Ευήνου μέσω υδροληψίας από δύο ποτάμια της Ευρυτανίας. Το σχέδιο προβλέπει αρχικά τη σύνδεση με τον Κρικελοπόταμο, μέσω σήραγγας 12 χιλιομέτρων, και στη συνέχεια με τον Καρπενησιώτη ποταμό, με δεύτερη σήραγγα μήκους 7 χιλιομέτρων. Το έργο, συνολικού προϋπολογισμού 450 εκατ. ευρώ, βρίσκεται ακόμη σε φάση προμελέτης, με στόχο η πρώτη φάση — η κατασκευή των σηράγγων — να ολοκληρωθεί εντός τριών έως τεσσάρων ετών.

Παράλληλα, η ΕΥΔΑΠ σχεδιάζει να διερευνήσει και το ενδεχόμενο κατασκευής μονάδων αφαλάτωσης και στην Αττική, οι οποίες θα λειτουργούν ως στρατηγική εφεδρεία, εφόσον η κατάσταση επιδεινωθεί περαιτέρω. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο επείγουσας κινητοποίησης, το νέο σχέδιο νόμου που επεξεργάζεται η κυβέρνηση προβλέπει την ανάθεση κρίσιμων έργων ύδρευσης και διαχείρισης της λειψυδρίας στην ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ, με διαδικασίες fast track, αντίστοιχες εκείνων που εφαρμόζονται στις στρατηγικές επενδύσεις. Στόχος είναι να ξεμπλοκάρουν παρεμβάσεις που θεωρούνται «επείγουσες» — αν και, για πολλούς, ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζονται αυτές οι πρωτοβουλίες θυμίζει περισσότερο διαχείριση κρίσης παρά εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου, οργανωμένου σχεδίου.

Όσο δεν επενδύουμε στις υποδομές, όσο δεν προχωρούν τα σχέδια από τα χαρτιά στην πράξη, τόσο η χώρα θα αιφνιδιάζεται από προβλέψιμες κρίσεις. Και αυτή τη φορά, δεν θα υπάρχει άλλοθι, σχολίασε στο πλαίσιο του ίδιου συνεδρίου ο Λουκάς Γεωργαλάς, Προϊστάμενος Δ/νσης Σχεδιασμού & Διαχείρισης Υπηρεσιών Ύδατος Υπουργείο Περιβάλλοντος & Ενέργειας.

Το κρίσιμο στοίχημα με τις αφαλατώσεις

Υπό το βάρος των υφιστάμενων πιέσεων, η αφαλάτωση αναδεικνύεται σε κρίσιμο εργαλείο ενίσχυσης της υδατικής ασφάλειας. Όπως επισημαίνει ο Αλέξανδρος Υφαντής, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της SYCHEM, η αφαλάτωση δεν είναι πανάκεια, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος ενός εθνικού υδροστρατηγικού σχεδιασμού — δίπλα σε φράγματα, λιμνοδεξαμενές, γεωτρήσεις, εξοικονόμηση και επαναχρησιμοποίηση. «Δεν υπάρχει μία λύση για όλες τις περιοχές. Άλλες ανάγκες έχει η Σαντορίνη, άλλες η Κρήτη, άλλες η Αθήνα. Πρέπει να σχεδιάσουμε με βάση τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής και να ξέρουμε από πριν πού θα πάμε όταν έρθει η δίψα — γιατί θα έρθει», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Ο κ. Υφαντής ξεκαθαρίζει ότι το βασικό εμπόδιο για την ανάπτυξη έργων αφαλάτωσης δεν είναι ούτε το κόστος, ούτε οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όπως συχνά υποστηρίζεται. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η χωροθέτηση: «Δεν μπορούμε να μιλάμε για σχέδιο αφαλάτωσης αν δεν έχουμε πρώτα εξασφαλίσει τον χώρο όπου θα εγκατασταθεί μια μονάδα», τονίζει. «Σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι να βρεθούν οι κατάλληλες θέσεις και να αποκτήσουν εγκαίρως τις απαραίτητες άδειες. Όλα τα υπόλοιπα μπορούν να προχωρήσουν πολύ γρήγορα».

Αν και έχουν εκπονηθεί αρκετές μελέτες — ιδίως μέσω της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΔΑΠ Νήσων — ελάχιστες έχουν φτάσει στο στάδιο υλοποίησης, ακριβώς επειδή λείπει μια θεσμικά θωρακισμένη και τεχνικά επαρκής διαδικασία χωροθέτησης. Για τον λόγο αυτόν, προτείνει τη δημιουργία πρότυπου τεύχους εφαρμογής για τις αναθέτουσες αρχές – ΔΕΥΑ, δήμους, κρατικούς φορείς – που θα προβλέπει ελάχιστες απαιτήσεις χωροθέτησης, τεχνικές προδιαγραφές, περιβαλλοντικές παραμέτρους και ενιαία διαδικασία fast track. Οι μονάδες αφαλάτωσης σήμερα δεν χρησιμοποιούν χημικά, ούτε απορρίπτουν «τοξικά αρμόνερα», ένας όρος που, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι παραπλανητικός. Το παραγόμενο απόβλητο είναι απλώς συμπυκνωμένο θαλασσινό νερό με αλατότητα αυξημένη κατά περίπου 25%. Όταν η διασπορά γίνεται σωστά, η επίδραση στο θαλάσσιο περιβάλλον είναι αμελητέα. «Αν μετρήσει κανείς λίγα μόλις μέτρα από το σημείο απόρριψης, τα χαρακτηριστικά του νερού έχουν ήδη επανέλθει στα φυσιολογικά επίπεδα», υποστηρίζει.

Το τρίπτυχο του Εθνικού Σχεδίου για το νερό

Ο κ. Κουτουλάκης σκιαγράφησε με φόντο αυτές τις προκλήσεις το τρίπτυχο πάνω στο οποίο πρέπει να οικοδομηθεί το νέο Εθνικό Σχέδιο για το Νερό, με έμφαση στην περιφερειακή προσαρμογή και τις ιδιαιτερότητες της νησιωτικής Ελλάδας. Πρώτον, χρειάζεται ένα ξεκάθαρο και λειτουργικό ρυθμιστικό πλαίσιο, με σαφείς κανόνες και ενσωματωμένες πρόνοιες κοινωνικής προστασίας, που δεν θα αντιμετωπίζει τη νησιωτικότητα ως εξαίρεση αλλά ως δομικό χαρακτηριστικό της εθνικής υδατικής στρατηγικής. Δεύτερον, απαιτείται στοχευμένη –και όχι οριζόντια– κατανομή των χρηματοδοτήσεων, ώστε οι πόροι να κατευθύνονται με ακρίβεια «στο έργο που πρέπει, εκεί που πραγματικά χρειάζεται». Και τρίτον, είναι απαραίτητη η ενίσχυση της τεκμηριωμένης και εφαρμόσιμης γνώσης, μέσα από τη συνεργασία με επιστημονικούς φορείς και επιχειρήσεις που έχουν τη δυνατότητα να μετατρέψουν την έρευνα και την τεχνολογία σε πραγματικές, εφαρμόσιμες λύσεις.

ΥΠΕΝ: Τι «φρενάρει» τα έργα 

Ο Λουκάς Γεωργαλάς μίλησε με ιδιαίτερη σαφήνεια για τις δυσλειτουργίες που εμποδίζουν την υλοποίηση κρίσιμων έργων στον τομέα του νερού, εστιάζοντας κυρίως στο πρόβλημα του θεσμικού και διοικητικού κατακερματισμού. Όπως εξήγησε, το σημερινό σύστημα διακυβέρνησης του νερού διασπάται ανάμεσα σε διαφορετικούς θεσμούς και επίπεδα διοίκησης — από τις περιφέρειες και τις αποκεντρωμένες διοικήσεις μέχρι τα υδατικά διαμερίσματα και τους ίδιους τους παρόχους ύδατος. Αυτό, όπως είπε, δημιουργεί ένα μωσαϊκό αρμοδιοτήτων όπου συχνά «δεν μιλάει ο ένας με τον άλλον», με αποτέλεσμα τα έργα να μένουν πίσω, να επανασχεδιάζονται ή να μην υλοποιούνται ποτέ.

Σε πολλές περιπτώσεις οι τοπικοί φορείς περιορίζονται στη σύνταξη προτάσεων και σχεδίων που αφορούν αποκλειστικά τη δική τους γεωγραφική περιοχή, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τη συνολική λειτουργία του υδατικού συστήματος. Με άλλα λόγια, σχεδιάζουν απομονωμένα, χωρίς συντονισμό, χωρίς κοινές προτεραιότητες και, κυρίως, χωρίς να υπηρετούν έναν ενιαίο εθνικό στόχο. Έτσι, ενώ υπάρχουν τεχνικά σχέδια και προτεινόμενα έργα, «πολλά από αυτά παραμένουν στα χαρτιά», όπως τόνισε χαρακτηριστικά, επειδή λείπει τόσο η βούληση όσο και η ικανότητα συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων.

Η βασική του θέση ήταν ότι το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη τεχνικής γνώσης ή κατεύθυνσης – αλλά το γεγονός ότι δεν υπάρχει αποτελεσματική διαχείριση, συνοχή και πολιτική πίεση για να προχωρήσουν τα έργα. «Έχουμε σχέδια, έχουμε μελέτες, ξέρουμε τι πρέπει να γίνει. Αλλά δεν προχωρούν. Όχι επειδή δεν μπορούμε τεχνικά, αλλά επειδή δεν υπάρχει απόλυτος συντονισμός και σταθερή πολιτική πίεση για εφαρμογή», ανέφερε.

Διαβάστε ακόμη