Η Ελλάδα και άλλες 10 χώρες μένουν …μετεξεταστέες στην υλοποίηση ηλεκτρικών διασυνδέσεων σύμφωνα με μελέτη του think tank Ember. Πιο αναλυτικά, στη μελέτη που δημοσιεύθηκε χθες το Ember αναφέρει πως το 80% του ηλεκτρικού συστήματος της ΕΕ αναμένεται να μην επιτύχει τον στόχο διασύνδεσης του 2030. Η μελέτη υπογραμμίζει ότι οι επενδύσεις σε διασυνδέσεις έχουν πολλαπλασιαστικό όφελος καθώς εκτιμάται ότι κάθε ένα ευρώ επένδυσης στην επέκταση διασυνδετικής ικανότητας μπορεί να μειώσει το συνολικό κόστος παραγωγής κατά πάνω από δύο ευρώ έως το 2040.
Συνολικά, 11 χώρες (Ρουμανία, Πορτογαλία, Ολλανδία, Ελλάδα, Γαλλία, Φινλανδία, Γερμανία, Πολωνία, Ισπανία, Ιταλία και Ιρλανδία) προβλέπεται να διαθέτουν εισαγωγική ικανότητα μικρότερη του 15% της εγχώριας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2030.
Ειδικά για την Ελλάδα, η έκθεση σημειώνει ότι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τόσο των ευκαιριών όσο και των προκλήσεων του στόχου διασύνδεσης της ΕΕ. Η εισαγωγική ικανότητα της χώρας από κράτη-μέλη της ΕΕ αναμένεται να διπλασιαστεί τα επόμενα πέντε χρόνια, προσθέτοντας 1,5 GW μέσω διασυνδέσεων με την Κύπρο και τη Βουλγαρία. Ωστόσο, αυτό θα αυξήσει το ποσοστό διασύνδεσής της μόνο από 6% σε 9%, καθώς η χώρα αναμένεται να προσθέσει ταυτόχρονα περίπου 10 GW εγχώριας αιολικής και ηλιακής ισχύος. Παρ’ όλα αυτά, όταν συμπεριληφθούν οι διασυνδέσεις εκτός Ευρώπης, κυρίως η διασύνδεση με την Αίγυπτο, το επίπεδο διασύνδεσης της Ελλάδας θα υπερβεί το 22%.
Ποιοι μένουν πίσω στους στόχους διασύνδεσης για το 2030
Η διασύνδεση παραμένει χαμηλή στο απομονωμένο Ιβηρικό σύστημα, με την Ισπανία και την Πορτογαλία να φτάνουν μόλις το 4,3% και 10% αντίστοιχα. Επίσης, μεγάλα κέντρα ζήτησης που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα ορυκτά καύσιμα, όπως η Πολωνία, η Ιταλία και η Γερμανία, αναμένεται να παραμείνουν κάτω από το 10% διασύνδεσης έως το 2030, περιορίζοντας την πρόσβασή τους σε καθαρότερες και φθηνότερες εισαγωγές.
Όπως επισημαίνει το Ember, αν και τα μεγαλύτερα συστήματα δυσκολεύονται περισσότερο να αυξήσουν το ποσοστό διασύνδεσής τους λόγω του ήδη μεγάλου ηλεκτροπαραγωγικού φόρτου τους, συχνά αυτό το κενό αντανακλά έλλειψη επενδύσεων σε νέες διασυνδέσεις. Ως το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης αναφέρεται η Ιταλία που προβλέπεται να φτάσει μόλις στο 4% διασύνδεσης έως το 2030 ενώ θα ενισχύσει την εισαγωγική της ικανότητα μόνο κατά 1,2 GW. Μάλιστα, ακόμη και αν συμπεριληφθούν οι διασυνδέσεις με Ελβετία, Μαυροβούνιο ή Τυνησία, το επίπεδο διασύνδεσης της Ιταλίας αναμένεται να παραμείνει κάτω από 8% το 2030.

16 χώρες κόβουν πρώτες το νήμα
Στο τέλος του 2024, 14 κράτη-μέλη της ΕΕ είχαν ήδη επιτύχει ή υπερβεί τον στόχο διασύνδεσης για το 2030. Από αυτά, μόνο η Φινλανδία αναμένεται να παρουσιάσει αρνητική μεταβολή έως το 2030, πέφτοντας ξανά κάτω από το όριο του 15%. Επιπλέον, συνολικά 16 χώρες βρίσκονται σε πορεία να επιτύχουν ή ακόμη και να ξεπεράσουν τον στόχο έως το 2030.
Ειδική αναφορά κάνει η μελέτη στη διασύνδεση Κρήτης–Κύπρου, που ξεκίνησε το 2022, θα συνδέσει το τελευταίο πλήρως απομονωμένο κράτος-μέλος της ΕΕ με το ευρωπαϊκό δίκτυο.
Πολλές από τις ιδιαίτερα διασυνδεδεμένες χώρες δεν χρησιμοποιούν απαραίτητα για ίδιες ανάγκες την ηλεκτρική ενέργεια που διέρχεται από τα σύνορά τους. Αντίθετα, λειτουργούν ως σημαντικοί διάδρομοι μεταφοράς ηλεκτρισμού μεταξύ των γειτονικών τους κρατών. Για παράδειγμα, η Ουγγαρία λειτουργεί ως κόμβος μεταξύ της κεντρικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης, ενώ η Δανία αποτελεί γέφυρα μεταξύ των Σκανδιναβικών χωρών και της ηπειρωτικής Ευρώπης, ιδιαίτερα της Γερμανίας.
Τα κράτη της Βαλτικής εμφανίζουν επίσης υψηλά επίπεδα διασύνδεσης που διαμορφώνονται μεταξύ 40% και 60% το 2025. Αυτό οφείλεται σε μεγάλα έργα που υλοποιήθηκαν στο πλαίσιο της σύγχρονής τους με το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ, μια διαδικασία που επιταχύνθηκε το 2022 για λόγους ασφάλειας.
Ανάγκη διπλασιασμού της διασυνδετικής ικανότητας μεταξύ 2030 – 2040
Από την ανάλυση των δεδομένων του TYNDP (Δεκαετούς Σχεδίου Ανάπτυξης Δικτύου του ENTSO-E) προβλέπεται βέλτιστη συνολική ισχύ διασύνδεσης 318 GW έως το 2040. Σύμφωνα με την μελέτη, η Ευρώπη αναμένεται να φτάσει τα 167 GW δυναμικότητας διασυνοριακής ανταλλαγής ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2030 (από 116 GW το 2024). Αυτό σημαίνει ότι για να καλυφθούν πλήρως οι αναμενόμενες ανάγκες του συστήματος ηλεκτρισμού θα χρειαστεί να προστεθούν 151 GW κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2030, σχεδόν διπλασιάζοντας τη χωρητικότητα των υποδομών μέσα στη δεκαετία.
Εντούτοις, ενώ πολλές διασυνοριακές γραμμές βρίσκονται υπό ανάπτυξη, οι περισσότερες παραμένουν σε αρχικό στάδιο. Από το «Reference Grid» του 2030, υπάρχουν διάφορα βήματα για την επίτευξη της βέλτιστης κατάστασης του 2040. Σημειώνεται ότι υπάρχουν 34 GW έργων που αναμένεται να τεθούν σε λειτουργία στην αρχή της δεκαετίας, αλλά η κατασκευή τους δεν είναι ακόμη αρκετά βέβαιη ώστε να συμπεριληφθεί στα επίσημα σχέδια ανάπτυξης. Η υπόλοιπη πιθανή επέκταση περιλαμβάνει έργα λίγο πάνω από 1 GW σε διαδικασία αδειοδότησης, 15 GW σε φάση σχεδιασμού και 46 GW υπό εξέταση. Ωστόσο, για να επιτευχθούν τα 318 GW έως το 2040, πρέπει να προταθούν περίπου 55 GW νέων έργων.
Χρηματοδοτικό κενό 30 δισ. ευρώ
Σύμφωνα με την μελέτη, η λίστα διασυνοριακών έργων ηλεκτρικής μεταφοράς στην Ευρώπη υπολείπεται σημαντικά όσων απαιτούνται για ένα βελτιστοποιημένο σύστημα ηλεκτρισμού το 2040. Στο πλαίσιο αυτό τονίζεται ότι, οι διασυνοριακές υποδομές θα μπορούσαν να ελαχιστοποιήσουν το συνολικό κόστος του ηλεκτρικού συστήματος, εάν επεκταθούν επαρκώς. Ωστόσο, η απαιτούμενη κλίμακα επέκτασης υπερβαίνει κατά πολύ τα σημερινά σχέδια, τόσο στα μεγάλα κέντρα ζήτησης όσο και σε πιο απομονωμένες περιοχές, όπως η ανατολική Ευρώπη. Για να επιτευχθεί αυτό, οι δημόσιοι πόροι πρέπει να κατευθυνθούν αποτελεσματικά και να αυξηθούν σημαντικά.
Πιο αναλυτικά, λείπουν συνολικά 55 GW διασυνοριακών έργων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας για να επιτευχθεί ένα βέλτιστο πανευρωπαϊκό δίκτυο έως το 2040 ενώ καταγράφεται χρηματοδοτικό κενό 30 δισ. ευρώ στην ΕΕ για την υποστήριξη της πιο αποδοτικής επέκτασης των ηλεκτρικών διασυνδέσεων. Όπως τονίζει η μελέτη η χρειαστούν επιπλέον δάνεια αλλά και ιδιωτικές επενδύσεις για να επιτευχθεί ο στόχος.
Τέλος, κρίσιμο παράγοντα αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης των έργων διασύνδεσης που κατά μέσο όρο στην Ευρώπη υπερβαίνει τα 10 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σήμερα πρέπει να βλέπουν στο 2040, όχι απλώς στο 2030.
Διαβάστε ακόμη
