Η μεγάλη πρόκληση για την ευρωπαϊκή –και ελληνική– βιομηχανία δεν είναι πλέον μόνο να «πρασινίσει» το ενεργειακό της αποτύπωμα, αλλά να αποκτήσει πρόσβαση σε φθηνή και σταθερή καθαρή ενέργεια. Στο πλαίσιο της συζήτησης που πραγματοποιήθηκε στο SolarPower Summit 2025, οι τοποθετήσεις κορυφαίων εκπροσώπων της αγοράς ανέδειξαν με σαφήνεια ότι η ηλιακή ενέργεια μπορεί να αποτελέσει τον αγωγό που θα οδηγήσει την παραγωγή σε έναν νέο κύκλο ανταγωνιστικότητας, υπό τρεις βασικές προϋποθέσεις: PPAs που θα «κλειδώνουν» μακροχρόνια τιμή για τη βιομηχανία, ισχυρά δίκτυα που θα εξασφαλίζουν τη ροή αυτής της ενέργειας και μηχανισμοί ευελιξίας που θα επιτρέπουν την ενσωμάτωση υψηλών ποσοστών φωτοβολταϊκών στο σύστημα.
Οι τοποθετήσεις των εκπροσώπων της Metlen Energy & Metals και της Lightsource bp ανέδειξαν ένα κοινό μήνυμα: η βιομηχανία δεν μπορεί να εξασφαλίσει φθηνή καθαρή ενέργεια αν δεν υπάρξει ένα ξεκάθαρο πλαίσιο. Από τη μια πλευρά, απαιτείται σωστό «σήμα τιμής», δηλαδή ένα τιμολόγιο ηλεκτρικής ενέργειας που θα ευνοεί την κατανάλωση πράσινου ρεύματος αντί να τη φορτώνει με υπερβολικές χρεώσεις. Από την άλλη, χρειάζονται διαφανείς κανόνες για τις συνδέσεις στο δίκτυο και για τις ενδεχόμενες περικοπές παραγωγής (curtailment). Σήμερα, όταν το δίκτυο δεν μπορεί να απορροφήσει όλη την παραγόμενη ενέργεια από φωτοβολταϊκά, οι παραγωγοί συχνά υποχρεούνται να «κόψουν» μέρος της παραγωγής τους χωρίς σαφές πλαίσιο, κάτι που κάνει δύσκολη τη χρηματοδότηση νέων έργων.
Αν αυτά τα εμπόδια δεν αρθούν, η βιομηχανία θα συνεχίσει να πληρώνει ακριβότερα το ενεργειακό της κόστος, χάνοντας έδαφος στον διεθνή ανταγωνισμό. Ο Νίκος Μπίτσιος, επικεφαλής του γραφείου Βρυξελλών της Metlen Energy & Metals, ήταν κατηγορηματικός: η βιομηχανία δεν μπορεί να σταθεί στον διεθνή ανταγωνισμό χωρίς μακροχρόνια συμβόλαια αγοράς ενέργειας. Τα Power Purchase Agreements (PPAs), δηλαδή οι πολυετείς συμφωνίες απευθείας προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας από παραγωγούς ΑΠΕ σε μεγάλους καταναλωτές, θεωρούνται το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για να «κλειδώσει» η βιομηχανία μια σταθερή και χαμηλή τιμή ρεύματος. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αποφύγει τις έντονες διακυμάνσεις της χονδρικής αγοράς, που επιβαρύνουν δυσανάλογα το κόστος παραγωγής στην Ευρώπη σε σχέση με τις ΗΠΑ ή την Ασία.
Όπως υπογράμμισε, όμως, τα PPAs από μόνα τους δεν αρκούν για να λυθεί το πρόβλημα. Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια είναι οι ρυθμιστικές και κανονιστικές χρεώσεις που επιβαρύνουν τους λογαριασμούς ρεύματος. Αυτές οι χρεώσεις –όπως τα τέλη δικτύου, οι ειδικοί φόροι και τα πρόσθετα τέλη πολιτικής– καταλήγουν να «φουσκώνουν» υπερβολικά το τελικό κόστος της κιλοβατώρας, ακόμη και όταν η βιομηχανία έχει εξασφαλίσει χαμηλή τιμή μέσω PPA. «Η σημερινή διάρθρωση δεν στέλνει το σωστό σήμα τιμής υπέρ της ηλεκτροποίησης», είπε χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι στην πράξη η βιομηχανία αποθαρρύνεται από το να στραφεί σε πράσινη ενέργεια, καθώς πληρώνει περισσότερα από όσο θα έπρεπε.
Ουσιαστικά, η Metlen ζητά μια βαθιά μεταρρύθμιση του ενεργειακού κόστους, ώστε η κατανάλωση καθαρής ενέργειας να μην τιμωρείται με πρόσθετες επιβαρύνσεις. Μόνο έτσι, κατά τον Μπίτσιο, η μετάβαση θα είναι βιώσιμη και οικονομικά συμφέρουσα. Διαφορετικά, οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες κινδυνεύουν να παραμείνουν σε μειονεκτική θέση, πληρώνοντας ακριβότερα για την ενέργεια της πράσινης μετάβασης.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Juan Rivier Abbad, επικεφαλής της ρυθμιστικής στρατηγικής για τις ανανεώσιμες της Iberdrola ο οποίος έστρεψε τα βέλη του ακριβώς στις στρεβλώσεις των λογαριασμών.Όπως τόνισε, η ηλεκτροπαραγωγή επιβαρύνεται με πλήθος φόρων, τελών και ειδικών χρεώσεων που δεν ισχύουν στον ίδιο βαθμό για το φυσικό αέριο. «Αυτό είναι ένα λάθος σήμα», προειδοποίησε, εξηγώντας ότι στην πράξη η ηλεκτροποίηση καταλήγει ακριβότερη, αποθαρρύνοντας τη βιομηχανία από το να στραφεί στην καθαρή ενέργεια. Για τον Rivier, η λύση περνάει μέσα από μια ριζική αναθεώρηση της τιμολόγησης, με μεταφορά μέρους των επιβαρύνσεων εκτός του λογαριασμού ρεύματος. Μόνο έτσι, όπως είπε, οι επενδύσεις σε PPAs και έργα ευελιξίας θα μπορέσουν να μεταφραστούν σε πραγματικό όφελος για τον τελικό καταναλωτή.
Ο Βλάσης Σουφλής, Chief Operating Officer EMEA της Lightsource bp συνδύασε το κόστος με την αγορά των φωτοβολταϊκών που θα μπορούσαν – σύμφωνα με τον ίδιο- να αποτελέσουν σύμμαχο για την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Ως εκ τούτου, ανέδειξε ως υπ’ αριθμόν ένα εμπόδιο για την κλιμάκωση των φωτοβολταϊκών τα δίκτυα και τις συνδέσεις. Όπως σημείωσε, «η επιτάχυνση της ηλιακής ανάπτυξης δεν μπορεί να συμβεί αν οι διαδικασίες σύνδεσης παραμένουν αργές, περίπλοκες και χωρίς σαφή κριτήρια». Για έναν επενδυτή που σχεδιάζει εκατομμύρια έργα, η αβεβαιότητα γύρω από το πότε και με ποιους όρους θα εξασφαλίσει πρόσβαση στο δίκτυο, λειτουργεί αποτρεπτικά.
Ο κ. Σουφλής εστίασε επίσης στο ζήτημα των κανόνων curtailment, δηλαδή των περικοπών παραγωγής που επιβάλλονται όταν το σύστημα δεν μπορεί να απορροφήσει όλη την ενέργεια. Σήμερα, σε πολλές χώρες – όπως και στην Ελλάδα- οι περικοπές αυτές γίνονται χωρίς σταθερό πλαίσιο, με αποτέλεσμα οι επενδυτές να μη γνωρίζουν πόσο μεγάλο μέρος της παραγόμενης ενέργειας θα μπορούν τελικά να πουλήσουν. «Οι τράπεζες δεν θα χρηματοδοτήσουν μια επένδυση όταν δεν μπορούν να ποσοτικοποιήσουν τον κίνδυνο απωλειών», υπογράμμισε.
Χρειάζεται μια ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική για τις περικοπές, η οποία θα καθορίζει πώς μοιράζεται το ρίσκο μεταξύ παραγωγών και διαχειριστών συστήματος. Μόνο έτσι, τόνισε, θα μπορέσουν να προχωρήσουν νέα μεγάλα έργα με τη στήριξη τραπεζών και θεσμικών επενδυτών. Για τη Lightsource bp, η ανάπτυξη δεν είναι μόνο ζήτημα τεχνολογίας. Είναι κυρίως θέμα θεσμικού πλαισίου και εμπιστοσύνης. «Οι επενδυτές χρειάζονται διαφάνεια και σταθερότητα για να επενδύσουν σε μεγάλη κλίμακα», κατέληξε ο Σουφλής, υπογραμμίζοντας ότι χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, η φθηνή ηλιακή ενέργεια δύσκολα θα φτάσει στη βιομηχανία που τη χρειάζεται.
Ευρωπαϊκή πολιτική και βιομηχανική μετάβαση
Στο πώς η Ευρώπη θα καταφέρει να συνδέσει την εκρηκτική ανάπτυξη της ηλιακής ενέργειας με την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας προσπάθησε να απαντήσει και η Paula Rey Garcia, επικεφαλής της Μονάδας Ανανεώσιμων & Ενσωμάτωσης Συστημάτων Ενέργειας στη Γενική Διεύθυνση Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG ENER), προσέγγισε το ζήτημα από την πλευρά της χάραξης πολιτικής. Υπενθύμισε ότι το Clean Industrial Deal, η νέα βιομηχανική στρατηγική που βρίσκεται σε εξέλιξη, φιλοδοξεί να φέρει τα εργαλεία εκείνα που θα μειώσουν το κόστος της πράσινης μετάβασης για τη βιομηχανία.
Η Garcia αναφέρθηκε στις προτεραιότητες της Επιτροπής: μείωση των χρόνων αδειοδότησης για νέα έργα ΑΠΕ, ενσωμάτωση της αποθήκευσης και της απόκρισης ζήτησης στο ενεργειακό μείγμα, και δημιουργία μηχανισμών που θα στηρίζουν τη μακροχρόνια τιμολόγηση μέσω PPAs. «Το ζητούμενο είναι οι καθαρές μορφές ενέργειας να φτάνουν με βιώσιμο κόστος στη βιομηχανία και στους καταναλωτές», σημείωσε, τονίζοντας ότι χωρίς αξιόπιστα εργαλεία ευελιξίας η Ευρώπη θα συνεχίσει να υστερεί στην παγκόσμια κούρσα της ηλεκτροποίησης.
Την πολιτική διάσταση ενίσχυσε και η Andrea Wechsler, Γερμανίδα ευρωβουλευτής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, υπογράμμισε ότι η ενεργειακή και βιομηχανική πολιτική της Ευρώπης πρέπει να στηριχθεί στη σταθερότητα και τη σαφήνεια εφαρμογής. Όπως είπε, ο στόχος δεν είναι μόνο να περάσουν νέοι νόμοι, αλλά να αξιοποιηθούν στο έπακρο τα υφιστάμενα εργαλεία και να δοθούν καθαρές κατευθύνσεις στις επιχειρήσεις.
Η Wechsler στάθηκε στη σημασία του Clean Industrial Deal, που πρέπει να ισορροπεί τρεις πυλώνες: καθαρή ενέργεια, ανταγωνιστικότητα και ασφάλεια εφοδιασμού. «Χρειαζόμαστε λιγότερες διακηρύξεις και περισσότερη εφαρμογή», τόνισε, στέλνοντας μήνυμα για πιο γρήγορη και πιο αποτελεσματική υλοποίηση της ευρωπαϊκής στρατηγικής.
Η φωνή από τη βιομηχανία του χάλυβα, ο Jose Manuel Carvalho επικεφαλής Ανανεώσιμων JV & Συνεργασιών της ArcelorMittal, έφερε στο τραπέζι το παράδειγμα του χάλυβα, ενός από τους πιο ενεργοβόρους και δύσκολους κλάδους. Περιέγραψε το σχέδιο της εταιρείας για στροφή σε 100% scrap (ανακυκλωμένο μέταλλο) και λειτουργία μέσω ηλεκτρικών κλιβάνων (EAF), που μπορούν να τροφοδοτηθούν με πράσινη ηλεκτρική ενέργεια. Το μοντέλο αυτό μειώνει έως και 70% τις εκπομπές CO₂ σε σχέση με την παραδοσιακή παραγωγή.
Στην Ευρώπη, όπως εξήγησε, η ArcelorMittal δεν επενδύει σε ιδιόκτητες μονάδες ΑΠΕ· προτιμά να συνάπτει μακροχρόνια PPAs με developers, ώστε να διασφαλίζει προβλέψιμο κόστος και πράσινη τροφοδοσία. Αντίθετα, σε αγορές εκτός Ευρώπης, όπως η Βραζιλία ή η Ινδία, η εταιρεία προχωρά και σε άμεσες επενδύσεις σε έργα ΑΠΕ. «Η Ευρώπη πρέπει να φροντίσει να προσφέρει το ίδιο επενδυτικό περιβάλλον», υπογράμμισε, προειδοποιώντας ότι διαφορετικά οι χρόνοι και τα ρίσκα για νέα projects θα συνεχίσουν να αυξάνονται.
Αν και οι ομιλητές προέρχονταν από διαφορετικά πεδία – πολιτική, θεσμούς, βιομηχανία και αγορά – το συμπέρασμα ήταν κοινό: χωρίς σταθερότητα κόστους, αξιόπιστες συνδέσεις και διαφανείς κανόνες ευελιξίας, η Ευρώπη δεν θα μπορέσει να στηρίξει την πράσινη μετάβαση της βιομηχανίας της. Τα PPAs, η αποθήκευση και τα δίκτυα αναδείχθηκαν ως οι τρεις πυλώνες πάνω στους οποίους θα κριθεί αν η ηλιακή ενέργεια θα γίνει πραγματικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ή αν θα παραμείνει μια χαμένη ευκαιρία.
Διαβάστε ακόμη