Σε ιστορικά υψηλά επίπεδα κινούνται οι επενδυτικές ανάγκες των Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς (Transmission System Operators – TSOs) στην Ευρώπη, με τη συνολική δαπάνη για την περίοδο 2025–2029 να εκτοξεύεται στα 345 δισεκατομμύρια ευρώ. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει από την έκθεση της Boston Consulting Group με τίτλο «Navigating Growth: Capital Challenges and Strategic Decisions for Europe’s Electricity TSOs», η οποία βασίζεται σε δημόσια οικονομικά δεδομένα και καλύπτει τους δεκαπέντε μεγαλύτερους Διαχειριστές ηλεκτρικής ενέργειας σε δέκα ευρωπαϊκές χώρες.
Το μέγεθος του ποσού καθιστά τη νέα επενδυτική φάση που ξεκινά χωρίς προηγούμενο. Η BCG υπολογίζει ότι οι συνολικές κεφαλαιουχικές δαπάνες θα είναι κατά 3,5 φορές αυξημένες σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία, ενώ μόνο το 2024 η αύξηση επενδύσεων ανήλθε στο 50% συγκριτικά με το 2023. Πρόκειται για ένα κύμα επενδύσεων που πυροδοτείται από τη συνδυασμένη επίδραση έξι κρίσιμων μεταβλητών: την αυξανόμενη ζήτηση λόγω εξηλεκτρισμού και τεχνητής νοημοσύνης, την ένταξη μεγάλης κλίμακας ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τη διείσδυση αποκεντρωμένης παραγωγής από παραγωγούς-καταναλωτές, την ανάγκη για κυβερνοασφάλεια και ψηφιακό μετασχηματισμό, την απαξίωση των υφιστάμενων υποδομών και τη συνέχιση της ευρωπαϊκής πολιτικής για ενοποίηση των αγορών.
Ωστόσο, η ικανότητα των Διαχειριστών να καλύψουν τις απαιτούμενες επενδύσεις είναι σοβαρά περιορισμένη. Η έκθεση επισημαίνει πως, κατά μέσο όρο, οι επενδυτικές δαπάνες αντιστοιχούν σε περίπου 300% των ταμειακών ροών λειτουργίας (Cash Flow from Operations – CFO), με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κεφαλαιακό κενό της τάξης των 250 δισ. ευρώ. Το χρηματοδοτικό αυτό έλλειμμα είναι απαραίτητο να καλυφθεί μέσα από αύξηση δανεισμού, άντληση ιδίων κεφαλαίων ή αποεπενδύσεις. Εναλλακτικά, οι Διαχειριστές θα πρέπει να περικόψουν μερίσματα ή να αναστείλουν έργα, κίνηση που θα υπονομεύσει την πρόοδο της ενεργειακής μετάβασης.
Συνολικά, οι 15 TSOs της έρευνας εκπροσωπούν πάγια αξίας 175 δισ. ευρώ και έχουν ανακοινώσει έργα που οδηγούν σε συνολικές επενδύσεις 345 δισ. ευρώ έως το 2029. Ορισμένοι εξ αυτών, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο για το capex ανά TSO, εμφανίζουν αύξηση επενδυτικών δαπανών έως και επτά φορές σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Οι Διαχειριστές διαφέρουν σημαντικά ως προς το μοντέλο ιδιοκτησίας και δραστηριότητας, με τέσσερις βασικούς τύπους να προκύπτουν από το δείγμα: κρατικά μονοπώλια με εστίαση στην εγχώρια αγορά, κυβερνητικοί φορείς με διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο, εισηγμένες εταιρείες με παρουσία μόνο εντός των συνόρων και εισηγμένες πολυεθνικές με επενδύσεις σε διάφορους κλάδους ενέργειας.
Αντίστοιχες διαφοροποιήσεις παρατηρούνται στη δομή κεφαλαίου. Το ποσοστό καθαρού χρέους ως προς το συνολικό κεφάλαιο (Net Debt/Capitalization) κυμαίνεται μεταξύ 39% και 80%, με τη μέση τιμή να ξεπερνά το 60%. Μόλις δύο Διαχειριστές εμφανίζουν ισοσκελισμένο κεφαλαιακό μείγμα, ενώ οι υπόλοιποι έχουν ήδη περιορισμένα περιθώρια για νέα χρηματοδότηση χωρίς να απειληθεί η πιστοληπτική τους ικανότητα. Το ποσοστό FFO προς καθαρό χρέος (Funds From Operations / Net Debt), που χρησιμοποιείται από τους οίκους αξιολόγησης ως δείκτης φερεγγυότητας, κυμαίνεται για τους περισσότερους TSOs μεταξύ 6% και 13%, κάτω δηλαδή από τον μέσο όρο 15,1% των επενδυτικού βαθμού εταιρειών κοινής ωφελείας των ΗΠΑ.
Παρά τις δυσκολίες, την τελευταία τριετία καταγράφεται αξιοσημείωτη κινητικότητα στον τομέα της αύξησης κεφαλαίου. Από το 2022 έως το 2024 οι Διαχειριστές άντλησαν 18,5 δισ. ευρώ, τόσο μέσω εκδόσεων μετοχών από τις μητρικές εταιρείες όσο και μέσω ενίσχυσης του TSO επιπέδου, με το ποσό να είναι δεκαεννέα φορές υψηλότερο από εκείνο της περιόδου 2019–2021. Η BCG ερμηνεύει την εξέλιξη αυτή ως ένδειξη ότι οι παραδοσιακοί μηχανισμοί χρηματοδότησης εξαντλούνται και πως το μοντέλο «επενδύσεων μέσω εσωτερικών ταμειακών ροών» φτάνει στα όριά του.
Η νέα αυτή συνθήκη δημιουργεί έναν εντεινόμενο ανταγωνισμό για προσέλκυση επενδυτών, όχι μόνο μεταξύ των Διαχειριστών αλλά και απέναντι σε άλλους τομείς ενέργειας. Παρά την ανάκαμψη των αποδόσεών τους σε απόλυτα μεγέθη, οι TSOs εξακολουθούν να υστερούν σε σχέση με τις εισηγμένες επιχειρήσεις κοινού ενδιαφέροντος, τις εταιρείες ανανεώσιμων και τους μεγάλους ενεργειακούς ομίλους. Η ετήσια απόδοση μετοχικού κεφαλαίου (TSR) την τελευταία τριετία (2022–2025) ήταν μόλις 1% για τους ευρωπαϊκούς TSOs, έναντι 4% για τις ενσωματωμένες επιχειρήσεις ενέργειας και 13% για τις αμερικανικές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.
Υπό το βάρος των παραπάνω δεδομένων, η BCG καταγράφει σειρά στρατηγικών που καλούνται να εξετάσουν οι Διαχειριστές. Αυτές περιλαμβάνουν τη διαφοροποίηση του μετοχικού προφίλ, την αξιοποίηση μη παραδοσιακών πηγών κεφαλαίου όπως κρατικά επενδυτικά ταμεία ή funds υποδομών, την αποεπένδυση από μη βασικές ή ξένες δραστηριότητες, την ενίσχυση της κεφαλαιακής αποδοτικότητας και την επικοινωνιακή ενδυνάμωση προς την επενδυτική κοινότητα. Σε αυτό το σημείο, υπογραμμίζεται η σημασία για σαφή τοποθέτηση ως εταιρείες πειθαρχημένες, με διαχειρίσιμο ρίσκο, προτεραιοποίηση υψηλής απόδοσης έργων και δυνατότητα επιτάχυνσης υλοποίησης.
Ταυτόχρονα, οι ρυθμιστικές αρχές καλούνται να αντιμετωπίσουν το θεμελιώδες ζήτημα του επιμερισμού κόστους: ποιοι θα πληρώσουν για τις επενδύσεις των Διαχειριστών, σε ποιο βαθμό και μέσω ποιων μηχανισμών. Η BCG προτείνει την προσαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου ώστε να αντανακλά τους νέους χρηματοδοτικούς και επιχειρησιακούς κινδύνους, καθώς και την πρώιμη συνεργασία μεταξύ φορέων πολιτικής και Διαχειριστών για τον καθορισμό κοινών στόχων και την αποφυγή καθυστερήσεων.
Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επιτυχία ή αποτυχία της ευρωπαϊκής ενεργειακής μετάβασης εξαρτάται πλέον από τη δυνατότητα των Διαχειριστών να υλοποιήσουν εγκαίρως επενδύσεις σε δίκτυα. Χωρίς ένα νέο, ισχυρό και προσαρμοσμένο χρηματοδοτικό και ρυθμιστικό υπόβαθρο, οι στόχοι για απαλλαγή από τις εκπομπές, ασφάλεια εφοδιασμού και λειτουργική ευελιξία δεν θα μπορέσουν να επιτευχθούν.
Διαβάστε ακόμη