Τα «κλειδιά» για την αντιμετώπιση του προβλήματος των περικοπών στην παραγωγή από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ανέλυσε ο Δημήτρης Φούρλαρης στο πλαίσιο της ομιλίας του κατά τη δεύτερη συμμετοχή του σε συνέδριο της Νομικής Βιβλιοθήκης, εστιάζοντας στις τεχνικές, ρυθμιστικές και θεσμικές παραμέτρους που καθορίζουν τη λειτουργία του ηλεκτρικού συστήματος σε μια περίοδο έντονης ενεργειακής μετάβασης. Με επίκεντρο την ανάγκη για συντονισμένες παρεμβάσεις, παρουσίασε ως βασικά εργαλεία τη δυναμική απόκριση ζήτησης, την ενίσχυση των διασυνδέσεων, την εισαγωγή αρνητικών τιμών στην αγορά εξισορρόπησης, τις στοχευμένες επενδύσεις στα δίκτυα και την ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας, υπογραμμίζοντας πως χωρίς αυτά τα μέτρα, οι ΑΠΕ θα συνεχίσουν να υπόκεινται σε περιορισμούς που πλήττουν την αξιοπιστία και την αποδοτικότητα του συστήματος.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, το 2024 οι ΑΠΕ παρήγαγαν στο επίπεδο του Συστήματος Μεταφοράς συνολικά 13.853 GWh, εκ των οποίων 386 GWh δεν απορροφήθηκαν από το δίκτυο – δηλαδή ποσοστό 2,7% της παραγωγής. Οι περικοπές αυτές, όπως εξήγησε ο ομιλητής, δεν σχετίζονται με τεχνικούς περιορισμούς του δικτύου, αλλά με την ανάγκη εξισορρόπησης προσφοράς και ζήτησης, η οποία καθίσταται όλο και πιο σύνθετη όσο αυξάνεται η συμμετοχή μεταβλητών ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα.
Ο κ. Φούρλαρης παρουσίασε ένα συνεκτικό πλαίσιο απαντήσεων στο φαινόμενο των περικοπών, υπογραμμίζοντας ότι η διαχείριση των προκλήσεων αυτών δεν μπορεί να παραμείνει στατική και γραφειοκρατική, αλλά οφείλει να είναι δυναμική και βασισμένη στην αγορά. Στο επίκεντρο της προσέγγισης του τοποθέτησε τέσσερις βασικούς άξονες: την ενίσχυση των διασυνδέσεων μεταξύ περιοχών, την εισαγωγή αρνητικών τιμών στην αγορά εξισορρόπησης, την αξιοποίηση της απόκρισης ζήτησης (demand response) και την επιτάχυνση των επενδύσεων σε Συστήματα Αποθήκευσης Ενέργειας (Battery Energy Storage Systems – BESS). Όπως σημείωσε, τα συστήματα αποθήκευσης μπορούν να λειτουργήσουν απορροφητικά σε περιόδους πλεονάζουσας παραγωγής, προσφέροντας κρίσιμο «μαξιλάρι» για τη μείωση των περιορισμών στην έγχυση των ΑΠΕ, χωρίς όμως να τους εξαλείφουν πλήρως. «Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τους περιορισμούς», ανέφερε χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι η απόλυτη εξάλειψή τους δεν είναι τεχνικά ρεαλιστική ούτε οικονομικά αποδοτική υπό τις σημερινές συνθήκες.
Στην κατεύθυνση αυτή, πρότεινε την εφαρμογή μιας περισσότερο ευέλικτης και αγορακεντρικής προσέγγισης στη διαχείριση του συστήματος, με αξιοποίηση εργαλείων που μπορούν να ανταποκρίνονται σε πραγματικό χρόνο στις μεταβολές της παραγωγής και της ζήτησης. Η ενεργοποίηση μηχανισμών αρνητικής τιμολόγησης στην αγορά εξισορρόπησης, είπε, θα λειτουργήσει αποτρεπτικά στις περιόδους υπερπροσφοράς, εξομαλύνοντας τις διακυμάνσεις χωρίς άμεσες περικοπές. Παράλληλα, η ανάπτυξη της απόκρισης ζήτησης μπορεί να αποτελέσει το «αντίβαρο» στη μεταβλητότητα των ΑΠΕ, εφόσον υπάρξουν κατάλληλα κίνητρα για τους καταναλωτές και τους προμηθευτές.
Η ενίσχυση των διασυνδέσεων —τόσο εντός της χώρας όσο και σε περιφερειακό επίπεδο— κρίθηκε επίσης ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική κατανομή φορτίου και τη μεταφορά της πλεονάζουσας παραγωγής σε περιοχές με αυξημένη ζήτηση ή ελλείμματα ισχύος. Όπως εξήγησε, η ανάπτυξη αυτών των υποδομών πρέπει να προχωρήσει άμεσα και με στρατηγική προτεραιοποίηση, ώστε να διασφαλίζεται η ανθεκτικότητα του συστήματος και η αποφυγή «σπατάλης πράσινης ενέργειας» μέσω περικοπών.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε και στην έννοια των ευέλικτων συνδέσεων, η οποία προτάσσεται ως λύση επιτάχυνσης της σύνδεσης νέων έργων ΑΠΕ στο δίκτυο. Η λογική των συμβολαίων αυτών βασίζεται στην παραχώρηση πρόσβασης υπό όρους – δηλαδή με ορισμένους περιορισμούς σε περιόδους συμφόρησης. Ο κ. Φούρλαρης διευκρίνισε πως, αν και χρήσιμο εργαλείο, η χρήση των ευέλικτων συνδέσεων δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μόνιμη λύση, καθώς ενέχει τον κίνδυνο αναστολής των αναγκαίων επενδύσεων στην ενίσχυση των δικτύων.
Σε δεύτερο επίπεδο, η παρέμβαση εστιάστηκε στις μακροδομικές εξελίξεις της ενεργειακής μετάβασης, τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και παγκοσμίως. Η επιτακτική ανάγκη για μείωση των εκπομπών και επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050 καθορίζει πλέον τον ρυθμό των μεταρρυθμίσεων. Η ενεργειακή κρίση του 2022 και η στρατηγική απεξάρτησης της Ε.Ε. από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα μέσω του REPowerEU οδήγησαν στην επιτάχυνση της ανάπτυξης ΑΠΕ, της τεχνολογίας υδρογόνου και της ενεργειακής αποδοτικότητας. Η Κομισιόν, σύμφωνα με τον ομιλητή, δηλώνει ότι η Ευρώπη βρίσκεται πλέον «σε καλό δρόμο» για την πλήρη απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα.
Η ραγδαία ανάπτυξη των καθαρών τεχνολογιών επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία της IEA, με 560 GW νέας ισχύος ΑΠΕ μόνο το 2023 και επενδύσεις σχεδόν 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Η εγκατεστημένη ισχύς των ΑΠΕ αναμένεται να φτάσει τα 10.000 GW ως το 2030, καλύπτοντας πλήρως την αναμενόμενη αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και οδηγώντας σε μείωση της χρήσης άνθρακα. Στην Ευρώπη, το 45% της ηλεκτροπαραγωγής καλύφθηκε από ΑΠΕ το 2023, ενώ η αναθεωρημένη Οδηγία RED III θέτει στόχο συμμετοχής των ΑΠΕ κατά 45% στο ενεργειακό μείγμα μέχρι το 2030. Παράλληλα, χρηματοδοτικά εργαλεία όπως το RRF και το REPowerEU κατευθύνουν πόρους ύψους σχεδόν 300 δισ. ευρώ προς την πράσινη μετάβαση.
Στο μέτωπο της ενεργειακής ασφάλειας, ο κ. Φούρλαρης ανέδειξε τον γεωστρατηγικό ρόλο της Ελλάδας, η οποία έχει καταστεί κρίσιμος περιφερειακός κόμβος μέσω της λειτουργίας του αγωγού ICGB με τη Βουλγαρία, του πλωτού σταθμού FSRU στην Αλεξανδρούπολη, και της ενίσχυσης των ηλεκτρικών διασυνδέσεων με Ιταλία, Αλβανία και Τουρκία. Οι κινήσεις αυτές ενισχύουν τη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού, αυξάνουν την ανθεκτικότητα του συστήματος και ενδυναμώνουν τη συνοχή της Ενεργειακής Ένωσης.
Ως προς τη λειτουργία της αγοράς, ιδιαίτερη αναφορά έγινε στο φαινόμενο των αρνητικών τιμών που κατέγραψε ρεκόρ το 2023, με 12πλάσιες περιπτώσεις σε σχέση με το 2022, στοιχείο που καταδεικνύει την ανάγκη για νέα μοντέλα χονδρικής αγοράς, νέα προϊόντα ευελιξίας και αποτελεσματικότερη ενσωμάτωση των ΑΠΕ. Παράλληλα, η πτώση των τιμών φυσικού αερίου και η γεωπολιτική αβεβαιότητα καθιστούν το σύστημα πιο ευμετάβλητο, με τις ρυθμιστικές αρχές να προτάσσουν την περαιτέρω διασύνδεση των αγορών και τη μεταρρύθμιση των μηχανισμών εξισορρόπησης.
Τέλος, στο πεδίο της λιανικής, παρουσιάστηκε η στρατηγική μετάβασης προς πιο συμμετοχικά και ευέλικτα μοντέλα. Η CEER συστήνει τιμολόγια βάσει της πραγματικής κατανάλωσης και επιτάχυνση της εγκατάστασης έξυπνων μετρητών. Στην Ελλάδα, η λιανική αγορά μπορεί να συμβάλει ενεργά ως πάροχος ευελιξίας μέσω δυναμικής τιμολόγησης και εφαρμογών όπως το net billing, με στόχο τη μετατροπή του καταναλωτή σε ενεργό παράγοντα ισορροπίας του συστήματος.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο κ. Φούρλαρης διατύπωσε ένα ολοκληρωμένο όραμα για μια ενεργειακή αγορά που θα χαρακτηρίζεται από ανθεκτικότητα, δικαιοσύνη, ψηφιακό μετασχηματισμό και θεσμική διαφάνεια. Μια αγορά όπου οι επενδυτές θα έχουν σταθερό κανονιστικό περιβάλλον, οι πολίτες ουσιαστική συμμετοχή και προστασία, και το σύστημα θα διασφαλίζει ευελιξία, επάρκεια και αξιοπιστία. Σε αυτή την κατεύθυνση, επανέλαβε την ανάγκη ύπαρξης θεσμικών αντιβάρων και μηχανισμών ελέγχου, προκειμένου η ενεργειακή μετάβαση να είναι δίκαιη, ισόρροπη και τελικά βιώσιμη.
Διαβάστε ακόμη