Το ενδεχόμενο να βιώσουμε και φέτος ένα «θερμό» καλοκαίρι, όχι μόνο λόγω των υψηλών θερμοκρασιών αλλά και εξαιτίας της εκτόξευσης των χονδρεμπορικών τιμών ρεύματος, θέτει επί τάπητος ο Δημήτρης Φούρλαρης, Αντιπρόεδρος του Κλάδου Ενέργειας της ΡΑΑΕΥ στο podcast του ΑΔΜΗΕ «Στην Πρίζα».
Όπως επισημαίνει, το περσινό «πακέτο» – χαμηλά υδατικά αποθέματα, παρατεταμένοι καύσωνες και αυξημένες εξαγωγές ρεύματος προς την Ουκρανία – αποδείχθηκε εκρηκτικό, οδηγώντας σε εκτόξευση τιμών σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Ρουμανία. «Φέτος, βλέπουμε ήδη τα πρώτα προειδοποιητικά σημάδια: τα υδατικά αποθέματα είναι και πάλι χαμηλά, 2.200 GWh. Αν συνδυαστούν με έντονη ζήτηση και καύσωνα, τότε ναι, ο κίνδυνος για νέες αυξήσεις στις τιμές είναι υπαρκτός», προειδοποιεί.
Η Ελλάδα, όπως εξηγεί ο κ. Δημήτρης Φούρλαρης, αναγκάστηκε πέρσι να καλύψει εξαγωγικές ανάγκες προς την Ουκρανία μέσω του διαδρόμου Ελλάδας–Βουλγαρίας–Ρουμανίας, ενεργοποιώντας και τις υδροηλεκτρικές της μονάδες για την υποστήριξη του συστήματος. Όμως, με τα υδατικά αποθέματα σε ιστορικά χαμηλά, ο «πόρος» νερό απέκτησε υψηλό κόστος ευκαιρίας, με αποτέλεσμα οι προσφορές των υδροηλεκτρικών σταθμών να φτάσουν σε πολύ υψηλά επίπεδα.
«Το τελευταίο τμήμα της καμπύλης προσφοράς που όριζε την οριακή τιμή του συστήματος προερχόταν από υδροηλεκτρικές μονάδες. Καθώς η τιμή ανέβαινε, υπήρχε πάντα κάποιος αγοραστής στον διάδρομο της ΝΑ Ευρώπης – ένας buyer – που εξακολουθούσε να ζητά ενέργεια. Αυτό οδήγησε τις τιμές ακόμα ψηλότερα, προκειμένου να αποφευχθεί η εξάντληση των εγχώριων υδατικών αποθεμάτων», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Το φαινόμενο οδήγησε σε υπερεκτίναξη της οριακής τιμής, ιδίως κατά τις βραδινές ώρες αιχμής, όπου οι ΑΠΕ είναι σχεδόν ανενεργές. Μάλιστα, όπως επισημαίνει, από ένα σημείο και μετά, οι προσφορές των υδροηλεκτρικών ήταν τόσο ακριβές που η ελληνική αγορά αποσυζεύχθηκε (decoupled) από τη βουλγαρική και ρουμανική — δηλαδή, είχε χαμηλότερη τιμή. Όπως σημείωσε, «με υδατικά αποθέματα στα 2.200 GWh, αν οι καιρικές συνθήκες στη ΝΑ Ευρώπη ταυτοχρονιστούν ξανά, μπορεί να δούμε υψηλές τιμές όπως πέρσι». Σύμφωνα με τον ίδιο, η συζευγμένη φύση των αγορών στην περιοχή σημαίνει ότι η πίεση σε μία χώρα μπορεί να εξαπλωθεί σαν ντόμινο. «Όταν τα υδροηλεκτρικά φράγματα αδειάζουν, το κόστος ευκαιρίας ανεβαίνει και μεταφέρεται απευθείας στην οριακή τιμή του συστήματος», σημειώνει, σκιαγραφώντας μια εικόνα αλυσιδωτών αντιδράσεων.
«Δεν μπορούμε να σηκώνουμε μόνοι μας το βάρος της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Αν η Ευρώπη θέλει ενιαία αγορά και κοινή τιμή, πρέπει να μεριμνήσει και για όσους επωμίζονται τα κόστη», υπογραμμίζει ο κ. Φούρλαρης. Και προσθέτει με νόημα: «Το target model δεν είναι θεωρία. Χρειάζεται επαρκείς διασυνδέσεις, που σήμερα απλώς… δεν υπάρχουν».
Πράγματι, οι καθημερινές διακυμάνσεις στις τιμές –η έντονη μεταβλητότητα ακόμα και εντός της ίδιας ημέρας– αποκαλύπτουν ότι ο μηχανισμός της αγοράς παραμένει βαθιά ευάλωτος. Δεν υπάρχει ούτε ο αναγκαίος συγχρονισμός, ούτε η τεχνική ευελιξία που απαιτείται για να απορροφηθούν τα ενεργειακά “σοκ” όταν αυτά προκύπτουν. Η εικόνα είναι σαφής: η Ευρώπη παραμένει ενεργειακά διχασμένη. Η Νοτιοανατολική Ευρώπη λειτουργεί σε καθεστώς “αποσύζευξης”, με την αγορά να επιβεβαιώνει καθημερινά ότι η “ενιαία αγορά” υπάρχει μόνο στα χαρτιά.
Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ έχει ήδη αναγνωρίσει το πρόβλημα και, στο πλαίσιο αυτό, μέσα στον Μάιο προγραμματίζεται συνάντηση με την Κομισιόν, στην οποία θα συμμετάσχουν άλλες τέσσερις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης – Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία και Κύπρος. Στόχος της κοινής αυτής πρωτοβουλίας είναι να αναδειχθούν τα θεμελιώδη προβλήματα που οδήγησαν στην ενεργειακή απορρύθμιση του περσινού Ιουλίου.
Σύμφωνα με τον Αντιπρόεδρο της ΡΑΑΕΥ, η μοναδική απάντηση σε αυτό το καθεστώς “αποσύζευξης” των αγορών που παρατηρείται ειδικά σε περιόδους πίεσης όπως το περσινό καλοκαίρι, είναι η επιτάχυνση της ενίσχυσης των ηλεκτρικών διασυνδέσεων, η αύξηση της αποθηκευτικής ικανότητας του συστήματος και η εξασφάλιση ευελιξίας τόσο στην παραγωγή όσο και στη ζήτηση.
Πόσο επηρεάζουν οι δασμοί την Ελλάδα
Η συζήτηση δεν περιορίστηκε όμως μόνο στις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής αγοράς. Η αβεβαιότητα που προκύπτει από τις ανακοινώσεις της αμερικανικής κυβέρνησης για επιβολή νέων δασμών σε εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα – ακόμα και αν αυτές βρίσκονται σε προσωρινή αναστολή – διαμορφώνει νέες πιέσεις στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, επισημαίνει ο κ. Φούρλαρης. Η Κίνα, βασικός προμηθευτής τεχνολογιών ΑΠΕ (φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες, μπαταρίες), ήδη υφίσταται τους δασμούς, γεγονός που ενισχύει το κόστος των εισαγωγών και προκαλεί κυματισμό σε παγκόσμιο επίπεδο.
Για την Ελλάδα, οι επιπτώσεις είναι άμεσες και πολυεπίπεδες: αύξηση κόστους για νέες επενδύσεις σε ΑΠΕ, πιθανή άνοδος στις τιμές φυσικού αερίου – κρίσιμου για την εξισορρόπηση του συστήματος – και ενίσχυση της ανάγκης για ενεργειακή αυτονομία. «Η απάντηση είναι διττή: Επένδυση στην τοπική παραγωγή εξοπλισμού και επιτάχυνση διασυνδέσεων, ώστε η Ελλάδα να μετατραπεί σε εξαγωγέα πράσινης ενέργειας», τονίζει.
Το ερώτημα που εξακολουθεί να ταλανίζει την αγορά ενέργειας είναι γιατί, παρά την υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ, η μείωση του κόστους παραγωγής δεν αντικατοπτρίζεται στους λογαριασμούς των καταναλωτών. Ο Αντιπρόεδρος της ΡΑΑΕΥ, Δημήτρης Φούρλαρης, εξηγεί ότι η Ελλάδα έχει πετύχει σημαντική πρόοδο, με τις ΑΠΕ να καλύπτουν πάνω από το 50% του ηλεκτρικού μείγματος το 2024 και τις εκπομπές CO₂ από θερμικές μονάδες να έχουν μειωθεί κατά 71% σε σύγκριση με το 2005.
Ωστόσο, οι τελικές τιμές παραμένουν υψηλές. Όπως τονίζει, αυτό οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες: Πρώτον, το φυσικό αέριο εξακολουθεί να επηρεάζει καθοριστικά την οριακή τιμή του συστήματος, ιδιαίτερα όταν η παραγωγή ΑΠΕ υποχωρεί. Δεύτερον, τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια – λόγω χαμηλών αποθεμάτων – καθόρισαν συχνά υψηλές τιμές το 2024, ειδικά όταν η χώρα κάλυπτε εξαγωγικές ανάγκες προς τα Βαλκάνια. Τρίτον, οι περικοπές ΑΠΕ, εξαιτίας της έλλειψης αποθήκευσης και της χαμηλής ζήτησης, οδηγούν σε απώλειες καθαρής και φθηνής ενέργειας. Τέταρτον, οι χρεώσεις ΥΚΩ και ΕΤΜΕΑΡ συνεχίζουν να επιβαρύνουν τους λογαριασμούς, παρά τις μειώσεις που έχουν σημειωθεί με τις νησιωτικές διασυνδέσεις.
Τέλος, ο ίδιος αναδεικνύει και ένα διαρθρωτικό πρόβλημα: «η λιανική αγορά δεν διαθέτει ακόμη μηχανισμούς που να επιτρέπουν στους καταναλωτές να επωφελούνται άμεσα από τις χαμηλές τιμές των ΑΠΕ – π.χ. μέσω δυναμικών τιμολογίων ή έξυπνων μετρητών».
Η Ελλάδα παρουσιάζει χαμηλή διείσδυση δυναμικών τιμολογίων, τα οποία επιτρέπουν στους καταναλωτές να επωφελούνται από τις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής αγοράς. Όπως σημειώνει ο κ. Φούρλαρης, η περιορισμένη κινητικότητα των καταναλωτών και η προσκόλλησή τους – συχνά από συνήθεια – στα πράσινα τιμολόγια, λειτουργούν ως αντικίνητρο για τη διεύρυνση της ανταγωνιστικότητας. Η ελληνική λιανική αγορά ρεύματος έχει σημειώσει πρόοδο στον τομέα του ανταγωνισμού, ωστόσο συνεχίζει να υστερεί έναντι πιο ώριμων ευρωπαϊκών αγορών, όπως αυτές της Γερμανίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου. Σύμφωνα με τη ΡΑΑΕΥ, η ΔΕΗ διατηρεί ακόμη μερίδιο άνω του 60% στη λιανική, παρότι οι εναλλακτικοί πάροχοι έχουν αυξήσει τη διείσδυσή τους – κυρίως στη βιομηχανία και σε νοικοκυριά με υψηλή κατανάλωση.
Ανταποκρινόμενη σε αυτή την πρόκληση, η ΡΑΑΕΥ έθεσε σε δημόσια διαβούλευση έως τις 28 Απριλίου 2025 νέο πλαίσιο για τα τιμολόγια προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Η πρωτοβουλία αυτή αποσκοπεί αφενός στην παγίωση του επιτυχημένου χρωματικού κώδικα που εφαρμόζεται ήδη στα τιμολόγια, και αφετέρου στην επικαιροποίηση της Απόφασης 409/2020 της ΡΑΕ, η οποία ορίζει τα βασικά χαρακτηριστικά και τους όρους των σταθερών και κυμαινόμενων τιμολογίων.
Σύμφωνα με τον κ. Φούρλαρη, τα νέα μέτρα εξειδικεύουν τα τιμολογιακά προϊόντα και ενισχύουν τη διαφάνεια στη λιανική αγορά, προβλέποντας την υποχρεωτική παροχή απλού και κατανοητού εντύπου που θα συνοψίζει τα βασικά στοιχεία κάθε σύμβασης. Παράλληλα, στοχεύουν στη διασφάλιση της σταθερότητας των όρων προμήθειας, με στόχο τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στην αγορά. Τέλος, εισάγονται σαφείς κανόνες διαφάνειας ως προς τις εμπορικές πρακτικές και τις διαφημίσεις τιμολογιακών προϊόντων, ώστε να αποφεύγονται παραπλανητικές πληροφορίες και να διασφαλίζεται ότι ο καταναλωτής επιλέγει το προϊόν που πραγματικά ανταποκρίνεται στις ανάγκες του. «Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών είναι κλειδί. Γι’ αυτό προωθούμε απλά έντυπα, σύγκριση προϊόντων, αυστηρούς κανόνες στη διαφήμιση και διαχωρισμό μεταξύ σταθερών και κυμαινόμενων τιμολογίων», δηλώνει.
Διαβάστε ακόμη