Η ριζική ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών μπορεί να οδηγήσει στη μείωση των δαπανών που καταβάλουν τα νοικοκυριά για να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες έως και 1.370 ευρώ το χρόνο έως το 2030, σύμφωνα με την έκθεση του Green Tank και της εταιρείας συμβούλων Facets με τίτλο «Στρατηγικές για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος και την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας στα ελληνικά νοικοκυριά».

Τα δύο πιο οικονομικά αποδοτικά σενάρια που εξετάζονται στην έκθεση, συνδυάζουν αλλαγές στη συμπεριφορά και άλλα μέτρα χαμηλού κόστους (ηλιακοί θερμοσίφωνες, αποδοτικός φωτισμός, μονώσεις σε μονά τζάμια κ.ά.), με εγκατάσταση αντλιών θερμότητας, φωτοβολταϊκών συστημάτων για κάλυψη ιδίων αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια και ήπιες ή ριζικές ενεργειακές αναβαθμίσεις. Τα σενάρια αυτά έχουν καθαρό όφελος για τα νοικοκυριά από 6 έως 561 εκατ. ευρώ το 2030, δηλαδή η μείωση των ενεργειακών δαπανών από την υλοποίηση του σεναρίου που βασίζεται στις ήπιες ενεργειακές αναβαθμίσεις ανέρχεται σε 890 ευρώ ανά έτος και για κάθε νοικοκυριό το 2030, ενώ για το σενάριο που βασίζεται στις ριζικές αναβαθμίσεις στα 1.370 ευρώ.

Το συνολικό κόστος των αναγκαίων επενδύσεων έως και το 2030 για το σενάριο που περιλαμβάνει ήπιες ενεργειακές αναβαθμίσεις για 100,000 κατοικίες ανά έτος ανέρχεται σε 22,7 δισ. ευρώ, ενώ για το σενάριο στο οποίο αντιστοιχούν ριζικές ενεργειακές αναβαθμίσεις ετησίως για 80,000 κατοικίες ανέρχεται στα 28.6 δισ. ευρώ. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, οι δύο τιμές είναι στην ίδια τάξη μεγέθους με τις αντίστοιχες του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που ανέρχονται σε 29,2 δισ. ευρώ για την ίδια περίοδο (6,3 δισ. ευρώ για αναβαθμίσεις και 22,9 δισ. ευρώ για αγορά συσκευών), ωστόσο μια ακριβής, αναλυτική σύγκριση με το ΕΣΕΚ δεν είναι εφικτή, καθώς, όπως αναφέρεται, δεν είναι γνωστά ούτε τα ακριβή μέτρα, ούτε οι παραδοχές που έγιναν προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι σχετικοί υπολογισμοί του ΕΣΕΚ.

Τα δύο σενάρια θα έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) κατά 5.6 εκατ. τόνους και 5.72 εκατ. τόνους το 2030, δηλαδή 57% και 58% χαμηλότερα σε σύγκριση με τις εκπομπές του 2022. Σημειώνεται ότι οι συνολικές εκπομπές CO2 στην Ελλάδα το 2022 ήταν 74 εκατ. τόνοι περίπου, ενώ το 2023 εκτιμάται ότι διαμορφώθηκαν κάτω από 70 εκατ. τόνους.

Ανεπαρκής χρηματοδότηση, γραφειοκρατία και έλλειψη συντονισμού

Στην έκθεση αναφέρεται ότι πάνω από το 60% της κατανάλωσης ενέργειας στον οικιακό τομέα χρησιμοποιείται για συστήματα θέρμανσης και ψύξης, ενώ εάν προστεθεί η κατανάλωση ενέργειας για την παραγωγή ζεστού νερού χρήσης, το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε επίπεδο άνω του 75%. Συνεπώς, όπως σημειώνεται στην έκθεση, είναι σημαντικό να δοθεί έμφαση σε πολιτικές που μειώνουν τις ενεργειακές απώλειες και ταυτόχρονα αυξάνουν την ενεργειακή απόδοση των συστημάτων θέρμανσης/ψύξης.

Ο πρώτος στόχος της μείωσης των απωλειών θερμότητας επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της ανακαίνισης των κτιρίων, ενώ η ενεργειακή απόδοση μπορεί να ενισχυθεί σημαντικά με την αύξηση του ποσοστού εγκατάστασης αντλιών θερμότητας.

Όπως επισημαίνεται, στην Ελλάδα εφαρμόζονται ήδη μέτρα για την αναβάθμιση των κτιρίων, τα οποία όμως στοχεύουν κυρίως στη βελτίωση της μόνωσης ενώ, έως τώρα, το πεδίο εφαρμογής τους, περιορίζεται από την ανεπαρκή χρηματοδότηση που διατίθεται για επιδοτήσεις και από γραφειοκρατικές καθυστερήσεις. Τα πρόσθετα μέτρα που είναι σε ισχύ δημιουργούν κίνητρα για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στις στέγες και για την αντικατάσταση ορισμένων λευκών συσκευών (ψυγεία και κλιματιστικά) με νέες συσκευές μεγαλύτερης απόδοσης.

Επιπλέον, προστίθεται ότι η έλλειψη συντονισμού στην εφαρμογή των μέτρων σημαίνει ότι δεν είναι εφικτό να επωφεληθούν στο έπακρο από πιθανές συνέργειες.

Υποχρεωτική αντικατάσταση με αντλίες θερμότητας

Στην έκθεση προτείνεται σειρά μέτρων που θα μειώσουν τη δαπάνη ενέργειας, όπως:

  • Η θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής αντικατάστασης των συστημάτων θέρμανσης που βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο και αέριο) με αντλίες θερμότητας κατά την ανακαίνιση του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος, με το πλεονέκτημα ότι το μέγεθος των αντλιών θερμότητας προσαρμόζεται ώστε να ανταποκρίνεται στις μειωμένες ενεργειακές ανάγκες των ανακαινισμένων κτιρίων.
  • Η ανακατεύθυνση των κονδυλίων που προορίζονται για την αντικατάσταση των οικιακών συσκευών προς την αξιοποίηση των αντλιών θερμότητας όπως και προς την αύξηση των ποσοστών εγκατάστασης ηλιακών θερμοσιφώνων και φωτοβολταϊκών συστημάτων.
  • Η εφαρμογή μέτρων που ενθαρρύνουν την αλλαγή στις καταναλωτικές επιλογές με στόχο την ενεργειακή επάρκεια ενώ, ταυτόχρονα, εξασφαλίζουν ικανοποιητικές συνθήκες ποιοτικής διαβίωσης.
  • Η επιλογή της ριζικής ανακαίνισης στον σχεδιασμό υποστηρικτικών μέτρων, αν και η ήπια ανακαίνιση ή ο συνδυασμός των δύο αποτελούν επίσης αποδεκτές επιλογές.
  • Η υποστήριξη της αύξησης του ρυθμού εγκατάστασης μικρών φωτοβολταϊκών συστημάτων για σκοπούς αυτοκατανάλωσης, ιδίως σε συνδυασμό με την ανακαίνιση, και ενδεχομένως με συστήματα αποθήκευσης ενέργειας (μπαταρίες). Στην έκθεση υπογραμμίζεται ότι οι ενεργειακές κοινότητες μπορούν επίσης να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διευκόλυνση της χρήσης φωτοβολταϊκών συστημάτων για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών των νοικοκυριών.