Πολύ υψηλό είναι το κόστος στήριξης των μονάδων φυσικού αερίου στην ΕΕ, οι οποίες ενώ αποτελούν τη «βασική γραμμή άμυνας» για την κάλυψη των αιχμών της ζήτησης, προβλέπεται να συμμετέχουν ολοένα και λιγότερο στις αγορές ηλεκτρισμού εξαιτίας της αυξανόμενης διείσδυσης των ΑΠΕ. Γι’ αυτό και οι «27» πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο σχεδιασμού των σχετικών μηχανισμών σε ευρωπαϊκό ή περιφερειακό επίπεδο για να μειώσουν τις σχετικές δαπάνες (σ.σ. οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις μετακυλίονται στους τελικούς καταναλωτές, αυξάνοντας το κόστος του ρεύματος). Αυτό είναι το βασικό μήνυμα που στέλνει ο Σύνδεσμος των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της ΕΕ (ACER) μέσα από μελέτη, όπου επισημαίνει ότι τα μέτρα που έλαβαν οι χώρες της ΕΕ για τη διασφάλιση της επάρκειας ηλεκτρισμού το 2024 (μέσω σχημάτων όπως Μηχανισμοί Διαθεσιμότητας Ισχύος, μέτρα στήριξης της ευελιξίας, μηχανισμοί στρατηγικών εφεδρειών, σχήματα διακοψιμότητα, μέτρα αποτροπής των συμφορήσεων στο ηλεκτρικό σύστημα) κόστισαν  συνολικά περί τα 11 δισ. ευρώ, με το κόστος να αυξάνεται από το γεγονός ότι ο σχεδιασμός γίνεται σε εθνικό επίπεδο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το ότι η παραγόμενη ενέργεια (που σε πολλές περιπτώσεις καταλήγει να επιδοτείται) ρέει και σε άλλες χώρες μέσω των διασυνδέσεων.

Η εικόνα στην Ελλάδα

Το ζήτημα έχει στην παρούσα φάση και έντονο ελληνικό ενδιαφέρον, καθώς στην παρούσα φάση έχουν δρομολογηθεί επενδύσεις άνω των 2 δισ. ευρώ σε σύγχρονες μονάδες φυσικού αερίου που σωρεύουν ισχύ της τάξης των 3 GW, οι οποίες ενώ είναι κρίσιμες για την ευστάθεια και την επάρκεια του ηλεκτρικού συστήματος, η βιωσιμότητά τους με όρους αγοράς τίθεται εν αμφιβόλω σε βάθος χρόνου. Αυτή τη στιγμή ο ΑΔΜΗΕ εκπονεί επικαιροποιημένη Μελέτη Επάρκειας Ισχύος που θα δείξει πόσες μονάδες φυσικού αερίου «χωράνε» στο σύστημα σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Τα αποτελέσματά της -που αναμένονται έως το τέλος του έτους-  θα αποτελέσουν την «πυξίδα» για τον σχεδιασμό που θα χαράξει το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Στο μεταξύ, όμως, η «μάχη» έχει ανάψει, με στελέχη των ηλεκτροπαραγωγών να καταδεικνύουν την ανάγκη δημιουργίας αγοράς διαθέσιμης ισχύος και τους εκπροσώπους της ενεργοβόρου βιομηχανίας να αμφισβητούν την ανάγκη ενός τέτοιου μέτρου, προκρίνοντας μηχανισμούς που να ενθαρρύνουν την απόκριση στη ζήτηση (Demand Response) και την επιδότηση ευέλικτων πόρων μηδενικού ανθρακικού αποτυπώματος, όπως οι μπαταρίες.

Στην παρούσα φάση, έντονο προβληματισμό για τον σχεδιασμό και το κόστος των Μηχανισμών Διαθεσιμότητας Ισχύος εκφράζει ο ACER, καταγράφοντας το εκθετικά αυξανόμενο κόστος τους που έχει υπερδιπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, φτάνοντας στα 6,5 δισ. ευρώ το 2024 (από 2,6 δισ. ευρώ το 2020), καθώς ολοένα και περισσότερες χώρες καταφεύγουν σε τέτοιους μηχανισμούς, οι οποίοι θεωρητικά προορίζονται για να στηρίξουν όλα τα «είδη» ευέλικτης ισχύος, στην πράξη όμως αξιοποιούνται κατά κύριο λόγο για τη στήριξη των στόλων των μονάδων φυσικού αερίου και σε ορισμένες χώρες όπως η Γερμανία και για τη στήριξη των μονάδων άνθρακα. Όπως επισημαίνεται στην σχετική μελέτη, η αξία των συμβάσεων που αφορούσαν μονάδες φυσικού αερίου έχει διπλασιαστεί για τα έτη παράδοσης από 2024 έως 2027, ενώ τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια που να συνδυάζουν απόκριση στη ζήτηση και αποθήκευση εμφανίζουν περιορισμένη δημοφιλία. «Η παροχή μακροπρόθεσμης στήριξης στις μονάδες φυσικού αερίου τις «κλειδώνει» στην αγορά, κάτι που σημαίνει ότι οι τιμές ηλεκτρισμού θα παραμείνουν εκτεθειμένες σε εντάσεις που συνδέονται με τις γεωπολιτικές προκλήσεις και την μεταβλητότητα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς LNG”, τονίζεται μεταξύ άλλων.

Την ίδια στιγμή, προβληματισμός καταγράφεται και την περιορισμένη αποδοτικότητα των εν λόγω μηχανισμών, που αποτυπώνεται μεταξύ άλλων και στις τεράστιες διαφορές από χώρα σε χώρα στην τιμή αποζημίωσης που «κλειδώνουν» οι μονάδες μέσω των δημοπρασιών που διενεργούνται. Για παράδειγμα σε πρόσφατη δημοπρασία στην Ιρλανδία, η τιμή αποζημίωσης διαμορφώθηκε στα 150.000 ευρώ ανά ΜW (διαθέσιμης ισχύος), που ήταν δεκαπλάσια σε σχέση με αντίστοιχη δημοπρασία στη Γαλλία.

Γιατί απαιτείται διασυνοριακή συνεργασία για τους μηχανισμούς διαθέσιμης ισχύος

Στο πλαίσιο αυτό, ο ACER τονίζει τη σημασία του διασυνοριακού συντονισμού αναφορικά με τους Μηχανισμούς Διαθέσιμης Ισχύος, καθώς εκτιμά ότι εάν σχεδιάζονταν με περιφερειακή και όχι καθαρά εθνική οπτική όπως συμβαίνει μέχρι τώρα, αυτό θα μπορούσε να μειώσει την ισχύ που θα απαιτηθεί να εγκατασταθεί στο μέλλον έως και κατά 70%, μειώνοντας δραστικά και τα σχετικά κόστη. Την ίδια στιγμή, πρόσθετα κόστη προκύπτουν και από την έλλειψη συντονισμού μεταξύ των μέτρων στήριξης για την επάρκεια ισχύος και αυτών για την ευελιξία, με τον Σύνδεσμο να προκρίνει την ενσωμάτωση των μέτρων για την ευελιξία στους μηχανισμούς ισχύος ή την καλύτερη ευθυγράμμιση των δυο, όταν πρόκειται για «παράλληλες» διαδικασίες.

Η ελληνική πρόταση για περιφερειακό μηχανισμό στη ΝΑ Ευρώπη

Προς την κατεύθυνση της δημιουργίας Μηχανισμών Διαθεσιμότητας Ισχύος περιφερειακής εμβέλειας κινείται άλλωστε και η ελληνική κυβέρνηση, η οποία φέρεται να έχει συζητήσει το θέμα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και με τις γειτονικές χώρες, κρίνοντας ότι θα μπορούσε να είναι πιο προσιτός οικονομικά και πιο αποτελεσματικός απ’ ότι ένα αμιγώς εγχώριο σχήμα, όπως άλλωστε υποστηρίζει και ο ACER. Το σχέδιο που έλαβε το περασμένο καλοκαίρι ένα πρώτο θετικό «σήμα» από το Συμβούλιο των Υπουργών Ενέργειας, στηρίζεται στη λογική ότι η μεν Νοτιοανατολική  Ευρώπη έχει μεγάλες ανάγκες σε φορτία βάσης, το δε ελληνικό «οικοσύστημα» μονάδων φυσικού αερίου είναι το μεγαλύτερο στη περιοχή, επομένως μπορεί να προσφέρει αυτό που λείπει από τη γειτονιά μας. Όπως είχε γράψει το energygame.gr, αυτό που βρίσκεται υπό συζήτηση είναι το με ποιο τρόπο θα μπορέσει η Ελλάδα, που ούτως ή άλλως στηρίζει τις ανάγκες γειτονικών χωρών όπως η Βουλγαρία να αξιοποιήσει τις νέες μονάδες που έχει και αυτές που δρομολογεί, για να παράσχουν υπηρεσίες ευελιξίας και διαθέσιμης ισχύος  σε όλη τη περιοχή και να αμείβονται για αυτές.

Διαβάστε ακόμη