Το περίπλοκο πλέγμα των δυτικών κυρώσεων που στοχεύουν τη Ρωσία και συγκεκριμένα τη ρωσική βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου δεν κατάφερε να ανακόψει τις ενεργειακές ροές της ούτε να περιορίσει την πολεμική της προσπάθεια, δείχνοντας ότι με τον χρόνο και την υπερβολική χρήση μειώνεται η ισχύς των αμερικανικών και ευρωπαϊκών «οικονομικών όπλων». Ο οικονομικός πόλεμος από τις δυτικές δυνάμεις έχει επεκταθεί θεαματικά την τελευταία δεκαετία, με τον αριθμό των διεθνών κυρώσεων να έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 450% από το 2017, σύμφωνα με την LSEG Risk Intelligence. Σε αυτές περιλαμβάνονται τόσο οι πρωτογενείς κυρώσεις, που απαγορεύουν σχεδόν κάθε δραστηριότητα μεταξύ της χώρας που τις επιβάλλει και της χώρας-στόχου, όσο και οι δευτερογενείς, που επιδιώκουν να αποκλείσουν όποιον συναλλάσσεται με κυρωμένες οντότητες από τη δυτικά ελεγχόμενη χρηματοπιστωτική υποδομή.

Η μεγάλη «έκρηξη» κυρώσεων σημειώθηκε μετά την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία το 2022. Οι κυρώσεις της Ε.Ε. προς τη Ρωσία αυξήθηκαν από μηδέν το 2013 σε 2.534 το 2025. Οι ΗΠΑ μόνο πέρυσι πρόσθεσαν 3.135 νέες οντότητες και άτομα στη λίστα στόχων τους, το 70% εκ των οποίων Ρώσοι, σύμφωνα με το Center for a New American Security.

Αυτό το καθεστώς «υπερπληθωρισμού» κυρώσεων έχει δημιουργήσει ένα ακριβό παιχνίδι γάτας-ποντικιού, αναφέρει το Reuters σε ανάλυσή του. Ρώσοι παραγωγοί πετρελαίου, traders και αγοραστές – κυρίως από Κίνα και Ινδία, που καλύπτουν το 80% των εξαγωγών ρωσικού αργού – προσπάθησαν να παρακάμψουν τους δυτικούς περιορισμούς δημιουργώντας παράλληλα εμπορικά και χρηματοδοτικά δίκτυα με εκατοντάδες δεξαμενόπλοια, τους λεγόμενους «σκιώδεις στόλους». Παρόμοια συστήματα έχουν αναπτύξει εδώ και καιρό το Ιράν και η Βενεζουέλα.

Οι δυτικές κυβερνήσεις, από την πλευρά τους, διευρύνουν συνεχώς τις κυρώσεις στοχεύοντας νέες εταιρείες, πλοία και άτομα. Όμως, όσο αυξάνεται η κλίμακα των κυρώσεων, τόσο μεγαλώνει και το κόστος, αλλά και η πολυπλοκότητα εφαρμογής τους, ιδιαίτερα για πολυεθνικές εταιρείες που – φοβούμενες παραβίαση των κανόνων – επενδύουν τεράστια ποσά στη συμμόρφωση.

Ένα ακόμη μειονέκτημα είναι ότι οι μαζικές κυρώσεις μπορεί να πλήξουν και τις ίδιες τις οικονομίες που τις επιβάλλουν. Για να το μετριάσουν, ΗΠΑ, Βρετανία και Ε.Ε. προσπάθησαν να σχεδιάσουν κυρώσεις που να μειώνουν τα έσοδα του Κρεμλίνου, αλλά να διατηρούν το ρωσικό πετρέλαιο και αέριο στην αγορά, ώστε να αποφευχθούν τιμολογιακά σοκ.

Έτσι, το 2022 οι χώρες της G7 επέβαλαν ανώτατο όριο τιμής 60 δολαρίων το βαρέλι στο ρωσικό αργό, όριο που πρόσφατα μείωσαν η Ε.Ε. και άλλα μέλη της G7 (εκτός των ΗΠΑ). Στο πλαίσιο αυτό, το ρωσικό πετρέλαιο μπορεί να συνεχίσει να κυκλοφορεί στην αγορά, αλλά δεν επιτρέπεται να μεταφέρεται με δυτικά ασφαλισμένα πλοία ή υπηρεσίες αν πωλείται πάνω από το πλαφόν.

Παρά τα πλήγματα στα έσοδα του Κρεμλίνου – με τη Βρετανία να εκτιμά απώλειες 154 δισ. δολαρίων σε φορολογικά έσοδα από πωλήσεις αργού την τριετία έως τον Φεβρουάριο του 2025 – η επίδραση ήταν μικρότερη του αναμενόμενου. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Reuters, το ρωσικό αργό πωλήθηκε πάνω από το όριο των 60 δολαρίων στο 75% των ημερών διαπραγμάτευσης από τον Δεκέμβριο του 2022, χάρη κυρίως στους «σκοτεινούς στόλους».

Πρόσφατες εξελίξεις δείχνουν ότι τα «ρήγματα» στο καθεστώς κυρώσεων μεγαλώνουν. Στις 28 Αυγούστου, το τάνκερ Arctic Mulan, που υφίσταται κυρώσεις, εκφόρτωσε υγροποιημένο φυσικό αέριο στην Κίνα από το ρωσικό εργοστάσιο Arctic LNG 2, στην πρώτη τέτοια εισαγωγή της Κίνας από το εν λόγω τάνκερ. Η κίνηση ήρθε λίγες μέρες πριν από την επίσκεψη Πούτιν στο Πεκίνο, υποδηλώνοντας ότι η Κίνα ίσως δίνει προτεραιότητα στις οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία έναντι της Ουάσιγκτον.

Επιπλέον, στα τέλη Αυγούστου, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε νέο μέτρο: δασμό 25% στις εισαγωγές από την Ινδία λόγω της αγοράς ρωσικού αργού, διπλασιάζοντας τους αμερικανικούς δασμούς στη πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Όμως, το μέτρο φαίνεται να απέτυχε και να είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς η Ινδία συνεχίζει να αγοράζει μεγάλες ποσότητες ρωσικού πετρελαίου, ενώ παράλληλα φαίνεται να βελτιώνονται οι σχέσεις της με την Κίνα.

Συνολικά, η ιστορία δείχνει ότι οι ενεργειακές κυρώσεις είναι πιο αποτελεσματικές όταν εφαρμόζονται για περιορισμένο χρονικό διάστημα και από μια ευρεία διεθνή συμμαχία. Όταν διατηρούνται για πολύ καιρό, η αγορά βρίσκει τρόπους να τις παρακάμψει και η επίδρασή τους εξασθενεί. Έτσι, αν και οι ΗΠΑ και η Ευρώπη μπορεί να συνεχίσουν να αυξάνουν τις κυρώσεις προς τη Μόσχα, η αποτελεσματικότητά τους πιθανότατα έχει ήδη φτάσει στο ανώτατο σημείο της.

Διαβάστε ακόμη