Από τους «πιο καλούς τους μαθητές» στη Ευρώπη είναι η Ελλάδα όσον αφορά στην εγκατάσταση νέων ΑΠΕ, ωστόσο δεν παίρνει εξίσου καλούς βαθμούς στο «μάθημα» της απεξάρτησης από το φυσικό αέριο γενικά και από το ρωσικό φυσικό αέριο ειδικότερα. Αυτά είναι τα βασικά σημεία του «ελέγχου προόδου» της χώρας μας που πραγματοποίησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσον αφορά στην εφαρμογή του Repower EU, του πολυσυζητημένου σχεδίου των Βρυξελλών για την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης της Ευρώπης και της απεμπλοκής της από το «ενεργειακό άρμα» της Ρωσίας, τρία χρόνια μετά τη θέσπισή του.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Κομισιόν, η Ελλάδα είναι η χώρα με τη δεύτερη χειρότερη επίδοση μεταξύ των «27» όσον αφορά στη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου την περίοδο Αύγουστος 2022-Μάρτιος 2025, με οριακή μείωση της τάξης του 2%, έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου 17%. Τελείως κόντρα στο ευρωπαϊκό «ρεύμα» κινήθηκε η Μάλτα με αύξηση 6%. Πορτογαλία, Εσθονία, και Σουηδία μείωσαν την κατανάλωση φυσικού αερίου κατά 29% την περίοδο αναφοράς, η Λετονία κατά 32%, η Φινλανδία κατά 36%. «Πρωταθλήτρια Ευρώπης» αναδείχθηκε η Δανία, πατρίδα του Επιτρόπου Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν με εντυπωσιακή μείωση της τάξης του 42%.
Τούτων λεχθέντων, δεν προκαλεί έκπληξη που η Ελλάδα εμφάνισε το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής φυσικού αερίου στο μείγμα του ηλεκτρισμού το 2024 (37,5%), ούτε ότι αξιοποιεί την ακριβή ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο (που αυξήθηκε κατά 35% το περασμένο έτος) για να καλύψει τις αιχμές της ζήτησης, πράγμα που ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό και το ράλι τιμών του περασμένου καλοκαιριού και την επανάληψη του φαινομένου – με μικρότερη ένταση- και κατά τον χειμώνα που πέρασε. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι η Ελλάδα εμφανίζει «διαρθρωτική έλλειψη ευέλικτων πόρων» (μεταξύ άλλων υδροηλεκτρική παραγωγή που μειώθηκε κατά 19% πέρυσι, αποθηκευτική ισχύ που είναι ακόμα μηδενική και περιορισμένο «ελεύθερο χώρο» στις διασυνοριακές της διασυνδέσεις). Κάτι που δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι η μέση χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρισμού της χώρας διαμορφώθηκε στα 100,7 ευρώ/Μεγαβατώρα πέρυσι και ήταν η έκτη υψηλότερη στην ΕΕ, έναντι μέσου όρου των «27» 84,7 ευρώ/MWh.
H Ελλάδα, εξάλλου, συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των 10 χωρών της ΕΕ που εισάγουν ακόμα ρωσικό αέριο, το οποίο εξακολουθεί να καταλαμβάνει ακόμα υψηλό ποσοστό στο μείγμα των εισαγωγών της, παρά την αύξηση των εισαγωγών LNG. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ στο τέλος του 2024 το μερίδιο των εισαγωγών ρωσικού αερίου στην ΕΕ διαμορφώθηκε στο 19% (από 45% πριν την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία), το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα άγγιξε το 51,6%, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ.
Όπως επισημαίνει η Κομισιόν, η χώρα δεν έχει ακόμα μπει σε τροχιά δραστικής μείωσης του ρωσικού αερίου (που καταλάμβανε το 40,3% των εισαγωγών το πεντάμηνο Ιανουαρίου-Μαΐου 2025 σύμφωνα με το Green Tank), ωστόσο έχει καταβάλει σημαντικές προσπάθειες να ενισχύσει την ασφάλεια εφοδιασμού της και να διαφοροποιήσει τις πηγές φυσικού αερίου μέσω επενδύσεων σε κρίσιμες υποδομές που αυξάνουν την δυναμικότητα εισαγωγής LNG. Σε συνέχεια της θέσης σε εμπορική λειτουργία του ελληνο-βουλγαρικού αγωγού (IGB) στο τέλος του 2022, η έναρξη της εμπορικής λειτουργίας του FSRU Αλεξανδρούπολης τον Οκτώβριο του 2024 ενίσχυσε περαιτέρω τον ρόλο της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, μετά και το τέλος της διαμετακόμισης ρωσικού αερίου μέσω Ουκρανίας στο τέλος του 2024.
ΑΠΕ και εγχώρια παραγωγή καθαρών τεχνολογιών
Στην παραγωγή καθαρής ενέργειας η Ελλάδα καταγράφει καλές επιδόσεις, καθώς το μείγμα των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή το 2024 (50%) είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (47%), ενώ η πράσινη εγκατεστημένη ισχύς αυξήθηκε κατά 17,5% τον περασμένο χρόνο, με την προσθήκη νέων φωτοβολταϊκών ισχύος 2,5 GW και 125 MW νέων αιολικών.
Η Κομισιόν κάνει ειδική μνεία στις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει η χώρα για την αύξηση της μεταφορικής της ικανότητας στις διεθνείς της διασυνδέσεις που θα επιτρέψουν τη επίτευξη του στόχου για διασυνδεσιμότητα 15% στο τέλος της δεκαετίας. Παρατηρεί επίσης ότι οι χρονοβόρες αδειοδοτικές διαδικασίες για τις υποδομές των δικτύων είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που λειτουργούν ανασταλτικά για την περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ και για αυτό η Ελλάδα έχει ζητήσει στήριξη από το Εργαλείο Τεχνικής Βοήθειας της ΕΕ (Τechnical Support Instrument- TSI) για την απλοποίηση και επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών.
Αναφερόμενη στην εγχώρια παραγωγή καθαρών τεχνολογιών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι η δυναμικότητα της Ελλάδας παραμένει μικρή, υπολογίζοντάς την μεταξύ 5,3-11 GWh/έτος (2-5% της συνολικής δυναμικότητας της ΕΕ) για τεχνολογίες μπαταριών και αποθήκευσης και μεταξύ 500-550 MW/έτος (1% του capacity της ΕΕ) για πυλώνες ανεμογεννητριών. Σημειώνει δε ότι η χώρα δεν έχει αναπτύξει ρυθμιστικό πλαίσιο, ούτε έχει θεσπίσει επενδυτικά κίνητρα για τη στήριξη του κλάδου.
Αξιοσημείωτη είναι τέλος η πρόβλεψη της Κομισιόν ότι η δυναμικότητα της Ελλάδας για παραγωγή εξοπλισμών δικτύου αναμένεται να μεγαλώσει λόγω του επενδυτικού προγράμματος ύψους 280 εκατ. ευρώ των Ελληνικών Καλωδίων για την παραγωγή και αποθήκευση υποβρυχίων καλωδιακών συστημάτων.