Από την εξίσωση της απολιγνιτοποίησης της Ευρώπης δεν λείπει το φυσικό αέριο, αφού χώρες με υψηλή διείσδυση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) κατασκευάζουν ή σχεδιάζουν επενδύσεις με γνώμονα το εν λόγω καύσιμο. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από το φυσικό αέριο το 2023 ανήλθε σε ποσοστό άνω του 30% σε Μάλτα, Ιταλία, Ιρλανδία, Ολλανδία και Ελλάδα σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat που επικαλείται σε ανάλυσή του το IEEFA.

Η Ελλάδα συμπληρώνει την πρώτη πεντάδα. Η κυβέρνηση αναγνωρίζει τον ρόλο του φυσικού αερίου ως μεταβατικό καύσιμο και φιλοδοξεί να γίνει κόμβος αφενός στον πράσινο ηλεκτρισμό και αφετέρου στο φυσικό αέριο. Το τραύμα της ενεργειακής κρίσης ανέδειξε με τον πιο σκληρό τρόπο πως δεν πρέπει να υποτιμάται η σημασία του φυσικού αερίου ως καύσιμο-γέφυρα. Στη χώρα βρίσκονται στα σκαριά δύο νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που θα ενισχύουν την προσπάθεια για πράσινη μετάβαση που επιχειρεί η Ελλάδα από κοινού με την Ευρώπη.

Επισημαίνεται πως στην τελική φάση ολοκλήρωσης βρίσκεται η νέα μονάδα ηλεκτροπαραγωγής «Θερμοηλεκτρική Κομοτηνής» μικτής ισχύος 877 MW των ομίλων ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και Motor Oil, με την παράδοση του έργου να γίνεται στο τρίτο τρίμηνο του έτους. Η νέα μονάδα ηλεκτροπαραγωγής Κομοτηνής των ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – Motor Oil θα διασυνδεθεί με το εθνικό σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στο ΚΥΤ Νέας Σάντας, Κιλκίς, σημείο κατάληξης της δεύτερης διασυνδετικής γραμμής μεταφοράς 400 KV με τη Βουλγαρία. Το συνολικό κόστος της επένδυσης εκτιμάται πως θα ξεπεράσει τα 375 εκατ. ευρώ και θα χρησιμοποιεί ως καύσιμο το φυσικό αέριο. Η κατασκευή του νέου υπερσύγχρονου σταθμού είναι στρατηγικής σημασίας, καθώς έρχεται να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες για ηλεκτρική ενέργεια στη χώρα μας, οι οποίες θα δημιουργηθούν εξαιτίας της σταδιακής απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων παραγωγής. Αποτελεί δε έργο πνοής για την ανάπτυξη της περιοχής, αλλά και για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.

Την ίδια ώρα, υπενθυμίζεται πως στις αρχές του 2023 ξεκίνησε η κατασκευή της μονάδας ηλεκτροπαραγωγής ισχύος 840MW με καύσιμο το φυσικό αέριο, ενώ δυναμικά προχωρούν οι εργασίες. Η Ηλεκτροπαραγωγή Αλεξανδρούπολης αποτελεί την κοινή εταιρεία των ΔΕΗ (51%), ΔΕΠΑ Εμπορίας (29%) και Damco Energy (20%). Η επένδυση ανέρχεται στα 400 εκατ. ευρώ και η κατασκευή και εμπορική λειτουργία της αναμένεται να ολοκληρωθεί σε περίπου 24 μήνες, ενώ θα αντικαταστήσει τρεις λιγνιτικές μονάδες. Η νέα μονάδα, συνδυασμένου κύκλου με καύσιμο φυσικό αέριο κατασκευάζεται σε ιδιόκτητο οικόπεδο έκτασης 181 στρεμμάτων με εγκατεστημένη ισχύ 840MW και ετήσια παραγωγή 5TWH. Ως καύσιμο θα χρησιμοποιηθεί το φυσικό αέριο, ωστόσο ο νέος σταθμός παραγωγής θα έχει τη δυνατότητα για καύση υδρογόνου αλλά και μεικτή λειτουργία, κάτι που τον καθιστά συμβατό και απολύτως υποστηρικτικό με τον εθνικό και ευρωπαϊκό σχεδιασμό για τη σταδιακή μετάβαση στην πράσινη ενέργεια.

Η διείσδυση του φυσικού αερίου είναι μία άσκηση ισορροπίας. Η αναδιαμόρφωση του ενεργειακού μείγματος στην πορεία προς την πράσινη μετάβαση χρειάζεται κατά κόρον τις ΑΠΕ. Ανασταλτικός παράγοντας είναι το πρόβλημα της στοχαστικότητας, της συνάρτησης δηλαδή της παραγωγής τους με τις καιρικές συνθήκες. Η ενέργεια που δεν καταναλώνεται όταν υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγή αποθηκεύεται και διοχετεύεται στο σύστημα όταν δεν φυσάει ή δεν έχει ήλιο. Αρμόδιοι φορείς και επενδυτές διαπιστώνουν στην πράξη εδώ και περίπου δύο χρόνια το σοβαρό πρόβλημα που δημιουργείται για την ευστάθεια του συστήματος από τη μεγάλη διείσδυση πράσινης ενέργειας χωρίς δυνατότητα αποθήκευσης. Πρόκειται για μια κοινή πρόκληση για τους διαχειριστές ηλεκτρικών συστημάτων όλης της Ευρώπης, που ελλείψει του εργαλείου της αποθήκευσης καταφεύγουν σε περικοπές πράσινης παραγωγής προκειμένου να αποτρέψουν τον κίνδυνο μπλακ άουτ. Η περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ συναρτάται πλέον σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ταχύτητα ανάπτυξης συστημάτων αποθήκευσης.

Το πρόβλημα της Ιταλίας

Η Ιταλία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας με καύση φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) – με παραγωγή περίπου ίση με αυτή της Γερμανίας και της Ισπανίας μαζί – και ο τέταρτος μεγαλύτερος παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας. Το μερίδιο χρήσης φυσικού αερίου στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής της χώρας είναι περίπου 50%, σχεδόν τριπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ. Η υπερβολική εξάρτηση από την παραγωγή φυσικού αερίου σημαίνει ότι η ηλιακή και αιολική ανάπτυξη της χώρας είναι βραδύτερη από τις δυνατότητές της. Η εξάρτηση της Ιταλίας από το φυσικό αέριο οφείλεται εν μέρει στις υφιστάμενες υποδομές και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της. Αυτό όμως δεν θα πρέπει να δικαιολογεί την εκτεταμένη χρήση του καυσίμου στην ηλεκτροπαραγωγή εις βάρος της ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Μια τέτοια στρατηγική μπορεί να αποτελέσει λάθος παράδειγμα για άλλες χώρες που εξαρτώνται από το φυσικό αέριο.

Οι υποστηρικτές των ΑΠΕ θεωρούν πως η απουσία σχεδίου για τη σταδιακή κατάργηση της παραγωγής φυσικού αερίου δεν ανοίγει το δρόμο για παρόμοια επίπεδα ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με τους μεγάλους ευρωπαίους γείτονές της. Η ιταλική κυβέρνηση έχει δηλώσει ανοιχτά ότι η πολιτική της που στηρίζει το φυσικό αέριο είναι ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους η χώρα υστερεί όσον αφορά την έξοδο από τα ορυκτά καύσιμα. Η κυβέρνηση έχει κάποιους φιλόδοξους στόχους για την ανάπτυξη αιολικών και ηλιακών ικανοτήτων. Ωστόσο, σύμφωνα με το ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ), οι στόχοι που ανακοινώθηκαν ενδέχεται να είναι δύσκολο να επιτευχθούν, με βάση την ιστορική ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το ΕΣΕΚ προβλέπει ότι η εγκατεστημένη ηλιακή φωτοβολταϊκή και αιολική ισχύς της Ιταλίας θα πρέπει να φθάσει τα 45 γιγαβάτ (GW) και 17,3 GW, αντίστοιχα, μέχρι το 2025. Αυτό σημαίνει ότι μεταξύ 2023 και 2025, η ηλιακή και η αιολική ισχύς μαζί θα πρέπει να αυξηθούν κατά 45%, αριθμός που δεν συνάδει με τις επιδόσεις των τελευταίων ετών.

Ενώ οι τρεις μεγαλύτεροι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ -η Γαλλία, η Γερμανία και η Ισπανία- παρουσίασαν μια σαφή τάση αύξησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και μείωσης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο, το μείγμα ηλεκτρικής ενέργειας της Ιταλίας για το 2023 είχε ένα συγκεχυμένο μοτίβο, χωρίς καμία πηγή ενέργειας να κυριαρχεί σαφώς. Σύμφωνα με τη Eurostat, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα καλύπτουν το 41% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ το 2023, σημειώνοντας αύξηση από 35% το 2022. Το 18,5% του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειας που παρήχθη στην ΕΕ πέρυσι ήταν αιολική, ακολουθούμενη από την υδροηλεκτρική ενέργεια (13,5%), την ηλιακή ενέργεια (9,1%) και τη γεωθερμία (0,2%). Στις χώρες που έχουν χαμηλότερο ποσοστό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο μείγμα ηλεκτρικής ενέργειας από τον μέσο όρο της ΕΕ περιλαμβάνονται η Σλοβενία, η Φινλανδία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Εσθονία, η Γαλλία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Βουλγαρία, η Κύπρος, η Σλοβακία, η Μάλτα και η Τσεχία.