Σε μια εφ’ όλης της ύλης παρέμβασή του στο podcast «Στην Πρίζα» του ΑΔΜΗΕ, ο πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), Αντώνης Κοντολέων, περιέγραψε στον δημοσιογράφο του energygame.gr, Δημήτρη Αβαρλή τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα που ταλανίζουν την ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, υπογραμμίζοντας τις δραματικές επιπτώσεις τους στη βιωσιμότητα των ενεργοβόρων βιομηχανιών, αλλά και στους τελικούς καταναλωτές.
Όπως ανέφερε, το υψηλό ενεργειακό κόστος δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο για τη βιομηχανία έντασης ενέργειας, αλλά επηρεάζει εξίσου τον απλό καταναλωτή. Παρότι έχουν περάσει αρκετά χρόνια από το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης, η αβεβαιότητα παραμένει. «Η βιομηχανία δεν βλέπει ορίζοντα, ποιο θα είναι το κόστος μετά από ένα, δύο, τρία χρόνια», σημείωσε, εξηγώντας ότι αυτή η αβεβαιότητα προστίθεται στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς, η οποία, όπως είπε, παραμένει η ακριβότερη στην Ευρώπη. Το πρόβλημα, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είναι μόνο το ύψος της τιμής, αλλά κυρίως η αδυναμία πρόβλεψης και σταθερότητας, γεγονός που λειτουργεί αποτρεπτικά για επενδύσεις και μακροχρόνιο σχεδιασμό.
Ο κ. Κοντολέων εξέφρασε επιφυλάξεις για την επάρκεια των ευρωπαϊκών μέτρων στο πλαίσιο του Clean Industrial Deal, τονίζοντας πως περιορίζονται σε παρεμβάσεις στο κόστος δικτύου, στον ειδικό φόρο κατανάλωσης και στον ΦΠΑ, χωρίς να εξασφαλίζουν πραγματική μείωση του ενεργειακού κόστους. «Θα δημιουργηθούν χώρες δύο ταχυτήτων», προειδοποίησε, καθώς, όπως εξήγησε, χώρες όπως η Γερμανία προχωρούν σε ουσιαστική ενίσχυση της βιομηχανίας, υιοθετώντας οριζόντια μέτρα μείωσης του κόστους για το σύνολο των επιχειρήσεων, ενώ η Ελλάδα, λόγω περιορισμένης δημοσιονομικής ευχέρειας, δεν είναι σε θέση να ακολουθήσει αντίστοιχες πολιτικές, με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η ανταγωνιστική ανισορροπία.
Αναφέρθηκε επίσης στην ανάγκη για θεσμική μεταρρύθμιση της αγοράς ενέργειας, υπογραμμίζοντας ότι το χαμηλό κόστος παραγωγής των ΑΠΕ δεν μετακυλίεται στον τελικό καταναλωτή. Επικαλέστηκε την έκθεση Ντράγκι, η οποία προτείνει να πάψουν οι ΑΠΕ να αποζημιώνονται μέσω της spot αγοράς και αντ’ αυτού να διατίθενται μέσω διμερών συμβολαίων ή συμβάσεων διαφοράς (CfDs) με απευθείας παραλήπτες τη βιομηχανία, τους προμηθευτές ή άλλους μεγάλους καταναλωτές – ένα μοντέλο που, όπως σημείωσε, εφαρμόζεται ήδη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, παρέθεσε το ιταλικό μοντέλο Energy Release 2, βάσει του οποίου ο κρατικός διαχειριστής GSE διαθέτει 24 TWh πράσινης ενέργειας αποκλειστικά σε βιομηχανίες έντασης ενέργειας, στην προνομιακή τιμή των 65 €/MWh, μέσω συμβάσεων CfDs. Η τιμή βασίζεται στη μέση καθάριση της αγοράς (base load), ενώ, ταυτόχρονα, οι ωφελούμενες επιχειρήσεις δεσμεύονται να αναπτύξουν έργα ΑΠΕ διπλάσιας ισχύος, επιστρέφοντας σε βάθος 20 ετών την ενέργεια που έλαβαν προκαταβολικά με ευνοϊκούς όρους.
«Κάτι τέτοιο θα μπορούσε κάλλιστα να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα», σημείωσε, υπογραμμίζοντας ότι ο ΔΑΠΕΕΠ έχει ήδη συνάψει μεγάλο αριθμό συμβάσεων διαφοράς με παραγωγούς ΑΠΕ, γεγονός που μπορεί να αξιοποιηθεί για την υιοθέτηση ενός αντίστοιχου μηχανισμού. Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα τέτοιο μοντέλο θα έδινε πρόσβαση στη βιομηχανία σε φθηνή και σταθερή ενέργεια, περιορίζοντας τη μεταβλητότητα των τιμών της spot αγοράς και αντισταθμίζοντας τη θεσμική έλλειψη προθεσμιακών εργαλείων στην ελληνική αγορά.
Επεσήμανε επίσης ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει προθεσμιακή αγορά, γεγονός που, κατά τον ίδιο, συνιστά μία από τις σημαντικότερες στρεβλώσεις. «Η τιμή της ενέργειας δεν μπορεί να διαμορφώνεται μόνο από τη spot αγορά», δήλωσε, προσθέτοντας ότι η απουσία μηχανισμών αντιστάθμισης κινδύνου πλήττει ιδιαίτερα τους μικρούς προμηθευτές και επιβαρύνει τη συνολική λειτουργία της αγοράς. Κατηγόρησε, μάλιστα, τα «πράσινα» και «κίτρινα» τιμολόγια ως τη «μεγαλύτερη στρέβλωση» στη λιανική, εξηγώντας ότι το αυτόματο πέρασμα του κόστους της χονδρεμπορικής στην τιμή για τον καταναλωτή ακυρώνει κάθε κίνητρο των παραγωγών να συγκρατήσουν τις τιμές.
Αναφερόμενος στην αγορά εξισορρόπησης, εξήγησε ότι το κόστος έχει εκτοξευθεί λόγω της ανάγκης καθημερινής ενεργοποίησης θερμικών μονάδων εκτός χρηματιστηρίου. Αυτές οι μονάδες, όπως ανέφερε, μπαίνουν με εντολή του ΑΔΜΗΕ και πληρώνονται με βάση την προσφορά τους (pay-as-bid), ανεβάζοντας το κόστος, την ώρα που οι ΑΠΕ αποκόπτονται χωρίς αποζημίωση. «Το υπερπλεόνασμα των ΑΠΕ δεν ρίχνει το κόστος – γιατί οι μόνοι που πληρώνονται με μηδενική τιμή είναι οι ΑΠΕ, ενώ οι θερμικές μονάδες αποζημιώνονται κανονικά», είπε, εκτιμώντας ότι το σχετικό κόστος το 2025 θα αγγίξει το 1 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η εικόνα αυτή επιδεινώνεται από την ανισορροπία παραγωγής και ζήτησης. Όπως σημείωσε, κατά τους θερινούς μήνες του 2024 παρατηρήθηκε εκτόξευση τιμών έως και 900 €/MWh αμέσως μετά τη δύση των φωτοβολταϊκών, καθώς η υψηλή ζήτηση στα Βαλκάνια και η έλλειψη διασυνδέσεων με την Κεντρική Ευρώπη περιορίζουν τον συγχρονισμό των τιμών. Πρόκειται, όπως ανέφερε, για έναν φαύλο κύκλο στρεβλώσεων που επηρεάζει οριζόντια το σύστημα και διατηρεί το ενεργειακό κόστος τεχνητά υψηλό, με άμεσες συνέπειες στη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα και στα τιμολόγια λιανικής.
Ο κ. Κοντολέων υπογράμμισε ακόμη ότι το πρόβλημα δεν είναι εισαγόμενο. Αντίθετα, απέδωσε το υψηλό κόστος σε αποσύνδεση της ελληνικής και βαλκανικής αγοράς από την Κεντρική Ευρώπη, λόγω περιορισμών συντήρησης γραμμών και τεχνικών φραγμών. Σχολίασε, τέλος, το αποτυχημένο αποτέλεσμα των μακροχρόνιων PPA με φωτοβολταϊκά, τονίζοντας ότι οι επιχειρήσεις που υπέγραψαν τέτοιες συμφωνίες σε τιμές της τάξης των 60 €/MWh βρίσκονται σήμερα σε δυσμενέστερη θέση από ανταγωνιστές που προμηθεύονται ενέργεια σε μηδενικές τιμές για μήνες. Εξήγησε ότι ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος υποστήριξης τέτοιων συμβάσεων είναι η εμπλοκή του κράτους ως εγγυητή, ώστε να δημιουργηθεί ένα υγιές πλαίσιο μακροπρόθεσμης προμήθειας, είτε για τη βιομηχανία είτε για τους προμηθευτές.
«Το φθηνό κόστος των ΑΠΕ δεν περνά στον Έλληνα καταναλωτή», δήλωσε, τονίζοντας ότι η αγορά, όπως λειτουργεί σήμερα, εμποδίζει τη μείωση των τιμολογίων παρά την πτώση της χονδρεμπορικής. Κατέληξε λέγοντας ότι απαιτούνται άμεσες θεσμικές παρεμβάσεις, ενίσχυση της ΡΑΑΕΥ και δημιουργία σταθερού, προβλέψιμου πλαισίου για τη στήριξη της βιομηχανίας και την προστασία των καταναλωτών. Μόνο έτσι, σύμφωνα με τον ίδιο, θα μπορέσει η αγορά να λειτουργήσει με διαφάνεια, σταθερότητα και πραγματική ωφέλεια για όλους τους συμμετέχοντες.
Διαβάστε ακόμη