Η έγκαιρη εφαρμογή του νέου ρυθμιστικού πλαισίου για την ύδρευση και την αποχέτευση αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα για την ΕΥΔΑΠ και τον πυρήνα γύρω από τον οποίο θα καθοριστεί η επόμενη μέρα της εταιρείας. Αυτό τόνισε με σαφήνεια ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας, Χάρης Σαχίνης, κατά τη διάρκεια ενημέρωσης αναλυτών για τα οικονομικά αποτελέσματα για το Α’ εξάμηνο του 2025.

Πράγματι, η ΕΥΔΑΠ βρίσκεται εν αναμονή της απόφασης της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) σχετικά με τα νέα τιμολόγια και το «επιτρεπόμενο έσοδο» της εταιρείας. Όπως ανέφερε ο κ. Σαχίνης, η ΕΥΔΑΠ έχει καταθέσει πλήρη στοιχεία και αναμένει την έκδοση της απόφασης, η οποία θα αποτελέσει ορόσημο για την πρώτη εφαρμογή της ευρωπαϊκής οδηγίας περί πλήρους ανάκτησης κόστους στον τομέα του νερού στην Ελλάδα. «Σύμφωνα με τον νόμο, η ρυθμιστική περίοδος έπρεπε να έχει ξεκινήσει από την 1η Ιανουαρίου 2025. Περιμένουμε την απόφαση και έχουμε λάβει διαβεβαίωση ότι αυτή θα εκδοθεί χωρίς καθυστέρηση», υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι «οποιαδήποτε υποανάκτηση έχουμε τώρα θα ανακτηθεί στις επόμενες ρυθμιστικές περιόδους».

Το νέο πλαίσιο βασίζεται όπως εξήγησε ο κ. Σαχίνης στο μοντέλο της Ρυθμιζόμενης Περιουσιακής Βάσης (Regulated Asset Base – RAB), το οποίο εφαρμόζεται ευρέως στις ευρωπαϊκές αγορές νερού και ενέργειας και διασφαλίζει τη σταθερότητα των εσόδων και την ανάκτηση του κόστους μέσω ενός διαφανούς μηχανισμού. Ο υπολογισμός του «επιτρεπόμενου εσόδου» (Allowable Income), πάνω στον οποίο θα στηριχθεί η νέα τιμολογιακή πολιτική, γίνεται βάσει τεσσάρων βασικών συνιστωσών:

  • Απόδοση επί της Ρυθμιζόμενης Περιουσιακής Βάσης (Return on RAB): Η RAB αντιπροσωπεύει την αξία των ρυθμιζόμενων υποδομών της εταιρείας, και η επιτρεπόμενη απόδοση υπολογίζεται με βάση το σταθμισμένο μέσο κόστος κεφαλαίου (WACC), εξασφαλίζοντας εύλογη απόδοση των επενδύσεων.
  • Λειτουργικές δαπάνες (Opex): Περιλαμβάνουν όλες τις δαπάνες λειτουργίας και συντήρησης των υποδομών, εξαιρουμένων των κεφαλαιουχικών επενδύσεων.
  • Αποσβέσεις (Depreciation): Αφορούν τη σταδιακή απόσβεση των επενδύσεων και διασφαλίζουν τη μακροχρόνια βιωσιμότητα των υποδομών.
  • Φορολογικές υποχρεώσεις: Υπολογίζονται ώστε να προσδιοριστεί η καθαρή απόδοση και να εξασφαλιστεί η δυνατότητα επανεπένδυσης.

«Η εφαρμογή αυτού του πλαισίου θα διαμορφώσει τη βάση για τα νέα τιμολόγια και θα επιτρέψει τον προγραμματισμό και την ομαλή υλοποίηση του επενδυτικού μας πλάνου», σημείωσε ο κ. Σαχίνης. Η καθυστέρηση αυτή, όπως επισήμανε ο Χάρης Σαχίνης, συνδέεται άμεσα και με το ζήτημα της υποανάκτησης εσόδων, το οποίο –όπως τόνισε– θα αντιμετωπιστεί μέσα από την εφαρμογή του νέου ρυθμιστικού πλαισίου στις επόμενες ρυθμιστικές περιόδους.

Αναφερόμενος πιο συγκεκριμένα στο θέμα της υποανάκτησης, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥΔΑΠ υπενθύμισε ότι η εταιρεία έχει αιτηθεί να της επιστραφεί το ποσό των 157 εκατ. ευρώ που κατέβαλε στο Δημόσιο κατά την υπογραφή της νέας σύμβασης πριν από τέσσερα χρόνια, βάσει ρητής πρόβλεψης του νόμου. «Ήταν σαφές ότι τα 157 εκατ. ευρώ που πληρώσαμε τότε θα πρέπει να επιστραφούν ως μέρος της υποανάκτησης. Αυτό έχουμε ζητήσει και πιστεύουμε ότι θα μας αποδοθεί», υπογράμμισε. Παράλληλα, όπως σημείωσε, η ΕΥΔΑΠ ζητά από τον ρυθμιστή να αναγνωρίσει ως περίοδο υποανάκτησης και το διάστημα από την υπογραφή της νέας συμφωνίας έως σήμερα, δεδομένου ότι δεν είχαν εκδοθεί νέες τιμολογιακές αποφάσεις. «Όταν ζητήσαμε νέους τιμοκαταλόγους, το υπουργείο –που τότε είχε την ευθύνη– μας ζήτησε να περιμένουμε μέχρι να λειτουργήσει η ΡΑΑΕΥ και να εκδώσει τις νέες αποφάσεις. Επομένως, έχουμε ζητήσει από τον ρυθμιστή να αναγνωρίσει όλη αυτή την περίοδο ως υποανάκτηση», εξήγησε.

Νέο μοντέλο διαχείρισης νερού

Πέρα από το οικονομικό σκέλος και τις ρυθμιστικές εκκρεμότητες, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥΔΑΠ αναφέρθηκε και στις θεσμικές αλλαγές που δρομολογούνται στον τομέα της διαχείρισης του νερού, με αιχμή τις συγχωνεύσεις των δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) και τη συγκέντρωση των αρμοδιοτήτων σε λιγότερους και ισχυρότερους φορείς. Η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή αναζητά πιο αποτελεσματικούς τρόπους ενοποίησης και εποπτείας των φορέων ύδρευσης.

«Σήμερα υπάρχουν δύο εισηγμένες εταιρείες που εξυπηρετούν λίγο πάνω από το μισό του πληθυσμού – η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ. Πέραν αυτών, υπάρχουν περίπου 400 δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης που διαχειρίζονται το πόσιμο νερό, καθώς και άλλες 400 μικρότερες μονάδες που ασχολούνται με το αρδευτικό νερό. Το κράτος προσπαθεί να βρει λύση γιατί, ειδικά σε περιόδους ξηρασίας, είναι αναγκαίο να υπάρχει ενιαίο σχέδιο διαχείρισης», είπε.

Ο ίδιος υπογράμμισε ότι η συγκέντρωση των αρμοδιοτήτων σε λιγότερους φορείς είναι καίριας σημασίας και για τη ρυθμιστική αρχή. «Είναι σαφώς πιο εύκολο να ρυθμίζεις δύο ή πέντε εταιρείες από το να πρέπει να εποπτεύεις 700 μικρότερες, κάτι που δεν είναι αποδοτικό και δεν λειτουργεί. Η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ έχουν την τεχνική τεχνογνωσία να συμβάλουν σε αυτό», σημείωσε.

Ωστόσο, όπως επισήμανε, το εγχείρημα είναι σύνθετο και απαιτεί χρόνο και θεσμικές παρεμβάσεις: «Το κρίσιμο είναι πώς θα μεταφερθούν τα περιουσιακά στοιχεία από κάθε δημοτική επιχείρηση σε ένα νέο ενιαίο σχήμα και πόσο θα διαρκέσει αυτή η διαδικασία. Αυτό μπορεί να οριστεί μόνο από τον νόμο, και ενδέχεται να υπάρξουν αντιδράσεις από τους δήμους».

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο Διευθύνων Σύμβουλος και στην προτεραιότητα που δίνει η ΕΥΔΑΠ στην ενίσχυση της άμεσης σχέσης της με τους καταναλωτές στην Αττική, επισημαίνοντας ότι σήμερα περίπου 500.000 πολίτες λαμβάνουν νερό από την εταιρεία μέσω των δήμων, στους οποίους η ΕΥΔΑΠ το παρέχει σε χονδρική τιμή. Αυτό σημαίνει ότι η εταιρεία δεν έχει καμία απευθείας σχέση με αυτούς τους καταναλωτές – ούτε στην τιμολόγηση, ούτε στην εξυπηρέτηση, ούτε στην είσπραξη. «Για μένα, το πιο σημαντικό είναι να αποκτήσουμε απευθείας πρόσβαση σε όλους τους πελάτες της Αττικής με τους οποίους δεν έχουμε σήμερα άμεση σύνδεση», ανέφερε χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι οι έρευνες ικανοποίησης δείχνουν αισθητά καλύτερα αποτελέσματα όταν η εταιρεία εξυπηρετεί απευθείας τους πολίτες. Παράλληλα, υπογράμμισε και τη σημασία που έχει αυτό σε οικονομικό επίπεδο, καθώς «οι δήμοι δεν φημίζονται για την αποτελεσματικότητα στην είσπραξη, ενώ η μέση είσπραξη ανά πελάτη είναι υψηλότερη όταν έχουμε άμεση σχέση».

ΜΟΝΑΔΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΝΕΡΟΥ ΤΗΣ ΕΥΔΑΠ

Η Μονάδα Επεξεργασίας Νερού της ΕΥΔΑΠ στις Αχαρνές © ΕΥΔΑΠ

Το σχέδιο της ΕΥΔΑΠ για την επάρκεια νερού

Πέρα από τις θεσμικές αλλαγές και τις πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της σχέσης της με τους καταναλωτές, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥΔΑΠ εστίασε ιδιαίτερα και στο κρίσιμο ζήτημα της υδατικής επάρκειας της Αττικής, το οποίο –όπως τόνισε– αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία λόγω της κλιματικής κρίσης και της αυξανόμενης λειψυδρίας. Η εικόνα που παρουσίασε αποτυπώνει με σαφήνεια τις προκλήσεις: από το 2022 έως το 2025, οι διαθέσιμες ποσότητες νερού στους ταμιευτήρες της εταιρείας έχουν μειωθεί κατά περίπου 300 εκατ. κυβικά μέτρα, ενώ οι ετήσιες εισροές έχουν περιοριστεί στα 230 εκατ. κ.μ., έναντι ιστορικού μέσου όρου 410 εκατ. κ.μ.

«Η πραγματικότητα είναι ότι η λειψυδρία δεν αποτελεί πια μελλοντικό σενάριο· είναι εδώ και απαιτεί συστηματική προετοιμασία. Έχουμε σχέδιο και συνεργαζόμαστε στενά με το κράτος για να το υλοποιήσουμε», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Σαχίνης, παρουσιάζοντας μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την ενίσχυση της επάρκειας μέσα από σειρά έργων και παρεμβάσεων που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη.

Πρώτο μέτρο αποτελεί η λειτουργία των αντλιοστασίων της Βωστίτσας, που αυξάνει τη διαθεσιμότητα κατά 32 εκατ. κ.μ. ετησίως, προσφέροντας μια σημαντική «ανάσα» στο σύστημα ύδρευσης. Παράλληλα, η ΕΥΔΑΠ προχώρησε στη μείωση της περιβαλλοντικής παροχής του ταμιευτήρα του Εύηνου, εξοικονομώντας 22 εκατ. κ.μ. νερού ετησίως, χωρίς να διακυβεύεται η οικολογική ισορροπία της περιοχής.

Ένα ακόμη κρίσιμο βήμα αφορά την αξιοποίηση υπόγειων υδάτων, με την εγκατάσταση νέων υποβρύχιων αντλιών σε νέα περιοχή που θα αποδίδουν περίπου 50 εκατ. κ.μ. ετησίως, ενώ σε προχωρημένο στάδιο βρίσκεται και η διαδικασία για την αξιοποίηση μιας νέας πηγής υδροδότησης, με επαρκή αποθέματα για την ύδρευση και την άρδευση της Αττικής, που θα μπορούσε να προσφέρει επιπλέον 45 εκατ. κ.μ. τον χρόνο, μόλις εγκριθεί από το Υπουργείο Ενέργειας και Υδάτων.

Στρατηγικής σημασίας είναι και η ένταξη του ταμιευτήρα των Κρεμαστών στο υδροδοτικό σύστημα, ένα έργο που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «δεύτερη γραμμή άμυνας» σε περιόδους έντονης ξηρασίας, αυξάνοντας σημαντικά την ευελιξία και την ασφάλεια τροφοδοσίας του λεκανοπεδίου. «Οι Κρεμαστές μπορούν να αποτελέσουν μια κρίσιμη εφεδρική πηγή για το μέλλον, εφόσον λυθούν τα θεσμικά και τεχνικά ζητήματα που υπάρχουν ακόμη», επισήμανε.

Η «δεύτερη πηγή» της Αττικής: Η ανακύκλωση νερού από την Ψυττάλεια

Συμπληρωματικά προς τις νέες πηγές υδροδότησης, ο δεύτερος πυλώνας της στρατηγικής της ΕΥΔΑΠ για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας αφορά την ανακύκλωση και αξιοποίηση των επεξεργασμένων λυμάτων, με αιχμή του δόρατος το έργο της Ψυττάλειας. Όπως υπογράμμισε ο Χάρης Σαχίνης, η επόμενη φάση της λειτουργίας του μεγαλύτερου Κέντρου Επεξεργασίας Λυμάτων της χώρας θα επιτρέψει την παραγωγή και αξιοποίηση έως και 80 εκατ. κυβικών μέτρων καθαρού νερού ετησίως, το οποίο μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί τόσο για βιομηχανική χρήση όσο και για άρδευση.

«Η αξιοποίηση των επεξεργασμένων λυμάτων δεν είναι απλώς μια περιβαλλοντική επιλογή, αλλά ένας κρίσιμος πυλώνας ασφάλειας και ανθεκτικότητας για το υδροδοτικό μας σύστημα», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Σαχίνης, τονίζοντας ότι η ΕΥΔΑΠ προχωρά ήδη στον σχεδιασμό ενός ολοκληρωμένου master plan, όπως είχε γράψει το energygame.gr. Το σχέδιο αυτό, το οποίο αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στους επόμενους τέσσερις έως πέντε μήνες, θα προσδιορίσει με ακρίβεια:

  • τις ποσότητες που θα κατευθυνθούν στη βιομηχανία και την άρδευση,
  • τις τεχνικές προδιαγραφές επεξεργασίας ώστε να ανταποκρίνονται στα ευρωπαϊκά και εθνικά πρότυπα,
  • καθώς και το συνολικό κόστος της διαδικασίας και το πλαίσιο χρηματοδότησης.

Στόχος της ΕΥΔΑΠ είναι να διαμορφώσει ένα πλήρες πλαίσιο αξιοποίησης του καθαρού νερού που θα παράγεται στην Ψυττάλεια, έτσι ώστε να καλύπτει με ασφάλεια και στοχευμένα τις διαφορετικές κατηγορίες χρήσεων. Το έργο αυτό, όπως είπε ο κ. Σαχίνης, μπορεί να λειτουργήσει ως στρατηγικό «μαξιλάρι» απέναντι στις πιέσεις της κλιματικής κρίσης και να ενισχύσει σημαντικά τη μακροπρόθεσμη επάρκεια της Αττικής.

Διαβάστε ακόμη