«Έχουμε λάβει κάποια μέτρα για τη συγκράτηση του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας, αλλά απαιτούνται περαιτέρω πρωτοβουλίες για να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητά της, οι οποίες θα εξειδικευθούν το επόμενο διάστημα». Αυτό ήταν το βασικό μήνυμα που προέκυψε από το «ραντεβού» των συναρμόδιων υπουργών (υπό τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη) και το κλιμακίου του ΣΕΒ (με επικεφαλής τον πρόεδρο του Συνδέσμου Σπύρο Θεοδωρόπουλο). Σύμφωνα με πληροφορίες του energygame.gr κατά τη συνάντηση επιβεβαιώθηκε αφενός η βούληση της κυβέρνησης να υποστηρίξει την βιομηχανία και μάλιστα ανοίγοντας την βεντάλια των μέτρων στήριξης πέρα από την ενεργοβόρο σε όσο το δυνατόν περισσότερους παραγωγικούς κλάδους, αφετέρου η τεχνική επεξεργασία να «τρέξει» ώστε οι παράμετροι να κλειδώσουν το ταχύτερο δυνατό. Κατά τις ίδιες πληροφορίες, κατά τη χθεσινή σύσκεψη αποφασίστηκε η σύσταση Ομάδας Εργασίας με «επισπεύδον» υπουργείο το Υπουργείο Περιβάλλοντος, ώστε να εξετάσει τις εναλλακτικές λύσεις, τα βήματα, τις διαδικασίες και τα σενάρια για το κόστος της παρέμβασης. Παράγοντες της αγοράς με γνώση των τεκταινομένων σχολιάζουν ότι μια ακόμη παράμετρος της σύνθετης και πολυπαραγοντικής εξίσωσης είναι και η συμβατότητα της λύσης με το νέο πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ για τη βιομηχανία (CISAF), το οποίο περιγράφει σαφώς τις επιλέξιμες επιχειρήσεις που μπορούν να είναι ωφελούμενοι τέτοιων μέτρων, με συγκεκριμένους όρους.

Τα επόμενα βήματα για μείωση του κόστους ρεύματος στη βιομηχανία

Πηγές αναφέρουν ότι το κλιμάκιο του ΣΕΒ προσήλθε στη χθεσινή σύσκεψη με βασική πρόταση την εκδοχή του για την προσαρμογή του λεγόμενου ιταλικού μοντέλου Energy Release 2.0 στην εγχώρια πραγματικότητα, όπως έχει προκύψει από μελέτη που εκπόνησε η Grant Thornton για λογαριασμό του Συνδέσμου. Όπως έχει γράψει το energygame.gr το βασικό συμπέρασμα είναι ότι στην ελληνική μεταφορά του ιταλικού μοντέλου θα μπορούσαν να ενταχθούν περίπου 7,4 TWh ενεργοβόρων καταναλωτών (κατ’ εκτίμηση 60 καταναλωτές) Υψηλής και Μέσης Τάσης, εφαρμόζοντας οριζόντια κριτήρια που ήδη ισχύουν στην ελληνική νομοθεσία. Το σχήμα βασίζεται σε μηχανισμό κατά τον οποίο προσφέρεται ενεργειακό δάνειο της τάξης των 7,4 TWh/έτος για 3 έτη από τον ΔΑΠΕΕΠ προς τους καταναλωτές. Τα δάνειο αυτό επιστρέφεται στο βάθος της επόμενης 20ετίας. Οι ωφελούμενοι του σχήματος οφείλουν να επιστρέψουν την διπλάσια ενέργεια από αυτή που δανείστηκαν σε βάθος 20ετίας, στηρίζοντας νέες ΑΠΕ της τάξης των 1,3 GW. Το συνολικό κόστος του σχήματος εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 260 εκατ. ευρώ ετησίως για την πρώτη τριετία.

Το υπουργικό κλιμάκιο, απαρτιζόμενο -πέραν του αντιπροέδρου Κ. Χατζηδάκη- από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκο Πιερρακάκη, Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρο Παπασταύρου και Ανάπτυξης Τάκη Θεοδωρικάκο, καθώς και τους υφυπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Θάνο Πετραλιά και Περιβάλλοντος και Ενέργειας Νίκο Τσάφο- επεσήμαναν τις πρωτοβουλίες που έχουν ήδη αναληφθεί μέχρι σήμερα για τη στήριξη της βιομηχανίας, όπως, μεταξύ άλλων η μείωση της φορολογίας στα κέρδη των επιχειρήσεων και των ασφαλιστικών εισφορών και οι απλουστεύσεις στην αδειοδότηση, ενώ όσον αφορά στην πρόταση του ΣΕΒ άφησαν να εννοηθεί ότι αποτελεί μια από τις εναλλακτικές λύσεις που θα εξεταστεί από την ομάδα εργασίας, χωρίς να αποτελεί μονόδρομο. Για το στίγμα της κυβερνητικής στάσης είχε άλλωστε προϊδεάσει -πριν την έναρξη της σύσκεψης- και ο αρμόδιος υπουργός ΠΕΝ Σταύρος Παπασταύρου, ο οποίος σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο των «Παραπολιτικών» έκανε λόγο για μια «πρώτη συζήτηση όπου θα εξεταστεί πώς αντιμετώπισαν το ενεργειακό κόστος άλλες χώρες και ποιες δυνατότητες υπάρχουν στη δική μας περίπτωση», προσθέτοντας ότι δεν αναμένονται οριστικές αποφάσεις.

«Διαφάνεια και διάλογο με την Επιτροπή ώστε να μην βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων» ζητά ο σύνδεσμος των ενεργοβόρων βιομηχανιών ΕΒΙΚΕΝ, που επεσήμανε ότι το comfort letter που απέστειλε η Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν (DG COMP) στην ιταλική κυβέρνηση περιείχε σημαντικούς «αστερίσκους» – με σημαντικότερο τη ρήτρα claw back που προβλέπει ότι το όποιο οικονομικό όφελος προκύπτει στην πρώτη τριετία θα πρέπει να επιστραφεί στα επόμενα 20 έτη- αλλάζοντας επί τα χείρω τα δεδομένα για την ελκυστικότητα του ιταλικού μοντέλου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις προοπτικές εφαρμογής του στη χώρα μας.

Διαβάστε ακόμη