«Λάβετε μέτρα για το υψηλό κόστος ενέργειας που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής ενεργοβόρου βιομηχανίας και μην βάζετε τις δυο αυτές παραμέτρους σε δεύτερη μοίρα προς χάριν της απανθρακοποίησης». Αυτό είναι το είναι το βασικό μήνυμα που στέλνουν στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δυο μεγάλες ενεργοβόρες βιομηχανίες της Ελλάδας, η Metlen και η ElvalHalcor, υπογράφοντας επιστολή που έστειλε η Eurometaux (που εκπροσωπεί τις εταιρείες μη σιδηρούχων μετάλλων της Ευρώπης), ζητώντας ριζικές αλλαγές στο προωθούμενο νέο πλαίσιο των «καθαρών» κρατικών ενισχύσεων για την ευρωπαϊκή βιομηχανία (Clean Industrial State Aid Framework- CISAF). Να σημειωθεί ότι ο πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Metlen Ευάγγελος Μυτιληναίος υπογράφει την επιστολή και με την ιδιότητα του προέδρου του ΔΣ της Eurometaux, αναλαμβάνοντας για μια ακόμη φορά δράση προκειμένου να πιέσει τις Βρυξέλλες να κινηθούν αποφασιστικά για το ενεργειακό κόστος των βιομηχανιών (που είναι 2 και 3 φορές μεγαλύτερο στην ΕΕ από ότι σε ΗΠΑ και Κίνα). Την επιστολή υπογράφουν και οι κ.κ. Πάνος Λώλος και Νικόλαος Καραμπατέας, Γενικοί Διευθυντές των κλάδων Χαλκού και Αλουμινίου αντίστοιχα της ElvalHalcor που «μπαίνει στην πρώτη γραμμή μιας κρίσιμης ευρωπαϊκής έκκλησης για δράση και είναι υπερήφανη που αντιπροσωπεύει την ελληνική και ευρωπαϊκή βιομηχανία σε αυτόν τον διάλογο», όπως σημειώνεται σε ανάρτηση της εταιρείας στο LinkedIn.
Η κινητοποίηση των Metlen και ElvalHalcor (του Ομίλου Βιοχάλκο) στο γήπεδο της Ευρώπης έρχεται σε μια περίοδο που οι επικεφαλής των δυο εταιρειών έχουν αναδείξει με ένταση το «αγκάθι» του υψηλού ενεργειακού κόστους και στην Ελλάδα, με πρόσφατες δημόσιες δηλώσεις τους στον Τύπο. «Το ενεργειακό κόστος αποτελεί κυρίως από το δεύτερο μισό του 2021 μακράν το μεγαλύτερο πρόβλημα της εγχώριας και ευρωπαϊκής βιομηχανίας», σημείωσε ο κ. Μυτιληναίος, προσθέτοντας ότι χώρες όπως η Βουλγαρία και η Ιταλία εφαρμόζουν ήδη παρεμβάσεις μέσω απευθείας κρατικών επιδοτήσεων για τις βιομηχανίες τους. Ο πρόεδρος της ElvalHalcor (και εκτελεστικός διευθυντής της Βιοχάλκο) Μιχάλης Στασινόπουλος υπογράμμισε από την πλευρά του ότι η Ελλάδα είναι από τις πιο ακριβές χώρες μεταξύ των 27 της ΕΕ στο κόστος ενέργειας για τους βιομηχανικούς καταναλωτές και στην Ευρώπη συνολικά το ενεργειακό κόστος είναι 2-3 φορές μεγαλύτερο σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα -όπως τονίζεται και στην έκθεση Ντράγκι-, θέλοντας να υπογραμμίσει την δυσμενή θέση των ελληνικών ενεργοβόρων βιομηχανιών και την ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών σε όλα τα επίπεδα.
Τα προβληματικά σημεία του νέου πλαισίου κρατικών ενισχύσεων CISAF
Σε αυτό το περιβάλλον είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ευρωπαϊκή ενεργοβόρο βιομηχανία και ακόμα περισσότερο για την ελληνική να έχει ένα διευκολυντικό πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων. Κάτι που δεν φαίνεται να ισχύει για το CISAF (δηλαδή τις νέες κατευθυντήριες γραμμές που κινούνται στη «γραμμή» της Καθαρής Βιομηχανικής Συμφωνίας και της Πυξίδας Ανταγωνιστικότητας της Κομισιόν), όπως τουλάχιστον έχει διαμορφωθεί μέχρι τώρα. Ενόψει της παρουσίασης του τελικού κειμένου που αναμένεται στις 25 Ιουνίου, η Eurometaux εντοπίζει μια σειρά σημείων που χρήζουν βελτίωσης. Όπως τονίζεται στην επιστολή που υπογράφουν Metlen και ElvalHalcor, το βασικό προαπαιτούμενο που πρέπει να καλύπτει το CISAF είναι η διασφάλιση διεθνώς ανταγωνιστικού κόστους παραγωγής, κάτι που περνάει μέσα από την πρόσβαση σε ανταγωνιστικά τιμολογημένη καθαρή ενέργεια. «Αν και είμαστε προσηλωμένοι στην απανθρακοποίηση της βιομηχανίας, εντούτοις ένας πλαίσιο που επικεντρώνεται υπερβολικά σε αυτόν τον στόχο χωρίς να αντιμετωπίζει παράλληλα το θέμα της ανταγωνιστικότητας των ενεργοβόρων βιομηχανιών θα ήταν μεγάλο λάθος», σημειώνεται χαρακτηριστικά. «Εάν το CISAF δεν παρέχει απτές και αποτελεσματικές λύσεις που να εγγυώνται πρόσβαση σε ανταγωνιστική ενέργεια, οι επενδύεις για την απανθρακοποίηση της βιομηχανίας στην Ευρώπη καθίστανται μη βιώσιμες».
Περαιτέρω, οι βιομηχανίες θεωρούν ότι ορισμένες διατάξεις του προσχεδίου του CISAF που αφορούν τα σχήματα ευελιξίας (non fossil flexibility) επιβαρύνουν δυσανάλογα τους βιομηχανικούς καταναλωτές με σταθερό προφίλ κατανάλωσης που δεν έχουν ευχέρεια μετατόπισης ζήτησης, πλην όμως συνδράμουν στην ευστάθεια του δικτύου λόγω της προβλεψιμότητας των φορτίων τους.
«Δεν έχει ακόμα σταθεροποιηθεί η αγορά ενέργειας της ΕΕ»
Ακόμα πιο σημαντική έλλειψη που επισημαίνεται στην επιστολή είναι η απουσία ρυθμίσεων αντίστοιχων με αυτών που είχε το πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων TCTF (για τη στήριξη των επιχειρήσεων από τις παρενέργειες της ενεργειακής κρίσης), οι οποίες επέτρεπαν στις εθνικές κυβερνήσεις να στηρίζουν τις βιομηχανίες τους απέναντι σε ακραίες διακυμάνσεις των τιμών ενέργειας. «Η αγορά ενέργειας της ΕΕ δεν έχει ακόμα σταθεροποιηθεί, με τις τιμές ηλεκτρισμού να προσεγγίζουν ακόμα και τα 900 ευρώ/MWh στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης το καλοκαίρι του 2024», τονίζεται, σε μια συγκυρία που εντείνεται η ανησυχία για «επιστροφή» του ράλι των τιμών στην περιοχή και το φετινό καλοκαίρι, καθώς τα αίτια που προκάλεσαν την περυσινή περιφερειακή μίνι-κρίση δεν έχουν εκλείψει. Τουναντίον, ορισμένοι παράγοντες (πχ οι υδροηλεκτρικές εφεδρείες) έχουν μεταβληθεί επί τα χείρω.
Μια ακόμα παρατήρηση της Eurometaux είναι ότι στο CISAF αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν μηχανισμοί που να βοηθούν τους βιομηχανικούς καταναλωτές να αποκτήσουν πρόσβαση σε φθηνή πράσινη ενέργεια, όπως π.χ. το σχήμα Green Pool που διευκόλυνε τη σύναψη PPA με παραγωγούς ΑΠΕ, αμβλύνοντας το κόστος που συνεπάγεται το «ματσάρισμα» του στοχαστικού προφίλ παραγωγής των σταθμών ΑΠΕ με το σταθερό προφίλ κατανάλωσης πολλών ενεργοβόρων βιομηχανιών.
«Είναι ώρα για αποφασιστική δράση. Το πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων για την Καθαρή Βιομηχανική Συμφωνία πρέπει να περιλαμβάνει ουσιαστικά μέτρα που να στοχεύουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Η μη ανάληψη πρωτοβουλιών θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε περαιτέρω απώλεια δυναμικότητας: Η διασφάλιση της ευρωστίας του κλάδου μη σιδηρούχων μετάλλων της ΕΕ είναι στρατηγική προτεραιότητα για την εγγύηση της φυσικής και οικονομικής ασφάλειας της Ηπείρου για τα επόμενα χρόνια», καταλήγει η επιστολή. Απομένει να φανεί κατά πόσο θα ληφθεί υπόψη από τους παροικούντες στις Βρυξέλλες , καθώς τα μέχρι τώρα δείγματα γραφής δεν είναι ενθαρρυντικά και η αίσθηση που επικρατεί σε κύκλους της ενεργοβόρου βιομηχανίας είναι ότι η Επιτροπή της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δεν έχει αρθεί στο ύψος των περιστάσεων…