Η χαμηλή πτήση των τιμών στα δικαιώματα εκπομπών ρύπων CO2 στην ευρωπαϊκή αγορά (European Union Allowances – EUAs) περιορίζει τα έσοδα του Ταμείου Καινοτομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εκ των πραγμάτων περιορίζει τον αριθμό των προτεινόμενων επενδυτικών σχεδίων που μπορούν να χρηματοδοτηθούν από κοινοτικούς πόρους.

Το Ταμείο Καινοτομίας (Innovation Fund) της ΕΕ είναι ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα χρηματοδότησης παγκοσμίως, μέσω του οποίου ενισχύονται οι επενδύσεις σε καθαρές μορφές ενέργειας, όπως είναι μεταξύ άλλων η δέσμευση και χρήση άνθρακα (CCU), η κατασκευή και λειτουργία συστημάτων δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS), η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ και η αποθήκευση ενέργειας.

Όπως έγραψε το energygame.gr, την Τρίτη 9 Απριλίου υποβλήθηκαν τέσσερις ελληνικές προτάσεις για χρηματοδότηση από το Ταμείο Καινοτομίας. Οι προτάσεις υποβλήθηκαν από τις Mytilineos, Sunlight Group, Helleniq Energy και ΔΕΣΦΑ. Ο επικεφαλής της Mytilineos, Ευάγγελος Μυτιληναίος, ανακοίνωσε την περασμένη Πέμπτη, ότι η εταιρεία έχει υποβάλλει αίτηση στο Ταμείο Καινοτομίας για 350 εκατ. ευρώ για τρία κρίσιμα υλικά (γάλλιο, βωξίτη και αλουμίνιο).

Την περασμένη Παρασκευή, η τιμή των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στο συμβόλαιο αναφοράς για την ευρωπαϊκή αγορά (λήξεως Δεκεμβρίου 2024) έκλεισε στα 68,52 ευρώ/τόνος, με πτώση 0,42%. Από τις αρχές του έτους η τιμή των δικαιωμάτων υποχωρεί κατά 9,8% περίπου, ωστόσο νωρίτερα φέτος είχε κατρακυλήσει έως τα 52,22 ευρώ/τόνος ή 31,25% χαμηλότερα από τις 2 Ιανουαρίου.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το Ταμείο Καινοτομίας θα αντλήσει κεφάλαια ύψους 40 δισ. δολαρίων αυτή τη δεκαετία, εφόσον η μέση τιμή των δικαιωμάτων διαμορφωθεί στα 75 ευρώ/τόνος. Ωστόσο, στη φετινή χρονιά και συγκεκριμένα μετά τις 5 Ιανουαρίου η τιμή κινείται σταθερά κάτω απ’ αυτό το επίπεδο.

Με βάση τη μέση τιμή των δικαιωμάτων το 2023 (83,60 ευρώ/τόνος), τα φετινά έσοδα είναι μέχρι σήμερα χαμηλότερα κατά 30% περίπου ή 4,1 δισ. ευρώ σε απόλυτα μεγέθη, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του συμβουλευτικού οίκου Veyt. Οι αναλυτές έχουν ήδη αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για την πορεία των τιμών το 2024. Σε δημοσκόπηση του Reuters που είχε γίνει το 2022, η μέση πρόβλεψη για φέτος ήταν τα 94 ευρώ/τόνος. Σε δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Ιανουάριο, αυτό το νούμερο έπεσε στα 74 ευρώ/τόνος.

H συμβολή του Ταμείου Καινοτομίας είναι καθοριστική ώστε τα προτεινόμενα επενδυτικά σχέδια να λάβουν χρηματοδότηση και από τραπεζικές πηγές. Μάλιστα, σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων η δανειοδότηση από τις τράπεζες είναι όχι μόνο δύσκολη αλλά και ιδιαίτερα κοστοβόρα για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Το 2023, το Ταμείο Καινοτομίας χρηματοδότησε 41 projects μεγάλης κλίμακας, με κεφάλαια ύψους 3,6 δισ. ευρώ, ενώ υποβλήθηκαν συνολικά 239 προτάσεις. Επίσης, οι προτάσεις που υποβλήθηκαν στα μικρότερα projects ξεπέρασαν κατά τρεις φορές περίπου τον διαθέσιμο προϋπολογισμό των 100 εκατ. ευρώ.

Σημειώνεται ότι τα έσοδα από τα δικαιώματα CO2 τροφοδοτούν και το Ταμείο Εκσυγχρονισμού της ΕΕ (Modernisation Fund). Πέρυσι, οι συνολικές επενδύσεις του Ταμείου ανήλθαν σε 4,66 δισ. ευρώ για 50 έργα.

Η συρρίκνωση των διαθέσιμων πόρων για τη στήριξη των επενδύσεων στην καθαρή ενέργεια, αναδεικνύει και ένα από τα μεγάλα προβλήματα με το οποίο είναι αντιμέτωπη η ΕΕ και δεν είναι άλλο από την έλλειψη των απαραίτητων κεφαλαίων που θα εγγυηθούν την ομαλή πορεία προς την πράσινη μετάβαση.

Το ζήτημα του επενδυτικού/χρηματοδοτικού κενού είναι έντονο και στην Ελλάδα. Για την περίοδο έως το 2027, το σχετικό ποσό εκτιμάται ότι ανέρχεται σε τουλάχιστον 700 εκατ. ευρώ, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι τομείς της ηλεκτροπαραγωγής, των μεταφορών, καθώς και οι συσκευές. Το ποσό αυτό αυξάνεται κατακόρυφα την περίοδο 2028 – 2030 και προσεγγίζει τα 7,6 δισ. ευρώ, από τα συνολικά 9,3 δισ. ευρώ που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων που προβλέπει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).

Συνολικά για την ελληνική βιομηχανία, το χρηματοδοτικό κενό την περίοδο 2026 – 2030 εκτιμάται ότι μπορεί να ανέλθει έως και τα 5,7 δισ. ευρώ, ενώ αν υποτεθεί ότι δεν θα υπάρξει συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, τότε η έλλειψη κεφαλαίων ανεβαίνει έως τα 6,5 δισ. ευρώ περίπου.

Το άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι η απουσία μιας οργανωμένης, τολμηρής βιομηχανικής πολιτικής, που θα θέσει στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής πολιτικής -με πράξεις και όχι ανούσιες φραστικές διακηρύξεις- την κάλυψη του διευρυνόμενου χάσματος ανάπτυξης, παραγωγικότητας και καινοτομίας που διακρίνεται σήμερα μεταξύ της ΕΕ και των διεθνών εταίρων και ανταγωνιστών της.

Η νέα ευρωπαϊκή συμφωνία για την ανταγωνιστικότητα, που ήταν στο επίκεντρο της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ την περασμένη εβδομάδα, είναι ένα θετικό πρώτο βήμα, αλλά από μόνο του δεν αρκεί. Το ζητούμενο τώρα είναι να ληφθούν άμεσα μέτρα για να γίνει πράξη αυτό που αναφέρεται στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής, δηλαδή η εφαρμογή μιας αποτελεσματικής βιομηχανικής πολιτικής που θα απελευθερώνει τη βιομηχανία με ανταγωνιστικό τρόπο και θα ενισχύσει την αμυντική, τεχνολογική και βιομηχανική βάση της ΕΕ.

Σε διαφορετική περίπτωση, η αποβιομηχάνιση θα είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή με ανυπολόγιστες, μακροχρόνιες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.