Τα δίκτυα, την αποθήκευση και τις νέες τεχνολογίες ανέδειξε ο Κωνσταντίνος Μαύρος, Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ Ανανεώσιμες ως «κλειδιά» για την προώθηση της πράσινης μετάβασης, μιλώντας στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. Όπως σχολίασε, όλοι δουλεύουν για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και μίας μετάβασης που θα επιτρέψει να ζούμε καλύτερα και πιο ανταγωνιστικά. «Αυτό που ξεκινάμε από την Ελλάδα μπορεί να μας κάνει μια τοπική υπερδύναμη. Δημιουργείται ένας εθνικός πρωταθλητής και το 2030 πιστεύω θα είμαστε εξαγωγική χώρα».

Όπως σημείωσε, η στρατηγική του Ομίλου ΔΕΗ περιλαμβάνει την επέκταση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και εκμετάλλευση των δυνατοτήτων δημιουργίας αξίας μεταξύ των χωρών, μέσω του ενεργειακού διαδρόμου που δημιουργείται. Ο Όμιλος ΔΕΗ, όπως είπε, στοχεύει να έχει συνολικά 8,9 GW εγκατεστημένη ισχύ από ΑΠΕ το 2026. Η ΔΕΗ «πρασινίζει» συνεχώς, επειδή καταρχήν έχει έργα ΑΠΕ σε Ελλάδα και Ρουμανία, εγκατεστημένης ισχύος 4,6 GW, στα οποία αν προστεθούν και τα 2,8 GW, υπό κατασκευή ή έτοιμα προς κατασκευή, αγγίζει τα 2/3 του στόχου που έχει θέσει για την τριετία. Έχοντας πλέον εξασφαλίσει σχεδόν το 70% της ισχύος από ΑΠΕ που απαιτείται για το στόχο του 2026, ο κίνδυνος να μην επιτευχθεί αυτός ο στόχος μειώνεται σημαντικά. Οι άξονες ανάπτυξης του Ομίλου είναι το «πρασίνισμα», η πελατοκεντρική στρατηγική και οι νέες τεχνολογίες. Όσον αφορά τον κλάδο των ΑΠΕ, σημείωσε πως αποτελεί αποτελεί στρατηγική επιλογή η ενεργειακή μετάβαση, καθώς πέρα των άλλων είναι μία σωστή επιχειρηματική επιλογή για να εξασφαλιστεί η κερδοφορία και η αειοφορία των επενδύσεων.

Όπως συμπλήρωσε, η «πράσινη» ενέργεια έχει το μικρότερο κόστος, η βιομηχανία μπορεί να προσφέρει φθηνότερα αγαθά. Όσο φθηναίνει ο ηλεκτρισμός, τόσο περισσότερο θα διεισδύει σε νέες χρήσεις, όπως στη θέρμανση με τις αντλίες θερμότητας. «Όσο ο ηλεκτρισμός γίνεται φθηνότερος θα διεισδύει περισσότερο στη ζωή μας και θα τροφοδοτεί με φθηνή ενέργεια τη βιομηχανία».

Η ενεργειακή μετάβαση θα βασιστεί στην απανθρακοποίηση (με την απόσυρση των μονάδων ορυκτών καυσίμων), την αποκεντρωμένη παραγωγή από ΑΠΕ, καθώς και την ψηφιοποίηση. «Αυτή είναι η ουσία της ενεργειακής μετάβασης, χρειάζεται βούληση και πολιτική κατεύθυνση. Θεωρώ ότι υπάρχει σε παγκόσμιο επίπεδο», σχολίασε.

Από την πλευρά του ο Λευτέρης Χαραλάμπους, συνεργάτης της McKinsey & Company Ελλάδος, εκτίμησε στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης ότι θα πρέπει να γίνουν στην Ελλάδα επενδύσεις 350-500 δισεκ. ευρώ μέχρι το 2050. “Το στοίχημα είναι πώς θα αφήσουμε προστιθέμενη αξία στην οικονομίας μας. Σε όλο αυτό το οικοσύστημα να βρούμε τα κομμάτια, που η χώρα μπορεί να προσθέσει αξία, π.χ. στην αποθήκευση, την ανακύκλωση μπαταριών, στην ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών” ανέφερε ο κ. Χαραλάμπους.

Υπογράμμισε επίσης ότι για να κάνουμε τον πλανήτη μας βιώσιμο θα πρέπει η πράσινη μετάβαση να γίνει με υπεύθυνο και οικονομικά βιώσιμο και ανεκτό τρόπο, με σωστό ρυθμό, με μετατροπή ολόκληρης της οικονομίας. Επεσήμανε ότι το λεγόμενο green deal αποτελεί τον μακροπρόθεσμο στόχο για το που θέλουμε να πάμε, με τις εταιρείες ενέργειας να εντοπίζουν γρήγορα την ευκαιρία για στροφή στις ΑΠΕ. Ευκαιρία, που σύμφωνα με τον κ. Χαραλάμπους, έχει πολλά οφέλη, αλλά και ένα βασικό πρόβλημα: το πώς θα διαχειριστούμε τη μεταβατική περίοδο μέχρι να πετύχουμε τους στόχους της πράσινης συμφωνίας. Όπως εξήγησε τα ορυκτά καύσιμα είναι ακόμα απαραίτητα για τις οικονομίες, ενώ η στόχευση στο μέλλον χωρίς να λύνουμε τα προβλήματα του παρόντος αποτελούν την αιτία της πρόσφατης οξείας ενεργειακής κρίσης.

Ο κ. Χαραλάμπους ανέφερε επίσης ότι το νέο ενεργειακό σύστημα δεν θα προκύψει από μικρές αλλαγές στο υφιστάμενο, αλλά χρειάζεται δραματικό επανασχεδιασμό. Το νέο σύστημα θα πρέπει να περιλαμβάνει εφεδρείες, αποθήκευση και εξισορρόπηση, ενώ αν δεν σχεδιαστεί σωστά μπορεί να οδηγήσει σε ενεργειακές κρίσεις είτε εφοδιασμού είτε τιμών.