Ξανά στο προσκήνιο επιστρέφει το ζήτημα της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου, με Αθήνα και Λευκωσία να ετοιμάζονται να καθίσουν εκ νέου στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, σε μια προσπάθεια να βρεθεί «λευκός καπνός» και να ξεμπλοκάρουν οι διαδικασίες για το εμβληματικό έργο που θα βάλει τέλος στην ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου. Το κρίσιμο ραντεβού της Τετάρτης, μια νέα τριμερής συνάντηση στις Βρυξέλλες, φέρνει απέναντι τον Έλληνα Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρο Παπασταύρου και τον Κύπριο ομόλογό του Γιώργο Παπαναστασίου, υπό το βλέμμα του Ευρωπαίου Επιτρόπου Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν.
Σύμφωνα με όσα δήλωσαν κυπριακές πηγές στο energygame.gr, η συνάντηση της Τετάρτης αποτέλεσε πρωτοβουλία του ίδιου του Επιτρόπου Ενέργειας, Νταν Γιόργκενσεν, ο οποίος επιδιώκει να ακούσει «όλα τα μέρη» και να καταγράψει τα επιμέρους προβλήματα και τις ευαισθησίες τόσο της ελληνικής όσο και της κυπριακής πλευράς, ώστε να αναζητηθεί μια κοινά αποδεκτή λύση για το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας–Κύπρου (GSI).
Πράγματι, η Κομισιόν έχει εκφράσει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τη στήριξή της στο έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου. Μόλις πριν από δύο ημέρες, ο Επίτροπος Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν χαρακτήρισε τον «Great Sea Interconnector» (GSI) έργο στρατηγικής σημασίας, επιβεβαιώνοντας την ανεπιφύλακτη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την υλοποίησή του. Τόνισε ότι το GSI αποτελεί έργο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, το οποίο έχει ήδη εξασφαλίσει σημαντική επιχορήγηση από τον μηχανισμό «Συνδέοντας την Ευρώπη», ενώ απέρριψε ως «έωλες και αβάσιμες» τις τουρκικές απειλές, υπογραμμίζοντας πως η Επιτροπή παραμένει σταθερά προσηλωμένη στη διασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων όλων των κρατών-μελών, με απόλυτο σεβασμό στο διεθνές δίκαιο.
Η Κομισιόν έχει ήδη επενδύσει 657 εκατομμύρια ευρώ στο έργο – ένα από τα υψηλότερα ποσά χρηματοδότησης που έχει εγκρίνει ποτέ για ευρωπαϊκή διασύνδεση – και παρακολουθεί στενά κάθε εξέλιξη. Μια ενδεχόμενη αποτυχία του GSI δεν θα έπληττε μόνο την Αθήνα και τη Λευκωσία, αλλά θα έθετε σε δοκιμασία και την αξιοπιστία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία βρίσκεται πλέον υπό το μικροσκόπιο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, καθώς η χρηματοδότηση του έργου ελέγχεται σε θεσμικό επίπεδο.
Σύμφωνα με πηγές της κυπριακής πλευράς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φαίνεται πλέον αποφασισμένη να εμπλακεί ενεργά, σε πολιτικό και τεχνικό επίπεδο. «Φαίνεται πως θέλει να λύσει τον κόμπο», αναφέρουν. Η κυπριακή πλευρά αναγνωρίζει ότι έχουν υπάρξει δυσκολίες σε θέματα οικονομικού επιμερισμού και ρυθμιστικών διαδικασιών, αλλά εκτιμά ότι πλέον υπάρχει «πρόσφορο έδαφος» συνεργασίας.
Η ατζέντα της συνάντησης θα περιλαμβάνει ακριβώς τα «αδιέξοδα». Οι εκκρεμότητες που παραμένουν στην κυπριακή πλευρά εξακολουθούν να προκαλούν ανησυχία για την πρόοδο του έργου. Η ΡΑΕΚ δεν έχει ακόμη εγκρίνει τη Σύμβαση Παραχώρησης (Concession Agreement) του Great Sea Interconnector, μια απόφαση απαραίτητη για να ολοκληρωθεί ο κύκλος των ρυθμιστικών εγκρίσεων και να «ξεκλειδώσει» η επόμενη φάση της υλοποίησης.
Η καθυστέρηση αυτή έχει άμεσες επιπτώσεις στη χρηματοοικονομική ροή του έργου, καθώς δεν επιτρέπει την αναγνώριση των λειτουργικών δαπανών (OPEX), οι οποίες για την κυπριακή πλευρά ανέρχονται σε περίπου 4,5 εκατ. ευρώ – ποσό που αντιστοιχεί στο 50% των συνολικών λειτουργικών εξόδων. Πρόκειται για ένα κρίσιμο σκέλος, αφού χωρίς την αναγνώριση των OPEX δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης ενεργοποίηση του λογαριασμού χρήσης διασύνδεσης για το 2025, ούτε να επιμεριστεί η δαπάνη στους Κύπριους καταναλωτές, όπως προβλέπεται στη συμφωνία επιμερισμού κόστους (63% Κύπρος – 37% Ελλάδα).
Παράλληλα, σε εκκρεμότητα παραμένει και το σκέλος των επενδυτικών δαπανών (CAPEX). Αν δεν λυθεί άμεσα η εκκρεμότητα με το έσοδο των 25 εκατ. ευρώ από την Κυπριακή Δημοκρατία, ο ΑΔΜΗΕ δεν προτίθεται να επανεκκινήσει τις πληρωμές προς τη Nexans – και η «άμμος» στην κλεψύδρα τελειώνει επικίνδυνα. Το ζητούμενο για τον Διαχειριστή είναι μια καθαρή και επίσημη δέσμευση από τη ΡΑΕΚ ότι στηρίζει το έργο, δηλαδή ότι θα εγκρίνει την πρώτη δόση των 25 εκατ. ευρώ της ετήσιας κυπριακής συμμετοχής, όπως προβλέπεται από τα ήδη υπογεγραμμένα και με βάση τη συμφωνία επιμερισμού κόστους 63% για την Κύπρο και 37% για την Ελλάδα. Μόνο έτσι ο ΑΔΜΗΕ θα μπορέσει να ανακτήσει τα περίπου 13 εκατ. ευρώ που αναλογούν στους Κύπριους καταναλωτές για το 2025 και, μαζί με τα 7 εκατ. ευρώ που έχει εγκρίνει η ΡΑΑΕΥ, να καλύψει τις δόσεις προς τη Nexans.
Η κυπριακή πλευρά, από την άλλη μεταξύ των επιφυλάξεών της, θέτει και την ολοκλήρωση των βυθομετρήσεων από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση των τεχνικών εργασιών του έργου. Μέχρι στιγμής έχει ολοκληρωθεί περίπου το 60% της όδευσης, ενώ το υπόλοιπο 40% – από την Κάρπαθο έως τα 12 ναυτικά μίλια της Κύπρου – παραμένει σε εκκρεμότητα. «Στο τέλος της ημέρας πάλι ο ελέφαντας στο δωμάτιο είναι η Τουρκία», λένε πηγές.
Μηνύματα από το Ισραήλ
Την ίδια στιγμή, μηνύματα έρχονται και από το Τελ Αβίβ. Το Ισραήλ θέλει το έργο να μην εγκαταλειφθεί αλλά και να μην «καθυστερήσει» με τον υπουργό Ενέργειας Ελί Κοέν, σε συνέντευξή του στην Καθημερινή, να επισημαίνει ότι θα μπορούσε να εξεταστεί η αντιστροφή της σειράς των φάσεων του έργου. «Αυτή τη στιγμή, βάσει σχεδίου, η πρώτη φάση είναι να δημιουργηθεί η γραμμή μεταξύ Κρήτης και Κύπρου και η δεύτερη να δημιουργηθεί η γραμμή μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ. Ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε να αλλάξουμε τη σειρά και να ξεκινήσουμε με τη διασύνδεση Ισραήλ–Κύπρου, προκειμένου να εξοικονομήσουμε χρόνο», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Κοέν.
Στο διπλωματικό παρασκήνιο, ως έμμεση ένδειξη στήριξης από την αμερικανική πλευρά ερμηνεύεται η πρόσφατη αναφορά στο κοινό ανακοινωθέν του σχήματος “3+1” για τα έργα διασυνδεσιμότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία αν και χωρίς ονομαστική αναφορά φαίνεται πως βάζει στην εξίσωση και τον Great Sea Interconnector. Άλλωστε το ανέφερε και ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, από το βήμα της Διατλαντικής Συνόδου για την Ενεργειακή Περιφερειακή Συνεργασία (P-TEC) Μέσω του σχήματος 3+1 (Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ + ΗΠΑ), αλλά και μέσω διμερών συνεργασιών, η Ουάσιγκτον στηρίζει ενεργά την προσπάθεια της Ευρώπης για διαφοροποίηση ενεργειακών πηγών και οδεύσεων, υπογραμμίζοντας ότι η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί κρίσιμο «συμπληρωματικό πυλώνα» για την ενεργειακή ασφάλεια της Δύσης.
Πρόκειται για την πρώτη συνεδρίαση του σχήματος μετά από σχεδόν πέντε χρόνια, καθώς η συνεργασία Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Ηνωμένων Πολιτειών είχε περιέλθει σε αδράνεια από το 2019. Η κοινή ανακοίνωση επαναβεβαιώνει το ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον για την ενίσχυση των έργων περιφερειακής διασυνδεσιμότητας και του Διαδρόμου Ινδίας–Μέσης Ανατολής–Ευρώπης (IMEC), ενώ η διατύπωση περί «στήριξης σε ευρύτερα έργα που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη ή σχεδιάζονται στο πλαίσιο του IMEC» φωτογραφίζει το έργο.
Η Αθήνα και η Λευκωσία έχουν ανάγκη πολιτικό σήματα για να τους υπενθυμίζει ξανά και ξανά ότι το έργο παραμένει εντός του ευρύτερου γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ, σε μια περίοδο που το Ισραήλ έχει ήδη εντάξει το τμήμα Κύπρος–Ισραήλ του GSI υπό την ομπρέλα του IMEC, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει συντονισμό με τον υπερατλαντικό παράγοντα.
Η επανενεργοποίηση του ίδιου του σχήματος 3+1, αναβιώνει μετά από μακρά παύση και προσφέρει στην Ελλάδα έναν ακόμη θεσμικό δίαυλο συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ και την Κύπρο, εξαιρώντας την Τουρκία από τον διάλογο για την ενεργειακή ασφάλεια στην περιοχή. Ωστόσο, παρά την πολιτική βαρύτητα του σήματος, το αμερικανικό ενδιαφέρον δεν αρκεί από μόνο του για να ξεπεραστούν τα οικονομικά και γεωπολιτικά εμπόδια που συνεχίζουν να σκιάζουν το έργο. Η Άγκυρα, αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία, επαναφέρει με επιθετικό τρόπο τις διεκδικήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο, αμφισβητώντας την οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ και το δικαίωμα της Ελλάδας στην έκδοση NAVTEX, με σκοπό να επιθυμεί αδικαιολόγητα λόγο και ρόλο σε κάθε έργο που εξελίσσεται στην περιοχή.
Διαβάστε ακόμη
