Δίκτυα μεταφοράς, λιμάνια, εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και αξιόπιστα δεδομένα. Αυτό είναι το τρίπτυχο με το οποίο, όπως φωνάζει η αγορά, θα «ζεσταθούν οι μηχανές» για την εκκίνηση των υπεράκτιων αιολικών στην Ελλάδα. Γιατί το εγχείρημα δεν είναι απλώς ενεργειακό — είναι βιομηχανικό, τεχνικό και θεσμικό ταυτόχρονα. Για να σταθεί, χρειάζεται δίκτυα ικανά να υποδεχθούν νέα ισχύ, λιμάνια που να μπορούν να εξυπηρετήσουν τη συναρμολόγηση και μεταφορά των πλωτών μονάδων, ανθρώπους με εξειδίκευση, και πάνω απ’ όλα αξιόπιστα δεδομένα που θα δώσουν στους επενδυτές την απαραίτητη βεβαιότητα.

Κι όμως, τρία χρόνια μετά τις πρώτες εξαγγελίες, η χώρα δείχνει να κινείται πιο αργά απ’ όσο επιτρέπει ο διεθνής ανταγωνισμός. Το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών παραμένει ανενεργό, η Κοινή Υπουργική Απόφαση που θα το ενεργοποιούσε δεν έχει ακόμη υπογραφεί, ενώ τα εκτελεστικά διατάγματα παραμένουν σε εκκρεμότητα. Το αποτέλεσμα είναι ένα θεσμικό οικοδόμημα έτοιμο στα χαρτιά, αλλά ακινητοποιημένο στην πράξη· μια αγορά που περιμένει το σήμα εκκίνησης, την ώρα που γύρω της άλλες χώρες κινούνται ταχύτερα — προκηρύσσουν έργα, καθορίζουν θαλάσσιες περιοχές και προσελκύουν επενδυτικά κεφάλαια.

Όπως αναγνωρίζουν οι ειδικοί, τα υπεράκτια αιολικά δεν είναι μια απλή τεχνολογική πρόκληση, αλλά μια ολόκληρη βιομηχανία που χτίζεται από το μηδέν, με προαπαιτούμενο την ωριμότητα — τεχνική, θεσμική και κοινωνική. Χωρίς ενιαίο σχεδιασμό, που να ξεκινά από τη βάση η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί γρηγορότερα.

«Το στοίχημα της αλυσίδας εφοδιασμού»

Με καθαρό μήνυμα για την ανάγκη ισορροπίας μεταξύ διεθνούς τεχνογνωσίας και εγχώριας συμμετοχής, ο Αλέξανδρος Τσαρούχης, Συντονιστής Εκστρατειών Ερευνών Υπεράκτιων Αιολικών της ΕΔΕΥΕΠ (HEREMA), περιέγραψε τη στρατηγική της Αρχής για τον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα μπορεί να αναπτύξει βιώσιμα τον νέο της υπεράκτιο κλάδο. Όπως τόνισε, το ζητούμενο δεν είναι μόνο η προώθηση της πλωτής τεχνολογίας, αλλά και η ενσωμάτωση της ελληνικής βιομηχανικής και ναυπηγικής βάσης στην αλυσίδα αξίας των έργων.

«Η πρόκληση των πλωτών ανεμογεννητριών δεν είναι μόνο τεχνολογική – είναι και ευκαιρία για την εγχώρια παραγωγική αλυσίδα», επισήμανε ο Τσαρούχης, υπογραμμίζοντας πως το υψηλότερο κόστος της νέας τεχνολογίας μπορεί να αντισταθμιστεί από το στρατηγικό όφελος της τοπικής ανάπτυξης. Όπως είπε, «η πλωτή αιολική ενέργεια μπορεί να ενισχύσει τις υποδομές, να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και να δώσει ώθηση στη μεταποίηση και τα ναυπηγεία της χώρας».

Η ΕΔΕΥΕΠ βλέπει στα πλωτά αιολικά έναν μοχλό επανεκκίνησης για κλάδους όπως η ναυπηγική, η μεταλλουργία και η λιμενική βιομηχανία. «Η Ελλάδα διαθέτει ήδη θεμέλια – ναυπηγεία, βιομηχανίες χάλυβα και τσιμέντου, και λιμάνια με σημαντικές δυνατότητες. Το ζητούμενο είναι να αξιοποιηθεί αυτό το δυναμικό, με προσεκτικό σχεδιασμό ως προς το πού θα κατασκευάζονται, θα συναρμολογούνται και θα αποστέλλονται τα επιμέρους στοιχεία των έργων», εξήγησε.

Σύμφωνα με τον ίδιο, τα λιμάνια αποτελούν «τον ακρογωνιαίο λίθο» κάθε στρατηγικής για την αλυσίδα εφοδιασμού. «Δεν μπορούμε να μιλάμε για supply chain χωρίς να μιλάμε για λιμάνια. Είναι ο κρίσιμος κρίκος που συνδέει την παραγωγή με την εγκατάσταση. Και στην περίπτωση των πλωτών αιολικών, ο ρόλος τους είναι ακόμη πιο καθοριστικός», σημείωσε.

Να σημειωθεί ότι η ΕΔΕΥΕΠ αναμένεται να αναθέσει σύντομα την εκπόνηση μελέτης καταλληλότητας λιμανιών για την υποστήριξη των υπεράκτιων αιολικών, με το λιμάνι της Πάτρας να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Το master plan του λιμανιού βρίσκεται στην τελική ευθεία, αναμένοντας τις τελευταίες υπογραφές από τα συναρμόδια υπουργεία πριν λάβει την τελική έγκριση από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Το σχέδιο καθορίζει τα επιτρεπόμενα όρια της ζώνης λιμένα, τις χρήσεις γης, τους όρους και περιορισμούς δόμησης στη χερσαία ζώνη, τις προβλεπόμενες προσχώσεις, τα βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά των έργων, καθώς και την κυκλοφοριακή οργάνωση του λιμένα.

«Η ιδέα είναι να προχωρήσουμε με ενιαίο σχεδιασμό – να πραγματοποιήσουμε μετρήσεις και γεωφυσικές, γεωτεχνικές και περιβαλλοντικές έρευνες σε κρατικό επίπεδο, ώστε οι επενδυτές να έχουν πρόσβαση σε αξιόπιστα στοιχεία και να επιταχυνθεί η ωρίμανση των έργων», εξήγησε.

Σύμφωνα με τον ίδιο, ο σχεδιασμός της εκστρατείας περιλαμβάνει τρεις κύριες κατηγορίες ερευνών:

  1. Αιολικά και ωκεανογραφικά δεδομένα, για τη μέτρηση του δυναμικού και των καιρικών συνθηκών·

  2. Γεωφυσικές και γεωτεχνικές έρευνες, που θα καθορίσουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά του βυθού και των υποθαλάσσιων υποδομών·

  3. Περιβαλλοντικές παρατηρήσεις, ώστε να εντοπιστούν περιοχές υψηλής ευαισθησίας και να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις.

Ο κ. Τσαρούχης διευκρίνισε ότι, παρότι στο αρχικό στάδιο η τοπική βιομηχανία δεν θα έχει ακόμη πλήρη εμπλοκή, στόχος της ΕΔΕΥΕΠ είναι να ενισχύσει σταδιακά τη συμμετοχή ελληνικών εταιρειών, μέσα από συνεργασίες με διεθνείς ομίλους. «Αναζητούμε την ισορροπία ανάμεσα στη διεθνή εμπειρία και τους εγχώριους προμηθευτές. Θέλουμε οι ξένοι πάροχοι να συνεργαστούν με ελληνικές επιχειρήσεις για τις εγκαταστάσεις, τη λειτουργία και τη συντήρηση», ανέφερε, αναγνωρίζοντας πως έτσι θα δημιουργηθεί «πραγματικό τοπικό αποτύπωμα».

Η στρατηγική της ΕΔΕΥΕΠ δεν περιορίζεται σε τεχνικό επίπεδο, αλλά επεκτείνεται και στη γνώση. «Εργαζόμαστε με διεθνείς συμβούλους που διαθέτουν δοκιμασμένα πρωτόκολλα αξιολόγησης κινδύνου, αλλά τα συνδυάζουμε με ελληνικούς εταίρους που γνωρίζουν τα ιδιαίτερα περιβαλλοντικά και γεωγραφικά δεδομένα. Ο συνδυασμός διεθνούς εμπειρίας και εγχώριας γνώσης είναι το κλειδί», είπε χαρακτηριστικά.

Το κεντρικό συμπέρασμα της τοποθέτησής του ήταν ξεκάθαρο: η επιτυχία των υπεράκτιων αιολικών στην Ελλάδα εξαρτάται από την ενιαία στρατηγική, την κοινή βάση δεδομένων και τη συμμετοχή της ελληνικής αγοράς. «Αν κινηθούμε συντονισμένα, μπορούμε να δημιουργήσουμε μια δυναμική αγορά, με ισχυρή εφοδιαστική αλυσίδα και διεθνή εμβέλεια», σημείωσε ο Τσαρούχης, τονίζοντας ότι ο ρόλος της ΕΔΕΥΕΠ είναι να διασφαλίσει αυτήν ακριβώς τη συνέχεια.

Η επιτυχία των υπεράκτιων αιολικών δεν θα κριθεί μόνο στους χάρτες και στα σχέδια, αλλά στο πώς θα «σταθεί» το δίκτυο που θα τα υποδεχθεί. Και εκεί ακριβώς εστιάζουν οι DNV και Blue Power Partners, προειδοποιώντας ότι χωρίς κεντρικό σχεδιασμό διασυνδέσεων και ηλεκτρικής υποδομής, καμία αγορά δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της.

Υπεράκτια αιολικά και δίκτυα: «Πρέπει να σχεδιάσουμε το δίκτυο πριν τις ανεμογεννήτριες»

Η Ελλάδα μπορεί να μπήκε αργά στο παιχνίδι των υπεράκτιων αιολικών, ωστόσο έχει την ευκαιρία να αποφύγει τα λάθη των πρωτοπόρων χωρών, υπό έναν βασικό όρο: να σχεδιάσει το ηλεκτρικό δίκτυο πριν από τις ανεμογεννήτριες. Αυτό ήταν το κοινό μήνυμα του Θωμά Μπέμε, Senior Principal Engineer Energy Systems στη DNV, και του Κωνσταντίνου Γρίβα, Senior Cable Supply Manager και Cable Team Lead στην Blue Power Partners, οι οποίοι μίλησαν για την ανάγκη να εναρμονιστούν οι φιλοδοξίες της αγοράς με τις τεχνικές και ρυθμιστικές πραγματικότητες του συστήματος.

«Η Ελλάδα βρίσκεται σε καλή θέση – ναι, εισέρχεται αργά στην υπεράκτια αγορά, αλλά αυτό σημαίνει ότι μπορεί να μάθει από τα λάθη άλλων», τόνισε ο Κωνσταντίνος Γρίβας, σημειώνοντας πως η χώρα έχει τη δυνατότητα να σχεδιάσει εξαρχής σωστά τη δομή του συστήματος. «Πρέπει να σχεδιάσουμε το δίκτυο πριν τις ανεμογεννήτριες. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ένα ξεκάθαρο και στιβαρό όραμα για το ηλεκτρικό δίκτυο – να καθοριστούν από νωρίς τα επίπεδα τάσης, τα σημεία διασύνδεσης και, όπου είναι εφικτό, κοινές υποδομές όπως τα υπεράκτια hubs που ήδη εφαρμόζονται στην Ευρώπη», υπογράμμισε.

Ο επικεφαλής μηχανικός της Blue Power Partners παρουσίασε τις διεθνείς εμπειρίες που μπορούν να αξιοποιηθούν στην ελληνική περίπτωση. «Στη Βόρεια Θάλασσα, τα πρώτα έργα υλοποιήθηκαν ως απομονωμένες νησίδες, το καθένα με το δικό του καλώδιο και δική του έξοδο στη στεριά. Στην αρχή αυτό λειτούργησε, αλλά πολύ σύντομα προκάλεσε συμφόρηση και σπατάλη υποδομών. Το μάθημα για την Ελλάδα είναι σαφές: χρειάζεται κοινός σχεδιασμός, όχι αποσπασματικά έργα», είπε χαρακτηριστικά.

Παράλληλα, αναφέρθηκε στα παραδείγματα της Ασίας, όπως η Κορέα και η Ταϊβάν, όπου –παρά την τεχνολογική ωριμότητα– υπήρξαν μεγάλες καθυστερήσεις λόγω έλλειψης συντονισμού ανάμεσα σε διαχειριστές, επενδυτές και αρχές. «Στην Ελλάδα πρέπει να υπάρξει συνεργασία από την πρώτη στιγμή, με όλους τους κρίσιμους φορείς στο ίδιο τραπέζι», σημείωσε, προσθέτοντας ότι «η επιτυχία εξαρτάται από τη συμμετοχή του Διαχειριστή Μεταφοράς (TSO) ως ενεργού εταίρου, όχι απλού παρατηρητή».

Στην ελληνική πραγματικότητα, η πρόκληση είναι διπλή: από τη μία η εγγύτητα στη στεριά –καθώς τα περισσότερα έργα θα βρίσκονται σε μικρές αποστάσεις από την ακτή– και από την άλλη, τα μεγάλα βάθη των ελληνικών θαλασσών, που συχνά ξεπερνούν τα 200 μέτρα, δημιουργώντας πρόσθετες τεχνικές απαιτήσεις για τα καλώδια και τα σημεία μετάβασης (landfall). «Το κρίσιμο τμήμα είναι ακριβώς αυτό: η μετάβαση από τη θάλασσα στη στεριά. Ο σχεδιασμός του landfall απαιτεί τεράστια τεχνική κατανόηση και προσαρμοσμένες λύσεις», είπε ο Γρίβας, περιγράφοντας την ανάγκη να αντιμετωπιστούν εξαρχής τα πιθανά ρίσκα.

Ο Έλληνας μηχανικός επεσήμανε ότι σε πρώιμες αγορές, όπως η ελληνική, η απλότητα και η προβλεψιμότητα είναι οι καλύτερες στρατηγικές. «Πρέπει να επιλέξουμε από την αρχή το επίπεδο τάσης και τα σημεία σύνδεσης, ώστε να περιορίσουμε τον κίνδυνο αστοχιών και καθυστερήσεων. Δεν μπορούμε να βελτιστοποιήσουμε κάτι που δεν υπάρχει ακόμα», είπε, υπογραμμίζοντας πως η Ελλάδα πρέπει πρώτα να δημιουργήσει εμπειρία μέσα από ασφαλείς, μικρότερης κλίμακας έργα.

Στο επόμενο στάδιο ωρίμανσης, πρόσθεσε, το βάρος πρέπει να πέσει στη τυποποίηση και τη διαλειτουργικότητα. «Η τυποποίηση είναι η πιο φθηνή μορφή μείωσης κινδύνου. Κοινά επίπεδα τάσης, προεγκεκριμένα καλώδια, επαναλαμβανόμενα standards διασύνδεσης – αυτά μειώνουν τον χρόνο μηχανικού σχεδιασμού και διευκολύνουν τις προμήθειες», εξήγησε.

Ειδική αναφορά έκανε στη σημασία της συνεχούς παρακολούθησης των κρίσιμων εξαρτημάτων κατά τη διάρκεια κατασκευής και λειτουργίας: «Η προληπτική εποπτεία σε όλο τον κύκλο ζωής του έργου αυξάνει την αξιοπιστία, ακόμα κι αν ανεβάζει ελαφρώς το αρχικό κόστος. Μακροπρόθεσμα μειώνει τον κίνδυνο αστοχίας και καθυστερήσεων».

Κλείνοντας τη συνεδρία, οι ομιλητές επανέφεραν στο προσκήνιο το ζήτημα της επικοινωνίας και συνεργασίας. «Για να πετύχουν τα υπεράκτια έργα, χρειάζεται ουσιαστικός διάλογος μεταξύ συστήματος και σχεδιασμού – ένα “σουηδικού τύπου” μοντέλο συνεργασίας, όπου όλοι γνωρίζουν από νωρίς τι πρέπει να γίνει», ανέφερε ο Θωμάς Μπέμε, υπογραμμίζοντας ότι η κουλτούρα συνεργασίας είναι προϋπόθεση επιτυχίας για την Ελλάδα.

Σταύρου (VALOREM): «Τα υπεράκτια αιολικά είναι ευκαιρία επαναβιομηχάνισης»

Η ανάπτυξη των υπεράκτιων αιολικών δεν αποτελεί μόνο τεχνολογική πρόκληση, αλλά και ευκαιρία για μια νέα βιομηχανική αναγέννηση στη χώρα, τόνισε ο Θωμάς Σταύρου, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της VALOREM Greece. Όπως υπογράμμισε, τα έργα στη θάλασσα μπορούν να λειτουργήσουν ως μοχλός δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, ανάπτυξης υποδομών και ενίσχυσης των τοπικών οικονομιών, αρκεί να συνοδευτούν από διάλογο και κοινωνική αποδοχή. «Η Ελλάδα έχει όλες τις προϋποθέσεις να γίνει πρωταγωνιστής στα πλωτά αιολικά της Μεσογείου, εφόσον η μετάβαση γίνει με συμμετοχικό τρόπο και με σεβασμό στις τοπικές κοινωνίες», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Η τοποθέτηση του Θωμά Σταύρου ήρθε σε μια περίοδο που το ενδιαφέρον για τα πλωτά αιολικά βρίσκεται στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου, με τη χώρα να προετοιμάζει το πρώτο θεσμικό πλαίσιο για την αξιοποίησή τους. Ο επικεφαλής της VALOREM Greece τοποθετήθηκε με σαφήνεια υπέρ ενός ολιστικού μοντέλου ανάπτυξης, το οποίο δεν θα περιορίζεται στην παραγωγή ενέργειας, αλλά θα ενισχύει την τοπική και περιφερειακή οικονομία.

«Τα υπεράκτια αιολικά φέρνουν μαζί τους λιμάνια, δεξιότητες, βιομηχανικές επενδύσεις και νέες υποδομές. Είναι μια αλυσίδα αξίας που ξεκινά από τη ναυπηγική βιομηχανία και φτάνει ως τη μεταλλουργία και τις τεχνικές υπηρεσίες», ανέφερε. Παράλληλα, υπογράμμισε ότι η ανάπτυξη των έργων αυτών πρέπει να συνοδεύεται από σαφή ανταποδοτικά οφέλη προς τις τοπικές κοινωνίες: «Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η τουριστική φυσιογνωμία και η απουσία βαριάς βιομηχανίας δημιουργούν ιδιαιτερότητες, είναι κρίσιμο να πείσουμε ότι τα οφέλη των έργων επιστρέφουν εκεί όπου πραγματοποιούνται. Οι κάτοικοι πρέπει να δουν τις ευκαιρίες, όχι μόνο τις ανεμογεννήτριες».

Εκτός από την παραγωγή καθαρής ενέργειας, ο κ. Σταύρου επισήμανε ότι τα υπεράκτια πάρκα μπορούν να λειτουργήσουν ως κόμβοι επιστημονικής έρευνας και τεχνολογικών εφαρμογών. «Οι ίδιες οι εγκαταστάσεις μπορούν να φιλοξενήσουν επιστημονικές ομάδες ή τεχνολογίες όπως οι μπαταρίες offshore και τα ηλεκτρικά πλοία. Το οικοσύστημα που δημιουργείται γύρω τους είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που φαίνεται», είπε χαρακτηριστικά.

Το βασικό μήνυμα του επικεφαλής της VALOREM ήταν σαφές: η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει την ευκαιρία των υπεράκτιων αιολικών όχι μόνο για να παράγει πράσινη ενέργεια, αλλά για να χτίσει μια νέα βιομηχανική ταυτότητα. «Πρόκειται για ένα στοίχημα συνεργασίας — ανάμεσα σε κράτος, επενδυτές και τοπικές κοινωνίες. Εάν αυτό πετύχει, θα έχουμε καταφέρει να κάνουμε την πράσινη μετάβαση και δίκαιη και βιώσιμη», ανέφερε.

Καραθανάση: Πού ακριβώς βρίσκεται η Ελλάδα

Η Φλώρα Καραθανάση, Επικεφαλής του Προγράμματος Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων, ήταν εκείνη που ξεκαθάρισε σε ποιο σημείο βρισκόμαστε σήμερα: «Το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης ΥΑΠ έχει ολοκληρωθεί τεχνικά και περιβαλλοντικά. Απομένουν οι τελικές εγκρίσεις για να περάσουμε στη φάση της υλοποίησης».

Όπως ανέφερε, η ΕΔΕΥΕΠ έχει φτάσει στο τέλος ενός πολυετούς κύκλου τεκμηρίωσης και διαβούλευσης: η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων έχει εγκριθεί, οι παρατηρήσεις της δημόσιας διαβούλευσης έχουν ενσωματωθεί, και η επόμενη κίνηση είναι η έκδοση της Κοινής Υπουργικής Απόφασης που θα επικυρώσει επίσημα το πρόγραμμα. «Η τεχνική δουλειά έχει γίνει· αυτό που απομένει είναι οι πολιτικές αποφάσεις», τόνισε με έμφαση, περιγράφοντας το στάδιο ωρίμανσης που χωρίζει τη θεωρία από την πράξη.

Η ίδια στάθηκε ιδιαίτερα στη σημασία των κρατικών ερευνών που θα προηγηθούν της αδειοδοτικής φάσης, μέσω του Ειδικού Οχήματος Σκοπού (SPV) που πρόκειται να συσταθεί. «Το SPV είναι έτοιμο να αναλάβει τις πρώτες ανεμολογικές, βυθομετρικές και περιβαλλοντικές έρευνες. Θέλουμε οι επενδυτές να έχουν στα χέρια τους αξιόπιστα δεδομένα, πριν ακόμα ξεκινήσουν τη διαδικασία αδειοδότησης. Μόνο έτσι θα επιταχυνθεί η ωρίμανση των έργων και θα περιοριστεί η αβεβαιότητα», εξήγησε.

Η Καραθανάση επεσήμανε επίσης ότι η ΕΔΕΥΕΠ έχει αναπτύξει ένα σύστημα συγκέντρωσης και πιστοποίησης δεδομένων που θα λειτουργήσει ως εθνική βάση πληροφόρησης για το υπεράκτιο δυναμικό. «Τα δεδομένα δεν είναι απλώς τεχνικό εργαλείο· είναι εργαλείο διαφάνειας. Οι επενδυτές, οι αρχές και οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να έχουν κοινή εικόνα για τις θαλάσσιες περιοχές και τις δυνατότητές τους».

Η τοποθέτησή της είχε σαφή στόχευση: να υπογραμμίσει ότι το θεσμικό πλαίσιο και η επιστημονική τεκμηρίωση έχουν ολοκληρωθεί, και πως πλέον το βάρος πέφτει στην πολιτική εκτέλεση και στη διατήρηση του ρυθμού. «Η Ελλάδα έχει φτάσει στο σημείο που πρέπει να περάσει από τα χαρτιά στο πεδίο. Αν η συνέχεια είναι συντονισμένη, μπορούμε να προλάβουμε το παράθυρο ευκαιρίας που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Διαβάστε ακόμη