Η Ελλάδα μπαίνει στο πυρηνικό παιχνίδι της Ευρώπης – προσεκτικά, αλλά με σαφή πρόθεση. Η παρουσία του Υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Νίκου Τσάφου, στη συνάντηση της “Nuclear Alliance” στο Λουξεμβούργο, σηματοδότησε την πρώτη επίσημη εμφάνιση της χώρας στο ευρωπαϊκό «τραπέζι» όπου χαράσσεται το μέλλον της πυρηνικής ενέργειας. Για πρώτη φορά, η Ελλάδα συμμετείχε –έστω ως παρατηρητής– στο “κλαμπ” των χωρών που προωθούν τον ρόλο των πυρηνικών τεχνολογιών στην ενεργειακή στρατηγική της ΕΕ, σε μια περίοδο όπου η συμμαχία αυτή κερδίζει έδαφος και πολιτική ισχύ μετά τα πρόσφατα ενεργειακά σοκ στην Ευρώπη.

«Η πυρηνική ενέργεια είναι απολύτως απαραίτητη για το ευρωπαϊκό ενεργειακό σύστημα — αν θέλουμε να πετύχουμε τους στόχους της κλιματικής ουδετερότητας και της στρατηγικής αυτονομίας», δήλωσε ο κ. Τσάφος, δίνοντας το στίγμα της νέας ελληνικής τοποθέτησης. Και πρόσθεσε: «Αν και η Ελλάδα δεν έχει πυρηνική ενέργεια, επωφελείται από την παρουσία της πυρηνικής ενέργειας στο ευρωπαϊκό σύστημα».

Πίσω από τις δηλώσεις αυτές διαφαίνεται κάτι βαθύτερο: η επιθυμία της Αθήνας να παρακολουθήσει εκ των έσω τη δυναμική επιστροφή της πυρηνικής τεχνολογίας στην ευρωπαϊκή ατζέντα και να αποκτήσει λόγο στη διαμόρφωση των αποφάσεων που αφορούν το ενεργειακό μέλλον της ΕΕ.

Η Nuclear Alliance —το «κλαμπ» στο οποίο πλέον έχει στραμμένο το βλέμμα η ελληνική κυβέρνηση— αριθμεί 13 χώρες-μέλη και λειτουργεί ως άτυπη ομάδα πίεσης υπέρ της πυρηνικής ενέργειας. Στην ομάδα αυτή συμμετέχουν το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ουγγαρία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Ρουμανία, η Τσεχία, η Φινλανδία και η Σουηδία, ενώ τελευταίες προσθήκες είναι η Γερμανία και η Ιταλία. Μετά και το μπλακ άουτ στην Ιβηρική, η Συμμαχία έχει ενισχυθεί θεσμικά και πολιτικά, αναδεικνύοντας το μήνυμα της ενεργειακής ρεαλιστικότητας: ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να πετύχει κλιματική ουδετερότητα χωρίς πυρηνικά.

Η ελληνική συμμετοχή, έστω σε ρόλο παρατηρητή, θεωρείται το πρώτο βήμα ενός ευρύτερου σχεδίου ενσωμάτωσης της χώρας στον διάλογο των πυρηνικών χωρών, κάτι που, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, είχε προαναγγελθεί εμμέσως και από τον Πρωθυπουργό στο πρόσφατο Energy Transition Summit, όταν είχε δηλώσει πως «η Ελλάδα πρέπει να συμμετάσχει στην πυρηνική συμμαχία».

Η πυρηνική ατζέντα

Η υπουργική συνεδρίαση της Nuclear Alliance συγκέντρωσε, στις 20 Οκτωβρίου στο Λουξεμβούργο, τους υπουργούς και ανώτερους εκπροσώπους δεκαπέντε κρατών-μελών της Ε.Ε. –μεταξύ των οποίων το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ουγγαρία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Ρουμανία, η Φινλανδία και η Σουηδία–, ενώ η Ελλάδα συμμετείχε για πρώτη φορά ως παρατηρητής. Τη συνεδρίαση προήδρευσε ο Ρουμάνος υφυπουργός Ενέργειας Cristian-Silviu Bușoi, παρουσία της Γενικής Διευθύντριας Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ditte Juul Jørgensen. Κατά τη διάρκειά της, η Εσθονία ανακοίνωσε επίσημα την πλήρη ένταξή της στη Συμμαχία, επιβεβαιώνοντας το αυξανόμενο ενδιαφέρον των κρατών-μελών για τον πυρηνικό τομέα.

Η συνεδρίαση της Nuclear Alliance στο Λουξεμβούργο πραγματοποιήθηκε στις 20 Οκτωβρίου, στο περιθώριο του Συμβουλίου Υπουργών Ενέργειας της Ε.Ε., και συγκέντρωσε τους υπουργούς και ανώτατους εκπροσώπους δεκατεσσάρων χωρών. Προήδρευσε ο Ρουμάνος Υπουργός Ενέργειας, Ivan Bogdan-Gruia, ενώ την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκπροσώπησε η Γενική Διευθύντρια Ενέργειας, Ditte Juul Jørgensen, η οποία ανέδειξε τον ρόλο της Κομισιόν ως συνδετικού κρίκου μεταξύ κρατών-μελών, βιομηχανίας και χρηματοπιστωτικών θεσμών για τη διαμόρφωση του νέου ευρωπαϊκού πλαισίου στον πυρηνικό τομέα.

Η ατζέντα της συνάντησης είχε τρία κομβικά θέματα:
πρώτον, τη χρηματοδότηση και τα επενδυτικά εργαλεία για πυρηνικά έργα, δεύτερον, την αναθεώρηση του Nuclear Illustrative Programme (PINC) –το βασικό έγγραφο στρατηγικού σχεδιασμού της Ε.Ε. για την πυρηνική ενέργεια– και, τρίτον, την κατοχύρωση της αρχής της τεχνολογικής ουδετερότητας σε όλα τα μελλοντικά ενεργειακά σχέδια της Ένωσης.

Στο πρώτο σκέλος, οι υπουργοί συζήτησαν εκτενώς τις απαντήσεις που έδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην επιστολή της Nuclear Alliance του περασμένου Ιουνίου, σχετικά με τη βελτίωση της πρόσβασης των πυρηνικών έργων στα ευρωπαϊκά και ιδιωτικά χρηματοδοτικά μέσα. Η Κομισιόν παρουσίασε τις προοπτικές συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB), καθώς και την πρόθεσή της να επιταχύνει τις διαδικασίες κρατικών ενισχύσεων (state aid notifications) για πυρηνικές εγκαταστάσεις, κάτι που μέχρι σήμερα θεωρείται από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην ανάπτυξη του κλάδου.

Παράλληλα, τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα της αναθεώρησης του Κανονισμού της Ταξινομίας (Complementary Delegated Act – CDA), ώστε η πυρηνική ενέργεια να χαρακτηριστεί πλήρως βιώσιμη επενδυτική δραστηριότητα. Οι υπουργοί τόνισαν ότι η ένταξη ολόκληρου του κύκλου του πυρηνικού καυσίμου, από την παραγωγή έως την επανεπεξεργασία, στην Ταξινομία θα επιτρέψει την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων και θα ενισχύσει την ευρωπαϊκή βιομηχανική βάση.

Στο δεύτερο σκέλος, η συζήτηση επικεντρώθηκε στο αναθεωρημένο Nuclear Illustrative Programme (PINC), το οποίο σύμφωνα με τα κράτη-μέλη της Συμμαχίας σηματοδοτεί “σημαντική μετατόπιση παραδείγματος”, καθώς αναγνωρίζει για πρώτη φορά ρητά ότι η πυρηνική ενέργεια αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊκής στρατηγικής για χαμηλές εκπομπές και παρέχει αξιόπιστο φορτίο βάσης στα ηλεκτρικά δίκτυα της Ένωσης. Το PINC, όπως αναφέρθηκε, προσδιορίζει με σαφήνεια τις ανάγκες, τις επενδυτικές ευκαιρίες και τα επόμενα βήματα για την ανάπτυξη του πυρηνικού κλάδου, και καλεί την Επιτροπή να προτείνει συγκεκριμένες δράσεις στο πλαίσιο του νέου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου (MFF).

Στο τρίτο σκέλος, το θέμα της τεχνολογικής ουδετερότητας βρέθηκε στο επίκεντρο ως κοινή πολιτική βάση όλων των κρατών-μελών. Οι συμμετέχοντες υπογράμμισαν ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να επιτύχει κλιματική ουδετερότητα χωρίς να στηριχθεί σε όλες τις διαθέσιμες τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών, από τις ΑΠΕ και τα βιοκαύσιμα έως την πυρηνική ενέργεια. Η συζήτηση επεκτάθηκε και σε δομικές προκλήσεις του κλάδου, όπως η ενίσχυση των αλυσίδων εφοδιασμού, η σύγκλιση των κανονιστικών πλαισίων για τους Μικρούς Αρθρωτούς Αντιδραστήρες (SMRs) και η ανάγκη εκπαίδευσης μιας νέας γενιάς πυρηνικών επιστημόνων και μηχανικών στην Ευρώπη.

Για το ζήτημα της τεχνολογικής ουδετερότητας, τοποθετήθηκε και ο Υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Νίκος Τσάφος, υπογραμμίζοντας ότι η Ελλάδα στηρίζει σταθερά την ανάγκη όλες οι ενεργειακές τεχνολογίες να αξιολογούνται με αντικειμενικά και όχι ιδεολογικά κριτήρια. Όπως είπε χαρακτηριστικά: «Η τεχνολογική ουδετερότητα είναι μια αρχή που στηρίζει η Ελλάδα — πρέπει να διέπει την κάθε απόφαση που παίρνουμε».

Ο κ. Τσάφος επεσήμανε ότι η ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική οφείλει να παραμένει συνεκτική και ρεαλιστική, επιτρέποντας σε κάθε κράτος-μέλος να αξιοποιεί το δικό του μίγμα τεχνολογιών με βάση τις εθνικές συνθήκες, τις επενδυτικές δυνατότητες και τη βιομηχανική του βάση. «Δεν υπάρχει μία μόνο διαδρομή για την απανθρακοποίηση», σημείωσε, εξηγώντας ότι η Ε.Ε. χρειάζεται όλα τα διαθέσιμα εργαλεία χαμηλών εκπομπών — από τις ΑΠΕ και την αποθήκευση έως την πυρηνική ενέργεια — για να πετύχει τους στόχους της κλιματικής ουδετερότητας και της στρατηγικής αυτονομίας.

Η ναυτιλία σε πρώτο πλάνο

Η Ελλάδα φέρνει μία ακόμη συνιστώσα στο τραπέζι της Ε.Ε. και “κλείνει το μάτι” στη ναυτιλία, επιχειρώντας να μεταφέρει τη συζήτηση για την πυρηνική ενέργεια πέρα από τα εργοστάσια παραγωγής ρεύματος και να την εντάξει στη στρατηγική της πράσινης ναυτιλίας. Όπως τόνισε ο Υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Νίκος Τσάφος, «καθώς εξετάζουμε τον ρόλο της πυρηνικής ενέργειας, αξίζει να δούμε και την πιθανή εφαρμογή της στη ναυτιλία», ανοίγοντας έτσι έναν νέο κύκλο διαλόγου στις Βρυξέλλες για τη ναυτιλιακή διάσταση της πυρηνικής τεχνολογίας.

Σύμφωνα με ανθρώπους της αγοράς, αυτή ακριβώς είναι η συνεισφορά που επιδιώκει να φέρει η Αθήνα στο τραπέζι των ευρωπαϊκών συζητήσεων για τη νέα γενιά πυρηνικών τεχνολογιών: όχι την παραγωγή ηλεκτρισμού από πυρηνικούς σταθμούς, αλλά τη σύνδεση της καινοτομίας με τη ναυτιλία, τον πιο εξωστρεφή και στρατηγικά κρίσιμο κλάδο της ελληνικής οικονομίας.

Στο σκεπτικό αυτό, η Ελλάδα δεν προσεγγίζει την πυρηνική ενέργεια με όρους χερσαίων εγκαταστάσεων, αλλά επιχειρεί να ανοίξει τη συζήτηση για την πιθανή αξιοποίησή της στις θαλάσσιες μεταφορές μεγάλων αποστάσεων, εκεί όπου οι ανάγκες για καύσιμα υψηλής ενεργειακής πυκνότητας και χαμηλών εκπομπών καθιστούν την πυρηνική πρόωση μία από τις ελάχιστες ρεαλιστικές λύσεις για το μέλλον.

Το ελληνικό επιχείρημα είναι απλό και βαθιά στρατηγικό: ως ναυτιλιακός κόμβος παγκόσμιας σημασίας, η χώρα δικαιούται και οφείλει να συμμετέχει στη διαμόρφωση των κανόνων που θα καθορίσουν την απανθρακοποίηση της ναυτιλίας. Ειδικά τη στιγμή που η πυρηνική πρόωση αρχίζει να επανέρχεται στον διεθνή διάλογο – έστω και μακροπρόθεσμα – ως πιθανή λύση για πλοία με υψηλές ενεργειακές απαιτήσεις και περιορισμένο χώρο για αποθήκευση καυσίμων μηδενικών εκπομπών.

Υπενθυμίζεται πως επί του ίδιου ζητήματος είχε τοποθετηθεί και ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά τη διάρκεια του Energy Transition Summit, αναδεικνύοντας την ανάγκη η Ελλάδα να συμμετέχει ενεργά στη διεθνή συζήτηση για τη χρήση της πυρηνικής τεχνολογίας στη ναυτιλία. Όπως είχε δηλώσει χαρακτηριστικά:

«Η πυρηνική ενέργεια μπορεί να αποτελέσει βιώσιμη λύση για τις θαλάσσιες μεταφορές κατά μήκος μεγάλων αποστάσεων. Ως κορυφαίο ναυτιλιακό έθνος, οφείλουμε τουλάχιστον να είμαστε στην πρώτη γραμμή της έρευνας και της συζήτησης. Μπορεί να αποδειχθεί εφαρμόσιμη, μπορεί και όχι. Απέχουμε 10 με 15 χρόνια. Αλλά αν θέλουμε πραγματικά να σκεφτούμε στρατηγικά ως ναυτιλιακό έθνος, δεν μπορούμε να απέχουμε από αυτή τη συζήτηση. Και, φυσικά, αυτή είναι μια συζήτηση που είμαι πολύ ανοιχτός να κάνω με τη ναυτιλιακή κοινότητα, ώστε να διασφαλίσουμε ότι θα δημιουργήσουμε μια κοινή ομάδα εργασίας που θα εξετάσει αυτή την τεχνολογία τουλάχιστον ως μια πιθανή επιλογή».

Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, τα μέλη της Nuclear Alliance ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις για τη διευκόλυνση των πυρηνικών επενδύσεων και την εξασφάλιση ενός σταθερού, διαφανούς και τεχνολογικά ουδέτερου πλαισίου. Ειδικότερα, επέμειναν στην ανάγκη καλύτερης πρόσβασης σε ευρωπαϊκούς και ιδιωτικούς χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, ζητώντας την ενεργότερη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, καθώς και την επιτάχυνση των εγκρίσεων κρατικών ενισχύσεων για πυρηνικά έργα. Παράλληλα, κάλεσαν την Κομισιόν να αναθεωρήσει την Ευρωπαϊκή Ταξινομία, ώστε η πυρηνική ενέργεια να αναγνωριστεί πλήρως ως βιώσιμη και στρατηγικά απαραίτητη δραστηριότητα, συμπεριλαμβάνοντας ολόκληρο τον κύκλο καυσίμου — από την εξόρυξη έως την επανεπεξεργασία. Όπως σημείωσε ο Νίκος Τσάφος, «η Ευρώπη χρειάζεται μια ρεαλιστική προσέγγιση που να συνδυάζει την κλιματική φιλοδοξία με την ενεργειακή ασφάλεια — και η πυρηνική ενέργεια αποτελεί μέρος αυτής της εξίσωσης».

Η δύσκολη άσκηση

Η ανάπτυξη πυρηνικής ενέργειας δεν είναι ούτε απλή ούτε γρήγορη υπόθεση. Πρόκειται για μια πολυεπίπεδη, αυστηρά δομημένη διαδικασία, η οποία διέπεται από διεθνή πρότυπα και θεσμικά στάδια που έχει καθορίσει ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (IAEA). Καμία χώρα δεν μπορεί να αποκτήσει πυρηνικό πρόγραμμα μόνο με πολιτικές δηλώσεις ή μονομερείς αποφάσεις· απαιτείται συστηματική προετοιμασία, θεσμική ωρίμανση και τεχνική επάρκεια. Ο λεγόμενος «Οδικός Χάρτης για την Ανάπτυξη Υποδομής Πυρηνικής Ενέργειας» (Milestones Approach) που προτείνει ο IAEA, αποτελεί το καθολικά αποδεκτό πλαίσιο για όποια χώρα επιθυμεί να εξετάσει σοβαρά τη δυνατότητα ένταξης της πυρηνικής ενέργειας στο εθνικό της ενεργειακό μείγμα.

Η πορεία αυτή χωρίζεται σε τρεις διακριτές φάσεις, καθεμία με συγκεκριμένο σημείο αξιολόγησης (milestone) και αυστηρές απαιτήσεις:

  • στην πρώτη, εξετάζεται η σκοπιμότητα και η πολιτική απόφαση για το αν και γιατί χρειάζεται ένα πυρηνικό πρόγραμμα·
  • στη δεύτερη, δημιουργείται το θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο, συγκροτούνται οι αρμόδιοι φορείς και εξασφαλίζεται η τεχνική προετοιμασία·
  • και στην τρίτη, ξεκινά η κατασκευή και τίθεται σε λειτουργία η πρώτη μονάδα, υπό τη συνεχή επίβλεψη του IAEA.

Η διαδικασία αυτή μπορεί να διαρκέσει πάνω από μία δεκαετία, καθώς κάθε στάδιο απαιτεί τεκμηριωμένες αποφάσεις, πολιτική συνέχεια και υψηλή τεχνογνωσία. Με απλά λόγια, η είσοδος μιας χώρας στην «πυρηνική εποχή» δεν είναι ένα στιγμιαίο πολιτικό γεγονός, αλλά μια μακρά εθνική δέσμευση, που χρειάζεται σχέδιο, διαφάνεια και διακομματική συναίνεση.

Διαβάστε ακόμη