Η Γαλλία έβαλε τέλος σε μια δεκαετή νομική εκκρεμότητα που κρατούσε «παγωμένο» τον υδροηλεκτρικό της τομέα, συμφωνώντας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ένα νέο πλαίσιο για τα φράγματα. Η μετάβαση από το μοντέλο παραχωρήσεων σε ένα πιο ευέλικτο καθεστώς αδειοδότησης, αλλά και η απελευθέρωση 6 GW «εικονικής» ισχύος από την EDF, ανοίγουν τον δρόμο για επενδύσεις που είχαν καθυστερήσει πάνω από δέκα χρόνια. «Ένα σχέδιο συμφωνήθηκε σε αρχή με την Επιτροπή για τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να γίνει μια μαζική αναβίωση των επενδύσεων στα φράγματα και στις κοιλάδες μας, επ’ ωφελεία της ενεργειακής μετάβασης και της διαχείρισης των υδάτων», ανέφερε σύμφωνα με το Reuters το γραφείο του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού.

Το παράδειγμα αυτό δεν είναι μεμονωμένο. Έρχεται την ίδια στιγμή που η νέα έκθεση «World Hydropower Outlook 2025» της Διεθνούς Ένωσης Υδροηλεκτρικής Ενέργειας (IHA) καταγράφει μια ισχυρή επιστροφή του υδροηλεκτρισμού διεθνώς. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2024 προστέθηκαν 16,2 GW νέας υδροηλεκτρικής ισχύος και 8,4 GW αντλησιοταμίευσης, ανεβάζοντας το παγκόσμιο δυναμικό στα 1.254 GW για τα συμβατικά υδροηλεκτρικά και 189 GW για τα έργα αντλησιοταμίευσης. Στην παγκόσμια «γραμμή παραγωγής» έργων βρίσκονται σχεδόν 600 GW αντλησιοταμίευσης και πάνω από 475 GW νέων συμβατικών υδροηλεκτρικών, δείχνοντας ότι ο κλάδος έχει ξαναμπεί δυναμικά στον επενδυτικό χάρτη.

Η έκθεση υπογραμμίζει ότι η υδροηλεκτρική ενέργεια παραμένει η μεγαλύτερη ανανεώσιμη πηγή στον κόσμο, με ρόλο όχι μόνο στην παραγωγή αλλά και στη σταθερότητα των ηλεκτρικών συστημάτων. Η αυξανόμενη ζήτηση για ευέλικτη και αξιόπιστη ισχύ, σε συνδυασμό με την ανάγκη αποθήκευσης μεγάλης διάρκειας, φέρνει ξανά στο επίκεντρο τον υδροηλεκτρισμό και ειδικά την αντλησιοταμίευση.

Στην Ευρώπη, η δυναμική αυτή αποτυπώθηκε σε αριθμούς το 2024. Η υδροηλεκτρική παραγωγή έφτασε σε δεκαετές υψηλό με 680 TWh, χάρη σε καλύτερες υδρολογικές συνθήκες, μετά από μια σειρά ξηρών ετών που είχαν πλήξει χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία. Παράλληλα, αναπτύσσεται ένα εντυπωσιακό pipeline 52,9 GW αντλησιοταμίευσης, από τα οποία 3 GW βρίσκονται υπό κατασκευή και άλλα 6,7 GW έχουν ήδη λάβει έγκριση. Στην πρώτη γραμμή βρίσκονται χώρες όπως η Ισπανία, η Αυστρία και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και η Ελλάδα, η οποία φιλοδοξεί να καλύψει το έλλειμμα αποθήκευσης στο ηλεκτρικό της σύστημα.

Ειδικότερα, η Ελλάδα τοποθετείται στη μεσαία κατηγορία χωρών, με 3.429 MW συνολικής εγκατεστημένης υδροηλεκτρικής ισχύος, εκ των οποίων 699 MW αντλησιοταμίευσης. Σημειώνεται πως το δίμηνο Ιουλίου–Αυγούστου καταγράφηκε ένα νέο κύμα εγκρίσεων, με 12 μικρά υδροηλεκτρικά να λαμβάνουν περιβαλλοντικούς όρους, γεγονός που επιβεβαιώνει την κινητικότητα που αναπτύσσεται στον κλάδο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης το 2024 η παραγωγή έφτασε τις περίπου 3 TWh, υποχωρώντας σε χαμηλά επίπεδα, γεγονός που ανέδειξε την ανάγκη για νέες επενδύσεις. Το εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ) θέτει στόχο για 3 GW αποθήκευσης έως το 2030, και σήμερα βρίσκονται σε ανάπτυξη πάνω από 3 GW έργων αντλησιοταμίευσης, περίπου το ένα τρίτο των οποίων ήδη σε κατασκευαστική φάση.

Το έργο αντλησιοταμίευσης της Αμφιλοχίας αποτελεί το μοναδικό νέο έργο αποθήκευσης μεγάλης κλίμακας που υλοποιείται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Με συνολική εγκατεστημένη ισχύ 680 MW για παραγωγή και 730 MW για άντληση, περιλαμβάνει δύο ανεξάρτητους άνω ταμιευτήρες, τον Άγιο Γεώργιο και τον Πύργο, με χωρητικότητα περίπου 5 εκατ. και 2 εκατ. κυβικών μέτρων αντίστοιχα, ενώ ως κάτω ταμιευτήρας χρησιμοποιείται η υφιστάμενη λίμνη Καστρακίου της ΔΕΗ. Πρόκειται για μια επένδυση ύψους 650 εκατ. ευρώ, με ετήσια παραγωγή ενέργειας που εκτιμάται στις 816 GWh.

Όπως είχε αναφέρει το energygame.gr σημαντικό ορόσημο για το mega project αντλησιοταμίευσης της Αμφιλοχίας, που υλοποιεί η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή – πλέον υπό τον έλεγχο της Masdar – αποτελεί η σύναψη δανείου ύψους 620 εκατ. ευρώ με την Τράπεζα Πειραιώς. Η συμφωνία αυτή, σε συνδυασμό με την επιδότηση ύψους 250 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, εξασφαλίζει πλήρως τη χρηματοδότηση του έργου, το οποίο βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο στάδιο κατασκευής. Η ενίσχυση της αντλησιοταμίευσης αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα για την ενεργειακή μετάβαση της χώρας, με το έργο της Αμφιλοχίας να συγκαταλέγεται στα μεγαλύτερα εγχειρήματα αποθήκευσης στην Ευρώπη. Η εξασφαλισμένη χρηματοδότηση δίνει το «πράσινο φως» για την ομαλή ολοκλήρωσή του, ενισχύοντας παράλληλα τη σταθερότητα και την ευελιξία του ηλεκτρικού συστήματος της Ελλάδας.

Η εικόνα στην υπόλοιπη Ευρώπη

Στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι κυβερνήσεις κινούνται με ευδιάκριτες αλλά διαφορετικές ταχύτητες: στο Ηνωμένο Βασίλειο ενεργοποιήθηκε το σχήμα Cap & Floor για έργα μακράς διάρκειας αποθήκευσης και έχει ήδη «ξεκλειδώσει» ανακοινώσεις άνω των 13 GW αντλησιοταμίευσης, με ώριμα έργα όπως τα Coire Glas (1,3 GW/30 GWh) και Cruachan 2 (600 MW) να προχωρούν σε ορόσημα υλοποίησης, δίνοντας σήμα πολιτικής δέσμευσης και ορατότητας εσόδων στους επενδυτές. Στην Ισπανία, ο επικαιροποιημένος ΕΣΕΚ ανεβάζει τον στόχο αποθήκευσης στα 22,5 GW έως το 2030 και «τρέχουν» παράλληλα παρεμβάσεις: pipeline περίπου 7 GW (με ~300 MW υπό κατασκευή), χρηματοδότηση 44,9 εκατ. ευρώ για το Alcántara (440 MW/15 GWh), διοικητική έγκριση και πρώτη αντλητική μονάδα στο Valdecañas (275 MW/210 GWh), καθώς και νέα σχήματα συνεργασίας για επιπλέον 830 MW και το Salto de Chira (200 MW/3,5 GWh) με δάνειο 300 εκατ. ευρώ από την EIB· ταυτόχρονα εξετάζεται capacity market για σταθερότητα εσόδων.

Η Αυστρία παραμένει από τους πιο δραστήριους παίκτες με 1,3–1,4 GW υπό κατασκευή και 2,8 GW σε αρχικά στάδια, ενώ υλοποιεί εκσυγχρονισμούς (π.χ. Kaprun 2029) και σχεδιάζει νέο PSH 480 MW (Schaufelberg). Η Πορτογαλία ολοκλήρωσε το σύμπλεγμα Tâmega (1.158 MW) που περιλαμβάνει το Gouvães PSH (880 MW), εδραιώνοντας ρόλο αποθήκευσης μεγάλης κλίμακας, ενώ η Νορβηγία προχωρά με μία νέα επένδυση 113 εκατ. ευρώ από τη Hydro και έναρξη εμπορικής λειτουργίας έως το 2029. Η Σουηδία εκτιμά ότι μπορεί να προσθέσει έως 4 GW μέσω αναβαθμίσεων υφιστάμενων μονάδων, αυξάνοντας την ευελιξία του συστήματος, την ώρα που η Τσεχία χαρτογράφησε έξι θέσεις συνδεδεμένες με υπάρχοντα φράγματα ώστε να ελαχιστοποιούνται οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Η Εσθονία τρέχει το Paldiski (500 MW) στη φάση διαγωνισμού για μελέτη–κατασκευή, η Φινλανδία προωθεί υπόγειο έργο σε παλιό μεταλλείο (Pyhäjärvi, 75 MW/530 MWh) ως υβριδική λύση με μπαταρίες, ενώ στα Βαλκάνια η Σερβία αναβαθμίζει υφιστάμενα υδροηλεκτρικά και προωθεί το Bistrica των 2,4 GW με στήριξη ΕΕ/ΕΤΕπ. Συνολικά, η IHA καταγράφει ευρωπαϊκή «γραμμή» αντλησιοταμίευσης 52,9 GW σε ανάπτυξη (3 GW υπό κατασκευή και 6,7 GW με κανονιστική έγκριση), επιβεβαιώνοντας ότι το κύμα έργων κινείται, αλλά η ταχύτητά του εξαρτάται από σταθερά έσοδα και γρήγορες αδειοδοτήσεις.

Ωστόσο, όπως αναγνωρίζει η έκθεση, τα επενδυτικά σχέδια συναντούν ακόμα σημαντικά εμπόδια. Στην Ευρώπη οι περίπλοκες αδειοδοτήσεις, η διπλή χρέωση στο pumping σε ορισμένες χώρες και η αβεβαιότητα για τα έσοδα λειτουργούν ανασταλτικά. Το παράδειγμα της Γαλλίας είναι χαρακτηριστικό: η διαμάχη με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το καθεστώς παραχωρήσεων είχε οδηγήσει σε «επενδυτικό πάγωμα» για πάνω από μια δεκαετία, στερώντας τη δυνατότητα εκσυγχρονισμού κρίσιμων φραγμάτων. Έκθεση της γαλλικής Βουλής ήδη από την άνοιξη τόνιζε ότι το πλαίσιο αποθάρρυνε τους διαχειριστές από το να προχωρήσουν σε αναβαθμίσεις απαραίτητες για τη βελτίωση της παραγωγής.

Η συμφωνία της Γαλλίας με την Κομισιόν αλλάζει το τοπίο, καθώς επιτρέπει «τη διατήρηση των σημερινών διαχειριστών, που είναι απαραίτητο για να εξασφαλιστεί η συνέχιση της λειτουργίας των εγκαταστάσεων υπό το πρίσμα της ασφάλειας, της διαχείρισης των υδάτων, της διατήρησης τοπικών δεξιοτήτων και θέσεων εργασίας, και της επιστροφής αξίας στις περιφέρειες, προς το δημόσιο συμφέρον», όπως ανέφερε το πρωθυπουργικό γραφείο. Παράλληλα, η απελευθέρωση 6 GW “εικονικής” ισχύος από την EDF μέσω διαγωνισμών της CRE δίνει τη δυνατότητα σε τρίτους να αποκτήσουν πρόσβαση σε προφίλ παραγωγής χωρίς να ελέγχουν τις ίδιες τις εγκαταστάσεις.

Η διεθνής εικόνα δείχνει ότι ο υδροηλεκτρισμός επανέρχεται στο επίκεντρο της ενεργειακής μετάβασης. Η Διεθνής Ένωση Υδροηλεκτρικής Ενέργειας εκτιμά ότι χωρίς σημαντικές νέες επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα δεν μπορεί να διασφαλιστεί η αξιοπιστία των συστημάτων που βασίζονται όλο και περισσότερο σε αιολικά και φωτοβολταϊκά. Στην έκθεση τονίζεται ότι «ο υδροηλεκτρισμός και η αντλησιοταμίευση δεν αποτελούν μόνο πηγή καθαρής ενέργειας αλλά και κρίσιμα εργαλεία για την αποθήκευση, την ευελιξία και τη διαχείριση ακραίων καταστάσεων».

Η κλιματική απειλή

Η κλιματική διάσταση καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη δράσης. Σύμφωνα με μελέτες που παρατίθενται στην έκθεση, μέχρι το τέλος του αιώνα η Νότια Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων της Ισπανίας και της Ιταλίας, μπορεί να δει μειώσεις έως και 40% στην υδροηλεκτρική παραγωγή λόγω ξηρασιών και αυξημένης εξάτμισης. Η προσαρμογή της υποδομής, η ενσωμάτωση της αποθήκευσης και οι επενδύσεις σε εκσυγχρονισμό καθίστανται αναγκαίες για να διατηρηθεί η συμβολή των φραγμάτων στην ενεργειακή ασφάλεια.

Σύμφωνα με δημοσίευμα του Montel, η υδροηλεκτρική παραγωγή στη Νοτιοανατολική Ευρώπη εκτιμάται ότι θα καταγράψει πτώση της τάξης του 10% στο σύνολο του 2025, ως αποτέλεσμα της παρατεταμένης ξηρασίας. Οι χαμηλές βροχοπτώσεις και η μειωμένη υδροηλεκτρική παραγωγή λειτούργησαν ως στήριγμα για τις τιμές χονδρικής, ενώ οι προβλέψεις κάνουν λόγο για απώλεια ισχύος 1,1 GW μέσα στις επόμενες τρεις εβδομάδες. Σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Βουλγαρία αυτά παραμένουν στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαετίας.

Σε αυτό το περιβάλλον, η γαλλική συμφωνία αποκτά ιδιαίτερο βάρος, γιατί δείχνει έναν δρόμο για το πώς μπορούν να λυθούν χρόνιες ρυθμιστικές εκκρεμότητες και να απελευθερωθεί το επενδυτικό δυναμικό ενός τομέα στρατηγικής σημασίας. Ο υδροηλεκτρισμός, η δεύτερη μεγαλύτερη πηγή ηλεκτροπαραγωγής της Γαλλίας μετά την πυρηνική ενέργεια και η πρώτη ανανεώσιμη πηγή της χώρας, μπορεί να αποτελέσει και πάλι βιομηχανικό μοχλό. Αντίστοιχα, για την Ευρώπη και χώρες όπως η Ελλάδα, το μήνυμα είναι σαφές: η απελευθέρωση επενδύσεων στον υδροηλεκτρισμό και στην αποθήκευση είναι κεντρικό στοιχείο για την επιτυχία της ενεργειακής μετάβασης και τη διαχείριση των υδάτινων πόρων.

Διαβάστε ακόμη