«Η κλιματική κρίση δεν αποτελεί περιφερειακή ή δευτερεύουσα πρόκληση, αλλά ζήτημα που πρέπει να ενταχθεί στον πυρήνα του εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού». Αυτό υπογράμμισε ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, κατά την παρουσίασή του στην ειδική εκδήλωση με τίτλο «Εκτίμηση των επιδράσεων της κλιματικής αλλαγής σε επιλεγμένους τομείς υψηλής σημασίας για την ελληνική οικονομία», επισημαίνοντας ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι εκτεταμένες και πολύπλοκες.

Σε μια σειρά έξι μελετών που εκπόνησε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), αναλύονται οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης σε βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας: τα νοικοκυριά, τον πρωτογενή τομέα, τη βιομηχανία, τον τουρισμό, την επιχειρηματικότητα και τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Το ΙΟΒΕ όχι μόνο επισημαίνει τους κινδύνους, αλλά καταθέτει συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής με στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας απέναντι στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής.

Όπως υπογράμμισε ο Γενικός Διευθυντής του Ιδρύματος, Νίκος Βέττας, «οι αλλαγές δεν είναι μόνο απειλές, αλλά και ευκαιρίες που μπορούν να αξιοποιηθούν, υπό την προϋπόθεση ότι θα υλοποιηθούν οι κατάλληλες πολιτικές παρεμβάσεις». Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στον τομέα της ασφάλισης έναντι φυσικών καταστροφών, όπου –όπως είπε– η χώρα «παραμένει πολύ πίσω, πιο κοντά στο μηδέν παρά σε ένα λειτουργικό σύστημα».

«Γροθιά» στον τουρισμό ρίχνει η κλιματική αλλαγή

Ο ελληνικός τουρισμός, ένας από τους πιο ανθεκτικούς και κερδοφόρους κλάδους της οικονομίας, βρίσκεται πλέον σε μια εξαιρετικά λεπτή καμπή: η κλιματική κρίση αρχίζει να αφήνει το αποτύπωμά της, τόσο σε φυσικό επίπεδο όσο και σε στρατηγικές επιλογές. Η μελέτη του ΙΟΒΕ για τον τουριστικό τομέα αναδεικνύει το μέγεθος της πρόκλησης τεκμηριώνοντας πως, παρότι ο κλάδος έχει ανακάμψει δυναμικά μετά την πανδημία, το περιβαλλοντικό και ενεργειακό του αποτύπωμα, καθώς και η ευαλωτότητά του σε ακραία καιρικά φαινόμενα, συνιστούν πραγματικά εμπόδια στην περαιτέρω ανάπτυξή του.

Πράγματι, ο ελληνικός τουρισμός βρίσκεται ενώπιον μιας αντίφασης: από τη μία, η συμβολή του στην οικονομία ενισχύεται σταθερά – το 2023 προσέθεσε 11,9 δισ. ευρώ στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία και στήριξε 695 χιλιάδες θέσεις πλήρους απασχόλησης· από την άλλη, το ίδιο αυτό τουριστικό «θαύμα» αποδεικνύεται εξαιρετικά ευάλωτο στις συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Η μελέτη του ΙΟΒΕ, σε συνεργασία με το Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας της Τράπεζας της Ελλάδος και την Accenture, παρουσιάζει με τεχνική σαφήνεια το πώς η άνοδος της θερμοκρασίας, η μεταβολή των δεικτών ελκυστικότητας (TCI) και η υψηλή εποχικότητα μπορούν να διαμορφώσουν ένα νέο – δυνητικά επισφαλές – τοπίο για τον ελληνικό τουρισμό.

Στο λεγόμενο Σενάριο Α, η χώρα δεν προχωρά σε επέκταση της τουριστικής περιόδου. Αν και αυξάνεται η ελκυστικότητα κάποιων περιόδων (π.χ. φθινόπωρο και χειμώνας), καταγράφεται απότομη πτώση του TCI το καλοκαίρι – κατά 10 μονάδες – οδηγώντας σε εκτιμώμενη μείωση εσόδων 1,2 δισ. ευρώ και 13,3 εκατ. λιγότερες διανυκτερεύσεις την περίοδο 2021–2030. Το σύνολο της απώλειας για την ελληνική οικονομία φτάνει τα 2,2 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ (1,2 δισ. άμεση επίπτωση, 0,6 δισ. έμμεση και 0,4 δισ. προκαλούμενη). Οι θέσεις πλήρους απασχόλησης που χάνονται εκτιμώνται σε 38.100, με τον μεγαλύτερο όγκο να αφορά άμεσα εργαζομένους στον τουρισμό (24.000). Το πλήγμα στα φορολογικά έσοδα φτάνει τα 306,7 εκατ. ευρώ.

Ως εκ τούτου, στο Σενάριο Β η εικόνα αντιστρέφεται. Αναγκαία προϋπόθεση είναι φυσικά η ανάγκη για συντονισμένη στρατηγική επέκτασης της τουριστικής περιόδου, αξιοποιώντας τη βελτίωση των κλιματικών συνθηκών το φθινόπωρο και την άνοιξη. Στο σενάριο αυτό, η οικονομία ενισχύεται με επιπλέον 228 εκατ. ευρώ στο ΑΕΠ (120 εκατ. άμεσα, 52 εκατ. έμμεσα και 55 εκατ. προκαλούμενα), ενώ δημιουργούνται 6.600 θέσεις πλήρους απασχόλησης. Τα φορολογικά έσοδα ενισχύονται κατά 53 εκατ. ευρώ. Όμως, η σημασία του Σχεδίου Β δεν περιορίζεται στους αριθμούς: η επέκταση της τουριστικής περιόδου μπορεί να λειτουργήσει ως ανάχωμα στη μονοκαλλιέργεια του καλοκαιρινού μαζικού τουρισμού, μειώνοντας την πίεση στα οικοσυστήματα και οδηγώντας σε πιο ισόρροπη κατανομή των επισκεπτών στον χρόνο και στον χώρο.

Παράλληλα, καταγράφεται υψηλή περιβαλλοντική πίεση. Πάνω από το 40% των τουριστικών καταλυμάτων βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων από περιοχές υψηλής περιβαλλοντικής αξίας, ενώ η Ελλάδα καταγράφει υπερδιπλάσιο ποσοστό αλλοδαπών τουριστών από απομακρυσμένες περιοχές (εκτός Ευρώπης ή με απόσταση άνω των 2.000 χλμ.) σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 – γεγονός που συνεπάγεται αυξημένες εκπομπές λόγω μεταφορών. Τα κατά κεφαλήν επίπεδα εκπομπών του τομέα παραμένουν συγκριτικά χαμηλά, ωστόσο η τάση δεν είναι καθησυχαστική. Η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη θέσπισης ενός μηχανισμού υποχρεωτικής εκτίμησης της τουριστικής φέρουσας ικανότητας – δηλαδή του μέγιστου αριθμού επισκεπτών που μπορεί να υποστηρίξει μια περιοχή χωρίς να διαταράσσονται τα φυσικά και κοινωνικά της όρια.

Πέρα από τη διαχείριση, όμως, απαιτείται στρατηγική αναδιάρθρωσης. Το ΙΟΒΕ επισημαίνει την ανάγκη εμπλουτισμού του τουριστικού προϊόντος με μορφές όπως ο πολιτιστικός, ο αγροτουριστικός, ο οικοτουρισμός, τα city breaks και ο συνεδριακός τουρισμός. Επισημαίνεται ακόμη η σημασία της ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών, της ενίσχυσης των δεξιοτήτων και της προώθησης της πράσινης κινητικότητας. Ο οδικός χάρτης δεν μπορεί να είναι αποσπασματικός. Απαιτεί ένα συνεκτικό σχέδιο που θα περιλαμβάνει χωρικό σχεδιασμό, μηχανισμούς παρακολούθησης, ψηφιακές πλατφόρμες δεδομένων και ισχυρά χρηματοδοτικά εργαλεία για επενδύσεις σε πράσινες υποδομές.

Ο αγροτικός τομέας ισορροπεί μεταξύ καταστροφής και νέων ευκαιριών

Σε μια περίοδο που η αγροτική παραγωγή δέχεται διαρκώς πιο σφοδρές πιέσεις από τα ακραία καιρικά φαινόμενα και τις αυξανόμενες ανάγκες προσαρμογής, ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα αποκαλύπτεται ως ταυτόχρονα ο πιο εκτεθειμένος και ο πιο καθοριστικός για τη βιωσιμότητα της οικονομίας και της διατροφικής ασφάλειας της χώρας.

Ο πρωτογενής τομέας αποτελεί την κυρίαρχη δραστηριότητα σε επίπεδο χρήσης γης στην Ελλάδα, με τη γεωργία να καλύπτει το 39,1% των εδαφών, γεγονός που τον καθιστά ιδιαιτέρως ευάλωτο στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ταυτόχρονα, παραμένει ο μεγαλύτερος καταναλωτής νερού στη χώρα, παρότι τα τελευταία χρόνια σημειώνεται βελτίωση της αποδοτικότητας χρήσης. Ενδεικτικό είναι ότι η αποδοτικότητα άρδευσης αυξήθηκε σταδιακά από το 2015 έως το 2022, ενώ, σε ό,τι αφορά τα λιπάσματα, ο ελληνικός τομέας συνεχίζει να εμφανίζει μεγαλύτερη ένταση χρήσης σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, επιβαρύνοντας περαιτέρω το περιβαλλοντικό του αποτύπωμα.

Σημαντικό πρόβλημα εντοπίζεται και στη διαχείριση αποβλήτων, με τη χώρα να υστερεί σε οργανωμένα συστήματα συλλογής και ανακύκλωσης αγροτικού πλαστικού. Όπως επισημαίνει η μελέτη, η ανάπτυξη ενός τέτοιου συστήματος είναι αναγκαία όχι μόνο για λόγους περιβαλλοντικής συμμόρφωσης, αλλά και για την τεκμηριωμένη καταγραφή των παραγόμενων ποσοτήτων και τον έλεγχο της κυκλικότητας.

Ωστόσο, η έκθεση δεν περιορίζεται στα προβλήματα. Αντιθέτως, προβάλλει και το σημαντικό δυναμικό που προκύπτει από την υιοθέτηση βιώσιμων γεωργικών πρακτικών. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΙΟΒΕ, η δέσμευση άνθρακα από τρεις βασικές καλλιέργειες –ελιά, αμπέλι και οπωροφόρα– μπορεί να αποφέρει ετήσιο εισόδημα ύψους 156,8 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 15,2% της συνολικής αποζημίωσης των εργαζομένων στον αγροτικό τομέα για το 2023. Από αυτό, τα 121,8 εκατ. ευρώ προέρχονται από τις ελαιοκαλλιέργειες, τα 14,3 εκατ. ευρώ από τα αμπέλια και τα 4,9 εκατ. ευρώ από τα οπωροφόρα. Το όφελος αυτό βασίζεται σε μέση τιμή άνθρακα 100 ευρώ ανά τόνο, χωρίς να περιλαμβάνει τα πολλαπλάσια οφέλη από την αύξηση της παραγωγικότητας, τη βελτίωση της ποιότητας του εδάφους ή τη συμβολή στη βιοποικιλότητα.

Η οικονομική ανάλυση συνοδεύεται από ένα ζοφερό αποτύπωμα των επιπτώσεων που ήδη υφίσταται ο τομέας. Η κακοκαιρία Daniel το 2023 προκάλεσε ζημιές σε 1,3 εκατ. στρέμματα φυτικής παραγωγής και σε πάνω από 416.000 ζώα. Η συνολική επίδραση στο ΑΕΠ εκτιμήθηκε στα 719 εκατ. ευρώ για το πρώτο έτος, με προοπτική να αγγίξει τα 1,4 δισ. ευρώ σε βάθος τριετίας, εφόσον ληφθούν υπόψη οι έμμεσες και προκαλούμενες επιδράσεις. Πάνω από 30.500 θέσεις εργασίας επηρεάστηκαν, ενώ η μείωση των δημοσιονομικών εσόδων άγγιξε τα 168 εκατ. ευρώ.

Αξιοσημείωτα είναι και τα ευρήματα της πρωτογενούς έρευνας που συμπεριλήφθηκε στη μελέτη: μόνο το 12% των αγροτών είχε επίγνωση του κινδύνου πριν την καταστροφή και μόλις το 4% είχε λάβει προληπτικά μέτρα, ενώ αν και το 95% αποζημιώθηκε, ένα σημαντικό ποσοστό μονάδων δεν έχει ακόμη επανέλθει πλήρως στη δραστηριότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο, το ΙΟΒΕ υποστηρίζει πως απαιτείται μια πολυεπίπεδη στρατηγική, που να καλύπτει όχι μόνο τη στήριξη μετά από τις ζημιές, αλλά και την προληπτική θωράκιση της αγροτικής παραγωγής. Προτείνεται η υιοθέτηση αναγεννητικών και ανθεκτικών καλλιεργειών, η παροχή φορολογικών και επενδυτικών κινήτρων για αγροδασοπονία και γεωργία διατήρησης εδαφών, η δημιουργία εθνικού μητρώου πιστώσεων άνθρακα και η καθιέρωση νέων μοντέλων συμβολαιακής γεωργίας για πώληση δικαιωμάτων αντιστάθμισης ρύπων.

Βιομηχανία: Στοίχημα €4,6 δισ. και 66.800 θέσεων εργασίας η πράσινη μετάβαση

Στη δίνη της κλιματικής κρίσης βρίσκεται και η ελληνική βιομηχανία, μολονότι υπολείπεται σταθερά του ευρωπαϊκού μέσου όρου σε παραγωγικότητα και τεχνολογική πρόοδο, εξακολουθεί να αποτελεί βασικό κορμό για την οικονομία και την απασχόληση. Το 2023 συνεισέφερε το 15% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (30,2 δισ. ευρώ), με 479 χιλιάδες εργαζόμενους – ποσοστό 9,5% της συνολικής απασχόλησης. Ωστόσο, όπως καταδεικνύει η νέα μελέτη του ΙΟΒΕ, το παραγωγικό αυτό υπόστρωμα δοκιμάζεται σκληρά από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και τις απαιτήσεις της πράσινης μετάβασης.

Στο κέντρο της ανάλυσης βρίσκεται το πρόβλημα της χαμηλής τεχνολογικής διείσδυσης: μόλις το 16% των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων υιοθετεί τεχνολογίες της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ανέρχεται στο 36%. Η αυτοματοποίηση είναι περιορισμένη, η χρήση data analytics ελλιπής και οι επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου εξακολουθούν να κινούνται κάτω από τα επίπεδα πριν από την κρίση. Σε αυτό το υπόβαθρο προστίθεται το υψηλό ενεργειακό κόστος – από τα υψηλότερα στην Ευρώπη – που λειτουργεί ως φραγμός για την παραγωγική και επενδυτική δυναμική του κλάδου. Μάλιστα, η ελληνική βιομηχανία είναι λιγότερο διαφοροποιημένη από τους ευρωπαίους ανταγωνιστές της, γεγονός που την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη σε διακυμάνσεις τιμών ενέργειας και πρώτων υλών.

Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της μελέτης, η πλήρης αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η πράσινη μετάβαση μπορεί να αποφέρει επιπλέον 4,6 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ και περισσότερες από 66.800 νέες θέσεις εργασίας. Ακόμα και υπό ηπιότερες συνθήκες επιτάχυνσης, το όφελος εκτιμάται σε 2,4 δισ. ευρώ ετησίως και 25.200 νέες θέσεις, με σημαντική συμβολή στις περιοχές Δίκαιης Μετάβασης, όπως η Δυτική Μακεδονία.

Οι 4 άξονες για restart

Το ΙΟΒΕ σκιαγραφεί τέσσερις στρατηγικούς άξονες πάνω στους οποίους πρέπει να χτιστεί η αναδιάρθρωση της παραγωγής: ενεργειακή αποδοτικότητα, καθαρές πηγές ενέργειας, κυκλική οικονομία και τεχνολογική αναβάθμιση. Ωστόσο, επισημαίνει πως το επενδυτικό έλλειμμα παραμένει έντονο, με τα διαθέσιμα εργαλεία του Ταμείου Ανάκαμψης, της Αναπτυξιακής Τράπεζας και των ΕΣΠΑ να μην αρκούν για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών. Το κράτος οφείλει, κατά τη μελέτη, να διαδραματίσει ενεργό ρόλο όχι μόνο ως χρηματοδότης, αλλά και ως ρυθμιστής, εξασφαλίζοντας σταθερό φορολογικό και θεσμικό περιβάλλον για τον μετασχηματισμό της βιομηχανίας. Η ανάλυση περιλαμβάνει και μοντέλα κλιματικού κινδύνου: μια υπόθεση ζημίας 30% στην προστιθέμενη αξία του τομέα τροφίμων και ποτών λόγω πλημμυρών οδηγεί σε απώλεια 350 εκατ. ευρώ ετησίως και πτώση του ΑΕΠ κατά 0,18%. Σε δυσμενέστερο σενάριο, η απώλεια διπλασιάζεται στα 700 εκατ. ευρώ και πλήττει την οικονομία με -0,35% στο ΑΕΠ.

Άνθρωποι του ΙΟΒΕ σχολίασαν ότι η βιομηχανία βρίσκεται στο «σημείο καμπής». «Δεν αρκούν πια αποσπασματικές επιδοτήσεις και πρόχειρες λύσεις, αλλά απαιτείται ριζικός επαναπροσδιορισμός του παραγωγικού μοντέλου. Δεν μιλάμε απλώς για ενεργειακή εξοικονόμηση, αλλά για ολικό επανασχεδιασμό», δήλωσε, υπογραμμίζοντας ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο, φιλόδοξο εθνικό σχέδιο εκβιομηχάνισης, βασισμένο στην τεχνολογική καινοτομία και τη βιωσιμότητα.

Το «αθόρυβο σοκ» που απειλεί νοικοκυριά και κρατικά έσοδα

Καθώς η κλιματική κρίση επιδρά όλο και βαθύτερα στις δομές της οικονομίας, τα νοικοκυριά αναδεικνύονται σε έναν από τους πιο ευάλωτους αποδέκτες των επιπτώσεών της. Στο πρώτο σενάριο που επεξεργάζεται το ΙΟΒΕ, τεκμαίρεται μείωση του εισοδήματος από εργασία κατά 5%, γεγονός που μεταφράζεται σε περιορισμό της συνολικής κατανάλωσης. Η συνολική απώλεια για την ελληνική οικονομία ανέρχεται σε 7,9 δισ. ευρώ ή 3,5% του ΑΕΠ, ενώ η απασχόληση υποχωρεί κατά 161.000 θέσεις πλήρους εργασίας. Το πλήγμα στα δημόσια έσοδα είναι εξίσου ισχυρό: φτάνει τα 2,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων μόλις το 1 δισ. συνδέεται άμεσα με τη μείωση της ζήτησης, ενώ τα υπόλοιπα 1,5 δισ. ευρώ προκύπτουν από έμμεσες και προκαλούμενες επιδράσεις που διαχέονται στην οικονομία.

Το δεύτερο, περισσότερο απαισιόδοξο σενάριο, εξετάζει μείωση της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης κατά 10%. Στο σενάριο αυτό, η μείωση του ΑΕΠ σχεδόν διπλασιάζεται, αγγίζοντας τα 16 δισ. ευρώ ή το 7,1% του ΑΕΠ. Οι χαμένες θέσεις εργασίας υπερβαίνουν τις 327.000, ενώ τα δημόσια έσοδα υποχωρούν κατά 5,1 δισ. ευρώ. Ενδεικτικό είναι ότι περισσότερα από 3,2 δισ. ευρώ αυτής της μείωσης προέρχονται από τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις της μείωσης της κατανάλωσης, αποδεικνύοντας τον κρίσιμο ρόλο των νοικοκυριών ως σταθεροποιητικό στοιχείο του συστήματος.

Οι μεταβολές αυτές δεν περιορίζονται σε μακροσκοπικά μεγέθη, αλλά φτάνουν ως την καθημερινότητα των πολιτών. Το κόστος για ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,4%, με επιπλέον επιβάρυνση σε συνθήκες αυξημένης ανάγκης για ψύξη και θέρμανση. Οι δαπάνες για ασφάλιση προβλέπεται ότι θα διπλασιαστούν, ιδίως σε ό,τι αφορά υπηρεσίες υγείας και συνταξιοδοτικές καλύψεις.

Το κοινωνικό αποτύπωμα είναι ακόμη πιο έντονο στις ευάλωτες ομάδες. Το 40% της δαπάνης των φτωχότερων νοικοκυριών κατευθύνεται σε στέγαση, ηλεκτρισμό, νερό και καύσιμα, με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε επιβάρυνση να καθίσταται δυσανάλογα επώδυνη. Πάνω από το 50% των ευάλωτων νοικοκυριών δηλώνει ότι αδυνατεί να θερμάνει ή να ψύξει επαρκώς την κατοικία του, ενώ μόλις το 7,8% αυτών έχει προχωρήσει σε ενεργειακή αναβάθμιση τα τελευταία πέντε χρόνια.

Κλείνοντας την παρέμβασή του, ο Νίκος Βέττας σημείωσε ότι η ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και των απαιτούμενων παρεμβάσεων δείχνει καθαρά πως όσο πιο έγκαιρα προχωρήσουν οι επενδύσεις, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το όφελος για την ελληνική οικονομία.

Διαβάστε ακόμη