Το 2024 θα είναι μια χρονιά με πολλές αβεβαιότητες για τις αγορές ενέργειας, στο πλαίσιο των σύνθετων προκλήσεων που θέτει η στρατηγική της ενεργειακής μετάβασης και της απανθρακοποίησης σε ένα διεθνές περιβάλλον με αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις και χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Οι αναλυτές του Greek Energy Forum (GEF) παρουσιάζουν στο energygame.gr τις εκτιμήσεις τους για τις τάσεις στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, πετρελαίου, φυσικού αερίου και εναλλακτικών καυσίμων.

1)  Φυσικό Αέριο – LNG (Πάνος Μαυροειδής – Καμπέρης, ταμίας του GEF)

Σε μια αγορά όπου τα δομικά χαρακτηριστικά της έχουν αλλοιωθεί τα τελευταία τρία χρόνια σε μεγάλο βαθμό, οι προβλέψεις τιμών είναι εξαιρετικά επισφαλείς. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι παγκόσμιες αγορές φυσικού αερίου και LNG είχαν ξεκινήσει να παρουσιάζουν μεγάλη μεταβλητότητα ακριβώς πριν τον πόλεμο της Ουκρανίας και συνεχίζουν ως σήμερα. Άλλωστε, πριν κλείσει το 2023, κανείς δεν θα περίμενε ότι οι τιμές στην ευρωπαϊκή αγορά (TTF) θα είχαν πέσει κάτω από τα 30 ευρώ/MWh στην καρδιά του χειμώνα.

Οι παράγοντες που ενδέχεται να απασχολήσουν την αγορά μέσα στο 2024 είναι οι εξής:

  • Οι καιρικές συνθήκες τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία. Αν συνεχίσει ο ήπιος χειμώνας και στις δύο αγορές, θα ενισχυθούν οι προσδοκίες για περαιτέρω πτωτική πίεση των τιμών. Ακόμη και μεμονωμένα ακραία καιρικά φαινόμενα κατά τις προηγούμενες μέρες δεν ανησύχησαν την αγορά.
  • Τα επίπεδα αποθήκευσης φυσικού αερίου στην Ευρώπη, που είναι ένας κομβικός παράγοντας για την κατεύθυνση των τιμών στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της χρονιάς. Αρκετοί αναλυτές αναμένουν ότι τα επίπεδα πλήρωσης των αποθηκών θα κινηθούν σε υψηλότερα επίπεδα από τη μέση τιμή των τελευταίων ετών.
  • Η μελλοντική κερδοφορία των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύσιμο φυσικό αέριο. Η κερδοφορία των μονάδων σε σχέση με τις τιμές ηλεκτρισμού, το κόστος του καυσίμου και τις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων, είναι στο «κόκκινο». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν θα είναι έντονο το ενδιαφέρον των μονάδων να τρέξουν να εξασφαλίσουν ποσότητες του καυσίμου στην αγορά.
  •  Η ζήτηση φυσικού αερίου από τις μεγάλες βιομηχανίες στην Ευρώπη. Τα μηνύματα για το αν η ζήτηση στη βιομηχανία θα επιστρέψει σε επίπεδα πριν τον πόλεμο της Ουκρανίας είναι ακόμη θολά, αν και σταδιακά φαίνεται μια ανταπόκριση της ζήτησης στις χαμηλές τιμές.
  •  Η κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα: Εξαρτάται από τη διάρκεια της κρίσης, αλλά και το διαθέσιμο στόλο πλοίων μεταφοράς LNG, για να απορροφήσει τα αυξημένα κόστη μεταφοράς.
  • · Ο ανταγωνισμός της Ασίας με Ευρώπη για εξασφάλιση φορτίων LNG: Όπως έχουν τα δεδομένα, αρκετοί «παίκτες» φαίνεται να πιστεύουν ότι τα φορτία που θα χρειαστεί η Ευρώπη για να γεμίσει τις αποθήκες δεν θα κινδυνεύουν από τον ανταγωνισμό των ασιατικών εταιρειών.

Συμπερασματικά, με τα δεδομένα ως έχουν, η αγορά δεν ανησυχεί από την κατάσταση στην Ερυθρά Θάλασσα, αλλά ούτε και από πιθανές σύντομες ακραίες μετεωρολογικές συνθήκες μέχρι το τέλος του χειμώνα. Επίσης, ο χαμηλός ανταγωνισμός μεταξύ Ασίας και Ευρώπης καλλιεργεί το αίσθημα ότι η Ευρώπη μπορεί να γεμίσει τις αποθήκες χωρίς να «ματώσει» οικονομικά. Για την Ελλάδα, ίσως αποδειχθεί ευεργετικό το διεθνές περιβάλλον συμπιεσμένων τιμών και να συγκρατήσει το κόστος παραγωγής στις μονάδες με καύσιμο φυσικό αέριο.

Βέβαια, οι προσδοκίες μπορεί να αλλάξουν εάν για παράδειγμα μια μονάδα εξαγωγής LNG από τις ΗΠΑ βγει απρόσμενα εκτός αγοράς. Συνήθως, όπως έχει αποδειχθεί επανειλημμένα, για να αλλάξει μια υφιστάμενη δυναμική χρειάζεται παραπάνω από έναν παράγοντα ή δομικές αστοχίες να συμβούν ταυτόχρονα.

2) Πετρέλαιο (Βαλεντίνα Ντέντη -Αντιπρόεδρος GEF & Lead Economic Advisor, Consulting International, KBR)

H παγκόσμια αγορά πετρελαίου συνεχίζει να επηρεάζεται από μια σύνθετη μίξη οικονομικών, γεωπολιτικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Η αβεβαιότητα θα θέτει τον παλμό το 2024 – αβεβαιότητα ως προς την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, τις γεωπολιτικές εντάσεις, τα αποτελέσματα των επερχόμενων εκλογών στις ΗΠΑ, τα επίπεδα παραγωγής OPEC+ και non OPEC+, καθώς και οι ενεργειακές στρατηγικές των εθνικών εταιρειών πετρελαίου (NOCs) και των διεθνών εταιρειών πετρελαίου/ενέργειας (IOCs/IECs).

Οι αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις -πρώτα η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, μετά ο πόλεμος στη Γάζα και οι τελευταίες εντάσεις στην Ερυθρά Θάλασσα- κρατάνε τις αγορές σε μια εγρήγορση. Ωστόσο είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η παραγωγή δεν έχει επηρεαστεί και υπάρχει επαρκής πλεονάζουσα χωρητικότητα (spare capacity), γι’ αυτό και δεν έχουμε δει τις τιμές να εκτοξεύονται.

Σε αυτό έχουν συμβάλλει επίσης και προβλέψεις όπως του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA) που αναμένει ότι οι αγορές πετρελαίου θα παραμείνουν «ικανοποιητικές» το 2024. Φυσικά, η πιθανότητα για διαταραχή της παραγωγής παραμένει ένας ανοδικός κίνδυνος (upside risk).

Στα αρνητικά, έχουμε κάποιους μακροοικονομικούς “πονοκεφάλους”. Στην πιο πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank) προβλέπεται ότι μέχρι το τέλος του 2024, η παγκόσμια οικονομία θα σημειώσει το χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης για την περίοδο του πρώτου μισού της δεκαετίας, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο των 30 τελευταίων ετών. Είναι ενδεικτικό ότι ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας δήλωσε ότι η δεκαετία του 2020 θα αποτελέσει μια δεκαετία χαμένων ευκαιριών εάν δεν υπάρξει σημαντική διόρθωση πορείας.

Ταυτόχρονα, οι εκτιμήσεις για την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου παραμένουν ασαφείς, με τους διάφορους οργανισμούς και ιδρύματα να υιοθετούν διαφορετικά σενάρια – οι προβλέψεις από την αμερικανική Υπηρεσία Ενέργειας (EIA), τον IEA και τον ΟΠΕΚ κυμαίνονται σε μεγάλο εύρος, έως και 1 εκατομμυρίου βαρελιών την ημέρα.

Επίσης, η βελτίωση στην ενεργειακή απόδοση (efficiency improvements) και η αυξανόμενη διείσδυση των ηλεκτρικών οχημάτων αναμένεται να επηρεάσουν τη ζήτηση πετρελαίου.

Αυτές οι εξελίξεις έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις ευρωπαϊκές αγορές, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής. Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας έχουν κάνει την Ευρώπη να εξαρτάται περισσότερο από άλλες χώρες, και σε σημαντικό βαθμό από τη Μέση Ανατολή, οι χώρες της οποίας προμηθεύουν το ένα τρίτο του παγκόσμιου αργού πετρελαίου Μπρεντ (Brent). Συνεπώς, οποιαδήποτε διακοπή της προσφοράς (supply disruption) στην Ερυθρά Θάλασσα/Διώρυγα του Σουέζ έχει άμεσο αντίκτυπο στις αγορές αυτές.

3)  Μενέλαος Βακαλόπουλος (Επικεφαλής του γραφείου Λονδίνου του GEF)

Το 2023 ήταν μια κομβική χρονιά για τις επενδύσεις σε έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στην Ευρώπη συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας. Παρά το αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον, το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης και το κύμα ανατιμήσεων σε κόστος υλικών, κατασκευής και εργατικού δυναμικού, πληθώρα επενδύσεων έλαβε το «πράσινο φως». Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις οι οποίες πρέπει να ξεπεραστούν ώστε να μην ανακοπεί η τρέχουσα ανοδική πορεία.

Ένα από τα βασικότερα προβλήματα που παρατηρούμε στη πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών, είναι η χωρητικότητα στο δίκτυο. Μεγάλος αριθμός έργων, πολλά εκ των οποίων σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης, περιμένουν στην «ουρά» για χρόνια μέχρι να μπορέσουν να συνδεθούν στο δίκτυο. Το πρόβλημα προκύπτει από την χρόνια έλλειψη επενδύσεων στην αναβάθμιση των υφιστάμενων υποδομών. Ένας επιπλέον παράγοντας που δυσκολεύει την επίλυση της παρούσας εξίσωσης είναι ότι η πλειοψηφία των δικτύων ανήκουν σε δημόσιες δομές, γεγονός που δυσκολεύει τη διοχέτευση ιδιωτικών κεφαλαίων προς την αναβάθμιση αλλά και τη διαχείριση των υποδομών αυτών.

Ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα που παρουσιάζεται σε πολλές αγορές με μεγάλη συγκέντρωση ΑΠΕ, άμεσα συνδεδεμένο και με το παραπάνω, είναι αυτό των περικοπών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (curtailment). To πρόβλημα παρουσιάζεται κυρίως κατά τη διάρκεια ημερών, ή ωρών, όπου υπάρχει πλεόνασμα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και έχει ως αποτέλεσμα οι παραγωγοί να αναγκάζονται να διακόψουν τη παραγωγή, συνήθως έναντι κάποιας αποζημίωσης. Το φαινόμενο, πέραν της συμφόρησης στο δίκτυο, τείνει να ρίχνει πολύ και τις τιμές ηλεκτρισμού, ακόμα και σε αρνητικά επίπεδα, φαινόμενο που είναι γνωστό  ως «κανιβαλισμός των τιμών» (price cannibalization).

Το παραπάνω πρόβλημα παρατηρείται έντονα στο Ηνωμένο Βασίλειο τις ημέρες με υψηλές ταχύτητες ανέμου, αλλά και στην Ισπανία τις ημέρες με υψηλή ηλιοφάνεια και αρχίζει να εμφανίζεται και στην Ελλάδα σε ώρες υψηλής παραγωγής ηλιακής ενέργειας. Η επίλυση του προβλήματος δεν είναι εύκολη και άμεση, η πιο «εύκολη» λύση θα προέλθει από την επέκταση του ηλεκτρικού δικτύου και των διακρατικών ηλεκτρικών συνδέσεων, ώστε το ρεύμα που παράγεται να διοχετεύεται άμεσα από τα κέντρα παραγωγής στα μεγάλα κέντρα κατανάλωσης.

Επίσης σημαντικά θα συμβάλει σταδιακά η επέκταση των τεχνολογιών αποθήκευσης, η παραγωγή υδρογόνου από ηλεκτρόλυση, αλλά και η δυναμική ζήτηση (demand flexibility), κυρίως μέσω των έξυπνων μετρητών κατανάλωσης και των ηλεκτρικών αυτοκινήτων.

Συμπερασματικά, στρατηγικές επενδύσεις επικεντρωμένες στην αναβάθμιση του ηλεκτρικού δικτύου είναι απαραίτητες ώστε να μην ανακοπεί το έντονο κύμα επενδύσεων και να επιτευχθούν οι ευρωπαϊκοί στόχοι. Αυτά σε συνδυασμό με μία εξομάλυνση των μακροοικονομικών παραγόντων και σταδιακή πτώση του κόστους δανεισμού, προβλέπεται να διατηρήσουν τη δυναμική ανάπτυξη της αγοράς.

4) PPAs (Αναστάσιος Παπαζαχαρίου Μέλος GEF & Senior PPA Manager, Cero Generation)

Το 2024 αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον στην ανάπτυξη των ΑΠΕ  στην Ευρώπη, με έναν σημαντικό αριθμό έργων να έχει δρομολογηθεί για σύνδεση στα ευρωπαϊκά δίκτυα μέσα στο έτος.

Παράλληλα με την ενδεχόμενη αύξηση των εν ενεργεία έργων, η αγορά περιμένει τις μεταρρυθμίσεις, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε επίπεδο χωρών, που αφορούν τις επενδύσεις στο σχεδιασμό της ανάπτυξης των δικτύων και της κατεύθυνσης της νομοθεσίας σχετικά με τα PPAs και τα κυβερνητικά προγράμματα για την διευκόλυνση της χρηματοδότησης των έργων.

Η ελληνική αγορά ΑΠΕ αντιμετωπίζει -όπως πολλές άλλες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση και παγκοσμίως- καθυστερήσεις στη σύνδεση των έργων. Η καθυστέρηση αυτή -η οποία πηγάζει από την ανάγκη για αναβάθμιση των δικτύων- δημιουργεί αβεβαιότητα και δισταγμό μεταξύ παραγωγών και μεγάλων καταναλωτών να ολοκληρώσουν μακροπρόθεσμα PPAs.

Η σειρά προτεραιοτήτων σύνδεσης στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή χωρίζεται σε τέσσερις κατηγορίες με βάση α) τα στρατηγικά έργα, β) τα έργα με συμφωνημένα PPAs, γ) συγκεκριμένοι εξαιρούμενοι σταθμοί λόγω τοποθεσίας και άλλων παραμέτρων και δ) έργα με ενσωματωμένη αποθήκευση ή συνδυασμό ΑΠΕ και λειτουργία μπαταρίας.

Παρόλα αυτά η διαδικασία αδειοδότησης φαίνεται να προχωράει πιο αργά από το αναμενόμενο, με αποτέλεσμα πολλά έργα με προσυμφωνηθέντα PPAs να αντιμετωπίζουν καθυστερήσεις και ενδεχόμενες οικονομικές ζημίες λόγω αποζημιώσεων στα προσυμφωνηθέντα συμβόλαια με τους καταναλωτές. Παράλληλες συζητήσεις στα τέλη του 2023 για αλλαγή των προτεραιοτήτων και προβάδισμα έργων με μπαταρίες δημιούργησαν ακόμα μεγαλύτερη αβεβαιότητα στην αγορά.

Η πρόσφατη απόφαση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που δίνει την επιλογή σε έργα με 20ετή συμβόλαια με τον ΔΑΠΕΕΠ, να αναστείλουν για δύο χρόνια τις συμφωνίες αυτές (υπό προϋποθέσεις), αναμένεται να αυξήσει την προσφορά των βραχυπρόθεσμων PPAs, δεδομένης και της πτώσης των τιμών χονδρικής σε ολόκληρη την Ευρώπη, που με την σειρά της μπορεί να αυξήσει την ζήτηση από μεγάλους καταναλωτές και παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση αυτή αφορά την καθυστέρηση έναρξης/«πάγωμα» των συμβολαίων και όχι τη μείωση κατά δύο χρόνια της προσυμφωνηθείσας συμφωνίας με τον ΔΑΠΕΕΠ, κάτι που σημαίνει ότι οι παραγωγοί που θα ακολουθήσουν αυτή την επιλογή θα διατηρήσουν την 20ετή διάρκεια του συμβολαίου μετά το πέρας των δύο χρόνων της διακοπής.

Η συγκεκριμένη απόφαση ενδέχεται να επιφέρει μια προσωρινή γεφύρωση στο χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης για Corporate και Utility PPAs στην χώρα, η οποία θα δώσει και το χρονικό περιθώριο να προχωρήσουν παράλληλα οι όροι σύνδεσης έργων που θα χρησιμοποιήσουν αυτή τη γέφυρα για να υπογράψουν μακροπρόθεσμα συμβόλαια μετά το πέρας της διετίας.

5) Εναλλακτικά καύσιμα (Στέργιος Ζαχαράκης Πρόεδρος του GEF & Energy Transition and Climate Senior Specialist στην S&P Global Commodity Insights)

 Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε πρόσφατα τη συμπερίληψη της ναυτιλίας στο σύστημα εμπορίας εκπομπών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό σημαίνει ότι οι φορείς εκμετάλλευσης των πλοίων θα πρέπει να πληρώνουν για τις εκπομπές αερίων κατά τα ταξίδια τους προς, από και μεταξύ λιμένων της ΕΕ, με περίοδο σταδιακής έναρξης από το 2024.

Η ένταξη του ναυτιλιακού τομέα στο EU ETS προβλέπεται να προσθέσει εκπομπές 90 εκατομμυρίων mtCO2e φέτος και 86 εκατομμύρια mtCO2e το 2025, σύμφωνα με εκτιμήσεις της S&P Global. Ωστόσο, η ζήτηση για EUAs -οι πιστώσεις άνθρακα ETS της ΕΕ- ήταν σε ύφεση τον Δεκέμβριο, αλλά οι έμποροι αναμένουν κάποια ανθεκτικότητα στις αρχές του 2024.

Η ναυτιλιακή βιομηχανία στρέφεται προς εναλλακτικά καύσιμα για να επιτύχει τους φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) που έχουν τεθεί για το 2030 και το 2050. Βραχυπρόθεσμα, έως ότου τα πλοία διπλού καυσίμου αμμωνίας και υδρογόνου γίνουν πιο διαδεδομένα, το LNG, τα βιοκαύσιμα και η μεθανόλη αναμένεται να κυριαρχούν, αποτελώντας περίπου το 2% του μείγματος ζήτησης καυσίμων μέχρι το 2030.

Κοιτάζοντας το 2050, η αμμωνία και το υδρογόνο αναδεικνύονται ως κορυφαίες επιλογές, με τους επενδυτές ESG να παρέχουν δυνητικά το απαραίτητο κεφάλαιο για την ανάπτυξη υποδομών. Ωστόσο, τα ορυκτά καύσιμα προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να αποτελούν σημαντικό μέρος του ενεργειακού μείγματος. Οι κανονιστικοί περιορισμοί για τα ορυκτά καύσιμα ενδέχεται να οδηγήσουν σε μια πιο σημαντική υιοθέτηση εναλλακτικών καυσίμων, ευθυγραμμισμένη με ένα σενάριο υψηλότερης απορρόφησης εναλλακτικών καυσίμων.

Τα βιοκαύσιμα, ιδιαίτερα στα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, αποτελούν μια ευκαιρία για πράσινα διαπιστευτήρια. Ωστόσο, το μερίδιό τους στο μείγμα εναλλακτικών καυσίμων αναμένεται να περιοριστεί στο 10-15% ακόμη και μέχρι το 2050. Η ανάπτυξη του κλάδου περιορίζεται από την κυριαρχία της κατανάλωσης βιοκαυσίμων στις οδικές και αεροπορικές μεταφορές που επηρεάζει την περαιτέρω διαθεσιμότητα.

Το LNG, που καθιερώθηκε και κατανοείται από τη ναυτιλιακή βιομηχανία, θα χρησιμεύσει ως ενδιάμεση λύση εν αναμονή της αυξανόμενης χρήσης της πράσινης αμμωνίας και του υδρογόνου. Ο κλάδος μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων αναμένεται να οδηγήσει στην αύξηση της χρήσης πλοίων με καύσιμο LNG, με 40 ήδη σε λειτουργία και 173 στο βιβλίο παραγγελιών.

Αντίθετα, ο κλάδος  πλοίων μεταφοράς ξηρού χύδην φορτίου αντιμετωπίζει προκλήσεις όσον αφορά την υιοθέτηση του LNG λόγω περιορισμών υποδομής. Ωστόσο, το βιβλίο παραγγελιών για πλοία LNG διπλού καυσίμου στον τομέα ξηρού χύδην φορτίου είναι υγιές, με 55 επιπλέον πλοία.

Το LPG, που χρησιμοποιείται κυρίως στην παραγωγή πετροχημικών, έχει περιορισμένη διαθεσιμότητα για ανεφοδιασμό λόγω της εξάρτησης από τις τοποθεσίες των κοιτασμάτων αερίου. Οι μεταφορείς υγραερίου αποτελούν το 5,1% του μελλοντικού βιβλίου παραγγελιών.

Η αμμωνία ξεχωρίζει ως μια επιλογή καυσίμου με πραγματικά μηδενικό καθαρό ισοζύγιο εκπομπών ρύπων (net zero) για διεθνείς στόλους μεγάλων αποστάσεων το 2050. Αν και δεν υπάρχουν επίσημα πλοία αμμωνίας διπλού καυσίμου σε παραγγελία, πάνω από 100 πλοία κατασκευάζονται με δυνατότητα εκ των υστέρων προετοιμασίας για αμμωνία.

Το υδρογόνο, ακόμα στα σπάργανα, δείχνει υποσχόμενο κυρίως για ταξίδια εσωτερικού και μικρές αποστάσεις. Ωστόσο, οι προκλήσεις έγκεινται στο μέγεθος των κυψελών καυσίμου και στις ανάγκες αποθήκευσης. Για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του ευρωπαϊκού συστήματος εμπορίας εκπομπών (EU ETS), το υδρογόνο θα μπορούσε να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στη δημιουργία πράσινων διαδρόμων, αλλά απαιτείται σημαντική επιτάχυνση των επενδύσεων.

Η μεθανόλη, ιδιαίτερα η πράσινη μεθανόλη, αναγνωρίζεται ως πιθανό εναλλακτικό καύσιμο. Ενώ τα ζητήματα υποδομής και επεκτασιμότητας εμποδίζουν την ευρεία υιοθέτηση, εξειδικευμένοι παίκτες όπως η Stena Line και η Maersk κάνουν βήματα προόδου. Τα πλοία με καύσιμο μεθανόλη είναι προγραμματισμένο να φτάσουν τα 30 για το 2024, ενώ πάνω από 230 να είναι στο βιβλίο παραγγελιών.

Συμπερασματικά, η ναυτιλιακή βιομηχανία κινείται σε ένα σύνθετο τοπίο εναλλακτικών καυσίμων, με κάθε επιλογή να αντιμετωπίζει μοναδικές προκλήσεις και ευκαιρίες. Η επιτυχία αυτών των εναλλακτικών λύσεων εξαρτάται από την υπέρβαση των εμποδίων στις υποδομές, τη ρυθμιστική υποστήριξη και την επιτάχυνση των επενδύσεων σε βιώσιμες λύσεις.