Πάνω από 10 δισ. ευρώ θα πρέπει να δαπανήσει η Ελλάδα μέχρι το 2030 με σκοπό να καταφέρει να αντιμετωπίσει το μείζον ζήτημα της λειψυδρίας, όπως παραδέχτηκε ο γενικός Γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πέτρος Βαρελίδης στο πλαίσιο του Workshop, με τίτλο «Στρατηγικές Αντιμετώπισης της Λειψυδρίας: Πρόληψη & Προετοιμασία».

Σύμφωνα με πληροφορίες του energygame.gr, το ΥΠΕΝ και η ΕΥΔΑΠ παραμένουν εγκλωβισμένοι σε έναν διαρκή κύκλο συζητήσεων και διαβουλεύσεων, αναζητώντας το καταλληλότερο μοντέλο λύσεων για τα νησιά, αλλά και ειδικά για την Αθήνα. Άνθρωπος με γνώση του θέματος ανέφερε χαρακτηριστικά πως το τελικό μοντέλο των έργων θα είναι αναμφίβολα συνδυαστικό, ωστόσο στο εσωτερικό του διαλόγου κυριαρχούν δύο διακριτές σχολές σκέψης. Στο τραπέζι για να λυθεί το υδροδοτικό πρόβλημα της Αθήνας βρίσκεται αφενός το έργο των Κρεμαστών, το οποίο προτείνεται ως μια μακροπρόθεσμη και διαρθρωτική λύση, και αφετέρου τα έργα αφαλάτωσης, τα οποία –παρά το υψηλό λειτουργικό τους κόστος– κερδίζουν σταθερά έδαφος, προσελκύοντας το βλέμμα του επενδυτικού ενδιαφέροντος.

Ενώ κάποιοι θεωρούν πως η επέκταση του υδροδοτικού συστήματος της Αθήνας μέχρι τη λίμνη των Κρεμαστών μπορεί να γίνει μέσα σε δύο χρόνια και να αντιμετωπιστεί έτσι άμεσα το πρόβλημα της λειψυδρίας, κάποιοι έχουν διαφορετική άποψη. Όπως εξηγούν, η εμπειρία από τα έργα κατασκευής των δικτύων αποχέτευσης και των βιολογικών καθαρισμών στην Ανατολική Αττική δείχνει πως τελικά μπορεί να χρειαστούμε μέχρι και οκτώ χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί η επέκταση προς τη λίμνη Κρεμαστών. Στο τέλος φαίνεται πως θα επικρατήσει μια ενδιάμεση λύση με συμμετοχή και της αφαλάτωσης. Ο Χάρης Σαχίνης, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥΔΑΠ, αναφερόμενος στο ενδεχόμενο αξιοποίησης της τεχνολογίας αφαλάτωσης ως λύση ενίσχυσης της υδροδοτικής επάρκειας, τόνισε ότι η διαδικασία θα μπορούσε να προχωρήσει με απλό και διαφανή τρόπο μέσω διαγωνισμού. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «να βγουν τα σημεία και να αφήσουμε τους ενδιαφερόμενους να καταθέσουν τις προσφορές τους». Με τον τρόπο αυτό, εκτιμά ότι η υλοποίηση θα είναι πιο γρήγορη και τα κόστη πιο ανταγωνιστικά, ενώ δεν θα απαιτηθεί η κατασκευή νέων υποδομών για τη σύνδεση με το υφιστάμενο δίκτυο. Μεταξύ των ενδιαφερομένων περιλαμβάνονται ισχυροί ενεργειακοί όμιλοι καθώς και ισραηλινές εταιρείες με σχετική εξειδίκευση.

Το δεύτερο φλέγον ζήτημα που αναδεικνύεται είναι το ποιος τελικά «θα πληρώσει τον λογαριασμό γι’ αυτά τα έργα». Κύκλοι της αγοράς επισημαίνουν στο energygame.gr πως το ερώτημα αυτό κυριαρχεί στις συζητήσεις του ΥΠΕΝ και της ΕΥΔΑΠ, με δεδομένο το γεγονός πως στον δημόσιο προϋπολογισμό δεν υπάρχουν διαθέσιμα 10 δισεκατομμύρια ευρώ για την κάλυψη των σχετικών επενδύσεων. Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο κρίσιμο αυτό σκέλος, χαρακτηρίζοντας την εξεύρεση των απαραίτητων κονδυλίων ως τον δεύτερο θεμελιώδη πυλώνα της εθνικής στρατηγικής απέναντι στη λειψυδρία. Όπως υπογράμμισε χθες, η αναζήτηση και διάθεση πρόσθετων χρηματοδοτικών πόρων για την ενίσχυση των υφιστάμενων και τη δημιουργία νέων υποδομών αποτελεί μια δύσκολη πρόκληση, την οποία όμως η χώρα δεν μπορεί πλέον να αναβάλει. «Δεν υπάρχει πια χρόνος να μην γίνουν αυτές οι επενδύσεις», τόνισε χαρακτηριστικά, θέτοντας με σαφήνεια την αναγκαιότητα άμεσης κινητοποίησης όλων των διαθέσιμων εργαλείων για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού.

Σύμφωνα με τον κ. Βαρελίδη είναι απολύτως αναγκαίο οι ίδιοι οι πάροχοι να αντιληφθούν ότι δεν μπορούν να στέκονται απλώς ως παρατηρητές, αλλά πρέπει να συνδράμουν ενεργά και να συμμετάσχουν στην υλοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για αυξήσεις στην τιμολόγηση του νερού. Η αντιμετώπιση της λειψυδρίας και η αναβάθμιση των υποδομών, πρόσθεσε, απαιτούν συλλογική ευθύνη και ουσιαστική εμπλοκή όλων των εμπλεκομένων. Η συνεισφορά αυτή, όπως εξηγεί, δεν είναι απαραίτητα οριζόντια, αλλά σε ορισμένες περιοχές θα μεταφραστεί αναγκαστικά σε αύξηση της τιμής του νερού. Όπου οι διαρροές φτάνουν σε εξωφρενικά επίπεδα –όπως για παράδειγμα με παρόχους που δηλώνουν 99% μη τιμολογούμενο νερό– το κόστος της απώλειας αυτής δεν μπορεί πλέον να μετακυλίεται μόνο στον κρατικό προϋπολογισμό. Η αντιμετώπιση του φαινομένου απαιτεί επενδύσεις, και αυτές χρειάζονται χρήματα.

Παράλληλα, τονίζει πως η ορθολογική τιμολόγηση του νερού δεν πρέπει να ιδωθεί ως τιμωρία για τους πολίτες, αλλά ως μοχλός εξορθολογισμού και εξοικονόμησης πόρων. Όπου υπάρχει διαρροή 60% και αυτή μειωθεί στο 30%, η εξοικονόμηση είναι τεράστια και ενισχύει έμπρακτα τη βιωσιμότητα του συστήματος. Άρα, η ευθύνη των παρόχων δεν εξαντλείται στη διαχείριση, αλλά επεκτείνεται και στη συμβολή τους στο χρηματοδοτικό σκέλος. «Το νερό είναι δημόσιο αγαθό αλλά δεν είναι δωρεάν – και αυτό πρέπει να ενσωματώνεται και στην τιμή του», ήταν το σαφές μήνυμα του Βαρελίδη.

Η γεωγραφική ιδιομορφία της Ελλάδας, με τον έντονα νησιωτικό χαρακτήρα και τους ορεινούς όγκους, συνιστά μια διαρκή πρόκληση για την καθολική, ισότιμη και αποτελεσματική παροχή υπηρεσιών ύδρευσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Πέτρος Βαρελίδης ανέδειξε την ανάγκη έμπρακτης στήριξης προς τους μικρούς και αδύναμους παρόχους, ώστε να αποκτήσουν τις δυνατότητες και τα μέσα που απαιτεί η σύγχρονη εποχή. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στο αυξημένο ενεργειακό κόστος, το οποίο –όπως υπογράμμισε– διαφοροποιείται σημαντικά από περιοχή σε περιοχή και επιβαρύνει δυσανάλογα τη λειτουργία πολλών δικτύων. Προειδοποίησε, ωστόσο, ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να λειτουργούμε με τη νοοτροπία πως «κάποιος άλλος θα δώσει τη λύση». Το κάθε δίκτυο, όπως είπε, πρέπει να αξιολογήσει τις δυνατότητές του και να δράσει: «Το κόστος για κάθε πάροχο είναι διαφορετικό. Δεν μπορείς απλά να περιμένεις να μειωθεί το κόστος. Πρέπει να δεις τι μπορείς να κάνεις».

Στο ολοένα και πιο ασφυκτικό πλαίσιο που δημιουργεί η κλιματική κρίση, έχουν πληθύνει τα μπρα ντε φερ μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και της ΕΥΔΑΠ απέναντι στην λειψυδρία. Η Αθήνα, η πρωτεύουσα είναι μία περιοχή που βρίσκεται στον πυρήνα αυτής της σύγκρουσης. Όπως αποκάλυψε ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΥΔΑΠ Χάρης Σαχίνης στο πλαίσιο του ίδιου Workshop «έχουμε νερό για ακόμα δυόμιση χρόνια, εφόσον συνεχιστεί η ίδια υδρολογική συμπεριφορά. «Έχει έρθει η ώρα να περάσουμε στις δράσεις».

Το ζητούμενο, όπως αναφέρθηκε, είναι να επεκταθεί το σημερινό υδατικό απόθεμα ώστε να καλύπτει 3–4 χρόνια αντί για 2,5, δίνοντας το περιθώριο να ωριμάσουν τα απαραίτητα έργα. Παράλληλα, αναμένονται επενδύσεις για τον περιορισμό των διαρροών στο δίκτυο ύδρευσης, το οποίο διακινεί περίπου 400 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού ετησίως. Σημειώνεται πως η ΕΥΔΑΠ έχει προτείνει διάφορες λύσεις όπως τη μεταφορά νερού με πλοία από τον Αχελώο, την κατασκευή αφαλατώσεων, την επαναλειτουργία γεωτρήσεων, την αξιοποίηση υπόγειων υδροφορέων κ.ά. Ωστόσο, ως μόνιμη λύση που θα εξασφαλίσει την υδροδότηση της Αττικής για δεκαετίες έχει προτείνει τα έργα διασύνδεσης των ποταμών Κρικελιώτη και Καρπενησιώτη με τον ταμιευτήρα του Ευήνου, ώστε να αξιοποιηθούν νερά από τα Κρεμαστά, ένα έργο συνολικού προϋπολογισμού 534 εκατ. ευρώ.

Η Ελλάδα αντλεί διδάγματα από τη διεθνή εμπειρία

«Η λειψυδρία στο Ισραήλ είναι η κανονικότητα», τόνισε ο Giora Shaham, πρώην Γενικός Διευθυντής της Εθνικής Αρχής Υδάτων του Ισραήλ, παρουσιάζοντας την εντυπωσιακή εμπειρία της χώρας του στην ολιστική διαχείριση υδάτινων πόρων. Σε μια ομιλία γεμάτη αριθμούς, παραδείγματα, αλλά και πολιτικές αιχμές, ο Shaham μετέφερε στους συμμετέχοντες του συνεδρίου στην Ελλάδα την εικόνα μιας χώρας που όχι μόνο επιβίωσε στη σκιά της ερήμου, αλλά εξελίχθηκε σε παγκόσμιο ηγέτη στη βιώσιμη διαχείριση του νερού.

Σήμερα, πάνω από το 50% του νερού που χρησιμοποιείται στο Ισραήλ προέρχεται από επαναχρησιμοποιημένα λύματα και από υφάλμυρο ή θαλασσινό νερό που έχει υποστεί αφαλάτωση. Η αφαλάτωση καλύπτει ήδη το 57% της ζήτησης, ποσοστό που αναμένεται να ξεπεράσει το 60% μέχρι το 2050. Οι Ισραηλινοί δεν αντιμετώπισαν ποτέ το δίλημμα «επαναχρησιμοποίηση ή αφαλάτωση». «Δεν έχεις επιλογή, τα χρειάζεσαι όλα», σημείωσε χαρακτηριστικά ο Shaham, εξηγώντας ότι το δίκτυο ύδρευσης της χώρας βασίζεται σε πέντε τύπους νερού: φυσικό, επεξεργασμένο, υφάλμυρο, αφαλατωμένο από υφάλμυρες πηγές και αφαλατωμένο θαλασσινό.

Με έμφαση στην ανθεκτικότητα, το Ισραήλ έχει δημιουργήσει μια ενιαία εθνική υδροδοτική υποδομή, ένα grid που συνδέει όλες τις περιοχές, μεταφέροντας νερό από πηγές πλεονασμάτων σε περιοχές με ελλείψεις. Το δίκτυο αυτό επιτρέπει την ανακατανομή των πόρων σε περιόδους ξηρασίας ή κρίσης, προσφέροντας την απαραίτητη ευελιξία στο σύστημα. Παράλληλα, το 85% των επεξεργασμένων λυμάτων επαναχρησιμοποιείται – το υψηλότερο ποσοστό παγκοσμίως – κυρίως στη γεωργία. Όπως υπογράμμισε ο Shaham, αυτή η στρατηγική δεν προστατεύει μόνο τους φυσικούς πόρους, αλλά παράγει περιβαλλοντικά και οικονομικά οφέλη. Η προσέγγιση της χώρας στη συντήρηση του υδάτινου ισοζυγίου δεν περιορίζεται σε υποδομές. Η μείωση των απωλειών στο δημοτικό δίκτυο από 25%-30% σε μόλις 8% τα τελευταία 20 χρόνια, οφείλεται σε εκτεταμένες τεχνικές παρεμβάσεις, ελέγχους διαρροών και μηχανική ακρίβεια.

Η τιμολογιακή πολιτική παίζει, επίσης, ρόλο: τα τιμολόγια είναι διαβαθμισμένα, αντικατοπτρίζουν το πραγματικό κόστος του νερού και αποτρέπουν τη σπατάλη. Όπως σημείωσε ο Shaham, «η διατήρηση μιας κουλτούρας εξοικονόμησης είναι αποτέλεσμα τεσσάρων στρατηγικών: μηχανικής, εκπαίδευσης, τιμολογιακής πολιτικής και συνείδησης». Στο τέλος της παρουσίασής του, ο Giora Shaham απηύθυνε έμμεσο αλλά σαφές μήνυμα προς τις χώρες που τώρα αρχίζουν να σχεδιάζουν την υδατική τους στρατηγική – μεταξύ αυτών και η Ελλάδα. «Χρειάζονται πολλά χρόνια για να χτιστεί ένα εθνικό σύστημα. Μην βασίζεστε στις βροχές. Μην επιλέγετε μεταξύ λύσεων – χρησιμοποιήστε όλες. Και κυρίως: εμπλέξτε το κοινό. Χωρίς τους πολίτες, δεν υπάρχει ανθεκτικότητα».

Την ώρα που και η Ελλάδα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη ο δημόσιος διάλογος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε χθες με συντριπτική πλειοψηφία τις θέσεις του για τη νέα Στρατηγική Ανθεκτικότητας στο Νερό, την οποία αναμένεται να παρουσιάσει η Κομισιόν πριν από το καλοκαίρι του 2025. Μεταξύ των βασικών αξόνων της έκθεσης περιλαμβάνεται η θέσπιση δεσμευτικών στόχων ανά τομέα και ανά λεκάνη απορροής για την αποδοτικότητα στη χρήση του νερού και τον περιορισμό της υπεράντλησης, η δραστική μείωση της ρύπανσης από χημικά και φαρμακευτικά κατάλοιπα –συμπεριλαμβανομένης της πλήρους κατάργησης των PFAS– και η ενίσχυση των μηχανισμών πρόληψης και αντίδρασης σε ξηρασία, λειψυδρία και πλημμύρες. Παράλληλα, οι ευρωβουλευτές ζητούν αφιερωμένη χρηματοδότηση και επενδύσεις σε καινοτόμες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, τα συστήματα εντοπισμού διαρροών σε πραγματικό χρόνο, η έξυπνη άρδευση και η ανακύκλωση νερού.

Διαβάστε ακόμη