Η εξίσωση για μία πιο πράσινη και ανταγωνιστική Ευρώπη φαίνεται πως απευθύνεται σε δυνατούς λύτες. Παρά το γεγονός πως η γεωπολιτική πραγματικότητα καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει άλλος «χρόνος για χάσιμο», οι φιλόδοξες εξαγγελίες των ηγετών και η έκθεση για τον άμεσο μετασχηματισμό της Ενιαίας Αγοράς και την ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών, ενεργειακών και τηλεπικοινωνιακών αγορών του Ενρίκο Λέτα φανερώνουν ένα σημαντικό πρόβλημα: δεν υπάρχουν τα χρήματα. Μια ανταγωνιστική, πράσινη Ευρώπη θα απαιτήσει επενδύσεις τρισεκατομμυρίων ευρώ σε βάθος δεκαετιών σημειώνει το Politico. Η συζήτηση για τη χρηματοδότηση έχει ανοίξει και δεν μπορεί η Ευρώπη να «βυθιστεί σε μία θάλασσα χρέους». Θα απαιτηθεί πληθώρα δημοσίου χρήματος για να αντληθούν ιδιωτικά κεφάλαια. Τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι επιφυλακτικά στο να δώσουν στις Βρυξέλλες περισσότερα χρήματα, να αναλάβουν πρόσθετο χρέος ή να πλήξουν τους πολίτες με νέους ευρωπαϊκούς φόρους.

Σε άρθρο, που δημοσίευσαν χθες οι New York Times, φιλοξενούνται εκτιμήσεις ειδικών σύμφωνα με τις οποίες τουλάχιστον ένα τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως απαιτούνται προκειμένου να στηριχθούν οι φτωχότερες χώρες του πλανήτη ώστε να ανταποκριθούν στις υψηλότερες θερμοκρασίες, στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας, στην εγκατάσταση μονάδων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) και την αντιμετώπιση κλιματικών καταστροφών. Ο επικεφαλής του ΟΗΕ για το κλίμα Simon Stiell δηλώνει στην αμερικανική εφημερίδα πως «αρκετές χώρες θα είναι σε θέση να εφαρμόσουν επαρκή σχέδια για το κλίμα μόνο εάν δούμε ένα τεράστιο άλμα στη χρηματοδότηση κλιματικών έργων φέτος». Όμως, στις ετήσιες συναντήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) που λαμβάνουν χώρα αυτή την εβδομάδα, επικρατεί προβληματισμός και επιστροφή στο ρεαλισμό. Οι αριθμοί δεν βγαίνουν!

Για να επιστρέψουμε στην Ευρώπη, όπως αναφέρει το δημοσίευμα του Politico, το ερώτημα που πλανάται πάνω από τη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών – στο οποίο κανείς δεν έχει απάντηση – είναι πώς η Ευρώπη θα πληρώσει για όλες αυτές τις φιλοδοξίες και θα καταπολεμήσει τις πολλές απειλές που βλέπει να συνωστίζονται στην πόρτα της. Είναι αναγκαία μια νέα «συμφωνία» για να διατηρήσουν την Ευρώπη οικονομικά σημαντική, να καταπολεμήσουν την κλιματική αλλαγή και να οικοδομήσουν καθαρές ενεργειακές και ψηφιακές βιομηχανίες για να ανταγωνιστούν την Κίνα, τις ΗΠΑ και την Ινδία. Διπλωμάτης που μίλησε ανώνυμα στο Politico χαρακτήρισε την κατάσταση ως τον Τιτανικό με τους επιβάτες- οι Ευρωπαίοι ηγέτες- τσακώνονται για την πρώτη ή δεύτερη θέση αντί να κοιτάζουν το πλοίο που βυθίζεται.

Η πρόσφατη ενδιάμεση αναθεώρηση του προϋπολογισμού της από την ΕΕ αποκάλυψε ότι η Ένωση ξεμένει από μετρητά μετά την αντιμετώπιση μιας παγκόσμιας πανδημίας, ενός πολέμου στο κατώφλι της, διαρθρωτικά υψηλού ενεργειακού κόστους και συρρίκνωσης του οικονομικού βάρους παγκοσμίως. Επιπλέον ο πληθυσμός της ΕΕ θα μπορούσε να αρχίσει να μειώνεται αυτή τη δεκαετία, παρασύροντας την οικονομία μαζί του. Είναι ένας συνδυασμός που αναπόφευκτα θα απειλήσει τα μεγάλα σχέδια της Ευρώπης. «Ο μεγάλος κίνδυνος είναι ότι δεν θα έχουμε καθόλου αρκετά χρήματα για την πράσινη μετάβαση», δήλωσε στο Politico ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Ενρίκο Λέτα πριν συναντηθεί με τους ηγέτες της ΕΕ.

Κατά τα τελευταία 30 έτη η ενιαία αγορά και οι τέσσερις ελευθερίες της αποτέλεσαν ισχυρή κινητήρια δύναμη σύγκλισης και μεγέθυνσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα κράτη μέλη της, συντελώντας στην επίτευξη μιας άκρως ανταγωνιστικής κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής και ισότιμων όρων ανταγωνισμού με βάση, μεταξύ άλλων, ένα αποτελεσματικό πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων και ανταγωνισμού. Δεδομένων των γεωπολιτικών εντάσεων και των πιο δυναμικών μέτρων πολιτικής που λαμβάνουν διεθνείς εταίροι και ανταγωνιστές, ιδίως όσον αφορά τις επιδοτήσεις, καθώς και τη μακροπρόθεσμη παραγωγικότητα και τις τεχνολογικές και δημογραφικές τάσεις, η Ευρώπη χρειάζεται αλλαγή πολιτικής, με βάση τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματά της.

Η Πράσινη Συμφωνία, αν και είναι κεντρική προτεραιότητα για το μπλοκ εδώ και τέσσερα χρόνια, δεν έχει βρει χρηματοδότηση. Η Ευρώπη καλείται να βρει μια λύση για την Ουκρανία, η οποία αναζητά οικονομική και στρατιωτική στήριξη στη Δύση. Το χάσμα μεταξύ Ευρώπης – ΗΠΑ και Κίνας μεγαλώνει. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι μέχρι το 2030, η Ευρώπη θα χρειάζεται περισσότερα από 1,5 τρισ. ευρώ κάθε χρόνο μόνο και μόνο για να καθαρίσει τις εκπομπές ορυκτών καυσίμων από τα ενεργειακά και μεταφορικά της συστήματα. Ακόμη και η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η Γερμανία, αναζητά νέες πηγές εσόδων για να καλύψει τις τρύπες του προϋπολογισμού. «Η Ευρώπη είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει ένα είδος αδύνατου τριγώνου» εξηγεί η Σιμόν Ταγκλιαπέτρα, ανώτερη συνεργάτης της δεξαμενής σκέψης Bruegel στις Βρυξέλλες που ειδικεύεται στην ενεργειακή και κλιματική πολιτική. «Από τη μία πλευρά, θέλουμε να επιταχύνουμε την πράσινη μετάβαση και να είμαστε ανταγωνιστικοί ενώ το κάνουμε αυτό, από την άλλη πλευρά, θέλουμε να αυξήσουμε τις αμυντικές δαπάνες. Και από την άλλη πλευρά, θέλουμε να είμαστε δημοσιονομικά συντηρητικοί», τονίζει στο Politico.

Εν μέσω τεταμένων δημόσιων οικονομικών, ο Λέτα υποστήριξε ότι μόνο ένας ιδιωτικός πυλώνας θα μπορούσε να πείσει τις πιο ολιγαρκείς χώρες του μπλοκ να υποστηρίξουν κεφάλαια σε επίπεδο ΕΕ. Η Γαλλία πιστεύει ότι έχει την απάντηση. Το Politico σημειώνει ότι το Παρίσι και άλλες πρωτεύουσες της ΕΕ πιέζουν για την αναβίωση της λεγόμενης Ένωσης Κεφαλαιαγορών, ενός δεκαετούς σχεδίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να χρησιμοποιήσει τις αποταμιεύσεις της Ευρώπης για την τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων σε ολόκληρο το μπλοκ. Η πρόταση αναζητεί ευήκοα ώτα. «Θα έχουμε μια συζήτηση για να έχουμε περισσότερες δημόσιες επενδύσεις, αλλά πρέπει να υπάρχει ρεαλισμός», δήλωσε αξιωματούχος στο Politico, σημειώνοντας ότι η ιδιωτική χρηματοδότηση θα πρέπει να είναι όλο και περισσότερο δευτερεύουσα πηγή χρηματοδότησης για τα πράσινα σχέδια της ΕΕ. Ωστόσο, μικρότερες χώρες με σημαντικές χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία, ανησυχούν ότι το σχέδιο αυτό θα σήμαινε κυριαρχία του Παρισιού και του Βερολίνου, σύμφωνα με δύο άλλους Ευρωπαίους διπλωμάτες. Η συνάντηση που έλαβε χώρα την Πέμπτη είναι μόνο ένα πρώτο βήμα σε μια μεγαλύτερη συζήτηση σχετικά με τον τρόπο χρηματοδότησης των προκλήσεων που περιμένουν το μπλοκ, παραδέχθηκαν ανώτεροι διπλωμάτες και αξιωματούχοι της ΕΕ. Αλλά η αίσθηση του επείγοντος για να σταματήσει ο πνιγμός της οικονομίας της Ευρώπης είναι όλο και πιο έντονη. «Μοιάζει λίγο με τον Τιτανικό», δήλωσε ένας άλλος ανώτερος διπλωμάτης της ΕΕ. «Το πλοίο βυθίζεται και τσακωνόμαστε για το ποιος θα είναι στην πρώτη θέση και ποιος στη δεύτερη θέση.

Την ίδια ώρα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες σκέφτονται το ποσό που θα μπορούσαν να μεταφέρουν από την Πράσινη Συμφωνία στις δαπάνες για την άμυνα. Την περασμένη εβδομάδα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων δήλωσε επίσης στους υπουργούς Οικονομικών ότι θα αυξήσει και θα επιταχύνει τη δανειοδότησή της για αμυντικά έργα. Η πρόεδρος της τράπεζας, Nadia Calviño, επέμεινε ότι οι προτεραιότητες του θεσμού για το κλίμα δεν δεχθούν κάποιο πλήγμα. Η ΕΕ πιθανότατα θα χρειαστεί να δανειστεί χρήματα για την άμυνα επειδή «είναι τόσο έντονη» σημειώνει η διπλωματική πηγή. Αλλά για τις δαπάνες για το κλίμα, «ελπίζουμε ότι εκεί μπορούμε να βρούμε χρήματα από την αγορά και δεν θα χρειαστεί να αντλήσουμε κεφάλαια από το δημόσιο ταμείο». Ωστόσο επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας Fatih Birol έφτασε στις Βρυξέλλες την Τρίτη πάγωσε τις προσδοκίες. «Δεν μπορούμε να αφήσουμε τα πάντα στις αγορές» τόνισε στην ομιλία του στο Κολέγιο της Ευρώπης.

Ένα ακόμη εμπόδιο υψώνεται στην προσπάθεια μεγαλύτερης ενοποίησης των κεφαλαιαγορών της ΕΕ. Η αρμόδια επίτροπος ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ προειδοποίησε στο Bloomberg ότι οι μεγάλες συγχωνεύσεις τηλεπικοινωνιών στην Ευρώπη θα μπορούσαν να μειώσουν τον ανταγωνισμό και να στρεβλώσουν την ενιαία αγορά της ΕΕ. «Κανένα στοιχείο δεν υποδηλώνει ότι οι πιο συγκεντρωμένες εθνικές αγορές οδηγούν σε καλύτερα αποτελέσματα», δήλωσε η Βεστάγκερ σε συνέδριο στις Βρυξέλλες σήμερα Πέμπτη. «Αντίθετα, θα οδηγούσε σε λιγότερο ανταγωνιστικές εθνικές αγορές και σε μια πιο κατακερματισμένη ενιαία αγορά». Τα σχόλια της Βεστάγκερ λαμβάνουν χώρα μόλις μετά την παρουσίαση της έκθεσης του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας Ενρίκο Λέτα τίτλο Much More Than A Market («Πολύ περισσότερο από μια αγορά»)προς τους ηγέτες της ΕΕ, η οποία συστήνει μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό για τους ομίλους τηλεπικοινωνιών ως μέσο βελτίωσης των δικτύων κινητής και σταθερής τηλεφωνίας. Τα συμπεράσματα της έκθεσης Λέτα θεωρήθηκαν ότι θα έδιδαν στους ομίλους τηλεπικοινωνιών την πολυαναμενόμενη ώθηση που αναζητούν εδώ και χρόνια ότι ο τομέας είναι ώριμος για συγχωνεύσεις. Ωστόσο, η στάση της Βεστάγκερ την φέρνει αντιμέτωπη με τις προτάσεις της έκθεσης Λέτα.

Αντιδράσεις αναμένονται και για την ένωση κεφαλαιαγορών που προτείνεται με στόχο τη μόχλευση των 33 τρισεκατομμυρίων ευρώ σε ιδιωτικές αποταμιεύσεις της Ευρώπης για ευρωπαϊκές επενδύσεις, οι οποίες θα αφορούν την έρευνα και την καινοτομία, αλλά και τη χρηματοδότηση σχεδίων για την παραγωγή καθαρής ενέργειας και την ψηφιακή μετάβαση. Συγκεκριμένα στην έκθεση τονίζεται ότι από το 1993 η Ενιαία Αγορά πέτυχε την ελεύθερη διακίνηση προϊόντων, υπηρεσιών, κεφαλαίων και εργαζομένων, αλλά τώρα πρέπει να προστεθεί και μια πέμπτη διάσταση που αφορά στην ενίσχυση της έρευνας, της καινοτομίας και της εκπαίδευσης προκειμένου να βελτιωθεί η ευρωπαϊκή θέση στη διεθνή σκηνή. Σύμφωνα με την ίδια πηγή οι στόχοι αυτοί όπως και οι στόχοι για δίκαιη, πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, αυτοί που αφορούν τη διεύρυνση και την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας απαιτούν πόρους. Αλλά η κεφαλαιακή ένωση που ζητείται προϋποθέτει κάποιον μηχανισμό εποπτείας που προβληματίζει αρκετά κράτη μέλη σχετικά με τις εξουσίες που θα αναγκαστούν να παραχωρήσουν και ακόμη περισσότερο σε ποιον θα παραχωρήσουν τον εθνικό έλεγχο. Σημειώνεται πως σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο Ενρίκο Λέτα δήλωσε πως ο μεγαλύτερος του φόβος είναι η έκθεσή του να καταλήξει σ’ ένα συρτάρι και η ανησυχία του είναι εύλογη καθώς παραμένουν ουσιαστικές διαφωνίες παρότι ο Λέτα έχει προειδοποιήσει ότι η Ευρώπη έχει περιθώριο να δράσει μέχρι το τέλος της επόμενης θητείας της Επιτροπής δηλαδή το 2029.