Η παγκόσμια προσπάθεια για τον τριπλασιασμό της πυρηνικής ισχύος έως το 2050 κερδίζει νέους υποστηρικτές, την ώρα που οι κλιματικές πιέσεις και η αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας επαναφέρουν το ενδιαφέρον για την πυρηνική τεχνολογία στο επίκεντρο της διεθνούς ατζέντας. Η Σενεγάλη και η Ρουάντα είναι οι δύο τελευταίες χώρες που ανακοίνωσαν την προσχώρησή τους στη δέσμευση, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των υποστηρικτών σε 33. Η ανακοίνωση έγινε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της COP30 στη Μπελέμ της Βραζιλίας και ήρθε μαζί με νέα αξιολόγηση της World Nuclear Association, σύμφωνα με την οποία ο φιλόδοξος στόχος των περίπου 1.200 γιγαβάτ πυρηνικής ισχύος μέχρι τα μέσα του αιώνα θεωρείται πλέον τεχνικά εφικτός υπό την προϋπόθεση ότι οι κυβερνήσεις θα προχωρήσουν άμεσα και αποφασιστικά στην υλοποίηση όσων έχουν δεσμευτεί.
Η γενική διευθύντρια της Ένωσης, Sama Bilbao y León μιλώντας στον ΟΗΕ, ήταν σαφής: «Ο δρόμος για τον τριπλασιασμό της πυρηνικής ισχύος είναι ανοιχτός, αλλά απαιτεί τολμηρή, ρεαλιστική και οραματική ηγεσία. Οι κυβερνήσεις πρέπει να δράσουν τώρα». Παρά τις ενθαρρυντικές ενδείξεις, ειδικοί σημειώνουν ότι η υλοποίηση του σχεδίου παραμένει δύσκολη, ιδιαίτερα στη Δύση, όπου μεγάλα έργα έχουν καθυστερήσει και έχουν υπερβεί σημαντικά τους αρχικούς προϋπολογισμούς.
Κίνα vs Ευρώπη, ΗΠΑ στον αγώνα για πυρηνική ενέργεια
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας, ακόμη και στο πιο αισιόδοξο σενάριο, η παγκόσμια πυρηνική ισχύς αναμένεται να φτάσει τα 992 γιγαβάτ έως το 2050, επίπεδο χαμηλότερο του στόχου που συμφωνήθηκε στην COP28 στο Ντουμπάι. Η απόσταση αυτή υπογραμμίζει την ανάγκη να «τρέξουν» οι διαδικασίες, αλλά φέρνει για άλλη μια φορά στην επιφάνεια και την άνιση κατανομή της προόδου: ενώ στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ οι νέοι αντιδραστήρες είναι λίγοι και αναπτύσσονται αργά, στην Κίνα η ανάπτυξη εξελίσσεται με πρωτόγνωρη ταχύτητα.
Η Κίνα, η οποία, παρότι δεν έχει υπογράψει τη διεθνή δέσμευση, προχωρά με εντυπωσιακό ρυθμό: διαθέτει ήδη περίπου 30 αντιδραστήρες σε διάφορα στάδια υλοποίησης και, τον Απρίλιο, ενέκρινε νέο επενδυτικό πρόγραμμα 200 δισ. γουάν για ακόμη 10 μονάδες.
Μάλιστα, στην επαρχία Φουτζιάν, ο νέος πυρηνικός σταθμός Zhangzhou ολοκληρώθηκε μέσα σε πέντε μόλις χρόνια, σε μια τεράστια παράκτια ζώνη στον κόλπο Ντονγκσάν. Ο πρώτος αντιδραστήρας άρχισε να παράγει ηλεκτρική ενέργεια το 2024, ο δεύτερος αναμένεται να ακολουθήσει εντός του έτους, ενώ άλλοι τέσσερις βρίσκονται σε φάση κατασκευής ή σχεδιασμού. Η σύγκριση με έργα στη Δύση είναι αναπόφευκτη: στις ΗΠΑ, οι αντιδραστήρες του Vogtle στην Τζόρτζια ολοκληρώθηκαν με επταετή καθυστέρηση και υπερδιπλάσιο κόστος από το αρχικό, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο το Hinkley Point C έχει «ξεφύγει» τόσο χρονικά όσο και χρηματοοικονομικά.
Η άνιση αυτή ανάπτυξη γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρη αν συγκρίνει κανείς την πρόοδο της Κίνας με τις ΗΠΑ, όπου ο μεγαλύτερος παραγωγός πυρηνικής ενέργειας παγκοσμίως έχει προσθέσει μόνο τρεις νέους εμπορικούς αντιδραστήρες στο δίκτυο τα τελευταία είκοσι χρόνια. «Ο κόσμος δεν κινείται με τον απαιτούμενο ρυθμό επειδή η Δύση δεν κινείται με τον απαιτούμενο ρυθμό», σχολιάζει ο Μαρκ Νέλσον, επικεφαλής του Nuclear Company.
Πού οφείλεται η επιτυχία της Κίνας
Η επιτυχία της Κίνας δεν σχετίζεται μόνο με το μέγεθος των επενδύσεων, αλλά και με την ικανότητα της χώρας να αναπτύσσει την πυρηνική της βιομηχανία σε μεγάλη κλίμακα. Όταν ένα πρόγραμμα εφαρμόζεται ξανά και ξανά, το κόστος μειώνεται, η τεχνογνωσία εξελίσσεται και οι αλυσίδες εφοδιασμού λειτουργούν πιο αποτελεσματικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης αποτελεί ο εγχώριος σχεδιασμός του αντιδραστήρα Hualong One, ο οποίος έχει επιτρέψει την τυποποίηση των διαδικασιών και την ταχύτερη ολοκλήρωση των έργων. Όπως το έθεσε και η Bilbao y León: «Δεν είναι ένα έργο· είναι ένα πρόγραμμα. Αυτό φιλοδοξούμε να δούμε και στον υπόλοιπο κόσμο».
Διαβάστε ακόμη
