Πριν από τρία χρόνια, η Γερμανία ήταν από τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την ενεργειακή κρίση που ακολούθησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Έκτοτε, οι πολιτικοί της έχουν δεχτεί έντονη κριτική επειδή αντάλλαξαν την εξάρτηση από τα ρωσικά καύσιμα με ακόμη βαθύτερους ενεργειακούς δεσμούς με άλλους πιθανόν ασταθείς εταίρους, κυρίως τις ΗΠΑ και την Κίνα. Αν και η Γερμανία, η μεγαλύτερη εξαγωγική οικονομία της Ευρώπης, εξακολουθεί να είναι στενά συνδεδεμένη και με τις δύο χώρες, φαίνεται πλέον να υιοθετεί μια πιο αμυντική στάση απέναντι στον ρόλο του Πεκίνου στις κρίσιμες υποδομές της. Όπως σχολιάζει το Bloomberg, το περιστατικό της περασμένης εβδομάδας με την αποχώρηση της Snam SpA από την προσπάθεια εξαγοράς μεριδίου στο γερμανικό δίκτυο φυσικού αερίου δεν χαρακτηρίστηκε επισήμως ως βέτο, αλλά στην πράξη είχε αυτό το αποτέλεσμα.

Το σχέδιο είχε προκαλέσει αναταραχή στο Βερολίνο και οδήγησε σε μια μακρά διαδικασία επανεξέτασης, καθώς η επένδυση θα αποτελούσε έμμεση συμμετοχή μιας κινεζικής κρατικής εταιρείας. Η State Grid Corp. of China κατέχει το 35% της Cassa Depositi e Prestiti SpA, της ιταλικής επενδυτικής εταιρείας που έχει σχεδόν το ένα τρίτο της Snam.

Μετά την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Φρίντριχ Μερτς στις αρχές του έτους, η νέα κυβέρνηση δεσμεύθηκε να μπλοκάρει ξένες επενδύσεις που θέτουν σε κίνδυνο τα εθνικά συμφέροντα. Οι γερμανικές αρχές κάλεσαν τους επικεφαλής της Snam αυτόν τον μήνα, αλλά δεν πείστηκαν από τα μέτρα συμμόρφωσης που προτάθηκαν. Έτσι, η Snam τελικά απέσυρε την πρότασή της, κάνοντας λόγο για «μακρά διαδικασία ελέγχου ξένων επενδύσεων».

Το ιστορικό των προσπαθειών της Γερμανίας να περιορίσει την κινεζική επιρροή στις υποδομές της

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Γερμανία μπλοκάρει κινεζική εμπλοκή σε κρίσιμες υποδομές. Το 2018 οι γερμανικές αρχές είχαν αποτρέψει την State Grid από το να αποκτήσει μερίδιο στην 50Hertz Transmission GmbH, μια από τις σημαντικότερες εταιρείες διαχείρισης του γερμανικού δικτύου ηλεκτρισμού. Παράλληλα, αυστηρός κυβερνητικός έλεγχος φαίνεται πως αποθάρρυνε εταιρεία που ανέπτυσσε υπεράκτιο αιολικό project στη Βόρεια Θάλασσα από το να χρησιμοποιήσει κινεζικές ανεμογεννήτριες.

Ωστόσο, αυτή η πολιτική στάση δεν υπήρξε πάντα σταθερή. Πέρυσι, ο τότε καγκελάριος Όλαφ Σολτς είχε παρακάμψει τις αντιρρήσεις άλλων υπουργείων και επέτρεψε στη κινεζική Cosco Shipping Holdings Co. να αποκτήσει μερίδιο σε τερματικό του λιμανιού του Αμβούργου — μια απόφαση που είχε προκαλέσει έντονη συζήτηση.

Η σκληρή γραμμή της κυβέρνησης του Φρίντριχ Μερτς

Ο διάδοχός του, Μερτς, φαίνεται να υιοθετεί σαφώς πιο σκληρή γραμμή. Την προηγούμενη εβδομάδα, δήλωσε ότι προμηθευτές όπως η Huawei Technologies Co. θα αποκλειστούν από τα μελλοντικά τηλεπικοινωνιακά δίκτυα της χώρας. Παράλληλα, το κοινοβούλιο ενίσχυσε τις δυνατότητες της γερμανικής κυβέρνησης να εμποδίζει τη χρήση εξοπλισμού από κατασκευαστές που «ελέγχονται από κυβερνήσεις, κρατικές υπηρεσίες ή ένοπλες δυνάμεις τρίτης χώρας» σε κρίσιμους τομείς, όπως η ενέργεια.

Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει και εξοπλισμούς της Huawei που χρησιμοποιούνται ήδη στο γερμανικό ενεργειακό σύστημα, μια εξέλιξη που θα αποτελούσε σημαντική και ακριβή πρόκληση για τις εταιρείες κοινής ωφελείας και τους κατασκευαστές έργων, οι οποίοι θα πρέπει να αναζητήσουν εναλλακτικές τεχνολογίες. Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας εξετάζει ακόμη και το ενδεχόμενο να ζητήσει από τους παρόχους να αντικαταστήσουν υπάρχοντα κινεζικά συστήματα, κάτι που θα ισοδυναμούσε με μια κολοσσιαία αναδιάρθρωση, πιθανότατα με δαπάνη των Γερμανών φορολογουμένων.

Όλα αυτά δείχνουν ότι η επαναξιολόγηση της Γερμανίας όσον αφορά τη χρήση κινεζικής τεχνολογίας στις ενεργειακές και στρατηγικές υποδομές της βρίσκεται ακόμη στην αρχή. Η χώρα που πριν από λίγα χρόνια βρέθηκε σε κατάσταση ενεργειακού σοκ, προσπαθεί πλέον να μειώσει τις εξαρτήσεις που θα μπορούσαν να αποδειχθούν πολιτικά ή οικονομικά επικίνδυνες στο μέλλον, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται υψηλό κόστος, καθυστερήσεις και περίπλοκες μεταβατικές λύσεις.

Διαβάστε ακόμη